Η Blue Star Ferries χορηγεί σινεμά!
Η ναυτιλιακή εταιρεία “πάει σινεμά” με την ταινία “Μαρία”!
Η Blue Star Ferries ποντάρει στο ελληνικό σινεμά με την χορηγία της σε μια νέα ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Μαρία», η οποία αναμένεται να διαγράψει μια αξιοπρόσεκτη πορεία και στο εξωτερικό. Πρόκειται για μια παραγωγή σε σενάριο και σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου, που είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Τήλο, και μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια δουλειά από αυτές που είναι περιζήτητες για χορηγίες από τα «λαγωνικά» τού marketing, που αναγνωρίζουν στις ταινίες μικρού μήκους το πρόσφορο έδαφος για έξυπνη, στοχευμένη και αποτελεσματική διαφήμιση.
Η αξιοποίηση του φυσικού ελληνικού τοπίου από την εγχώρια και ξένη κινηματογραφική παραγωγή, προς οικονομικό όφελος του κράτους, η συνεπακόλουθη διαφήμιση, καθώς και η τροφοδότηση τού κόσμου της έβδομης τέχνης με νέους πόρους, αποτελούν εδώ και μερικά χρόνια όψιμο ενδιαφέρον των τουριστικών και οικονομικών αρχών στα καθ ημάς. Ποτέ δεν είναι αργά όμως αν πρόκειται για καλό, κι έτσι το όποιο σχετικό εγχείρημα, με πρωτοβουλία είτε των κινηματογραφιστών είτε του κράτους, είναι πάντα ευπρόσδεκτο. Η «Μαρία» έρχεται να αποδείξει όχι μόνο πως το natural background που μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα είναι εφάμιλλο άλλων μοναδικών τοπίων τού κόσμου, αλλά και ότι δεν είναι απαραίτητο να εμπλέκεται το όποιο Χόλιγουντ για να γίνει μια καλή και αισθητικά άρτια ταινία.
Η ταινία διηγείται μια ιστορία που εξελίσσεται το 1522 μ.Χ. στην Τήλο, την εποχή που τα νησιά του Αιγαίου μαστίζονται από τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών. Σε μία από αυτές τις επιδρομές, ένα πειρατικό καράβι από την Συρία ναυαγεί λίγο πριν αράξει στην Τήλο. Οι λίγοι από τους βοσκούς που ζουν κοντά στις ακτές, ψάχνουν για επιζώντες αλλά κανείς από τους εχθρούς τους δεν φαίνεται να έχει γλιτώσει από την τρικυμία. H Μαρία, η γυναίκα ενός σκληροτράχηλου βοσκού, βρίσκει σε μια ερημική ακτή έναν νεαρό Σαρακηνό σε κακή κατάσταση. Φαίνεται να είναι ο μόνος που έχει επιζήσει από το ναυάγιο. Τον σώζει από βέβαιο θάνατο και τον κρύβει από τον άντρα της και τους υπόλοιπους βοσκούς. Πολύ γρήγορα αναπτύσσεται μεταξύ τους μια αλλόκοτη σχέση με μια απρόσμενη εξέλιξη.
Εδώ έχουμε ένα little gem όπως θα έλεγαν οι ξένοι κινηματογραφόφιλοι, ή ένα «διαμαντάκι» όπως θα λέγαμε εδώ. Όχι μόνο για το μεστό και «αφοπλιστικό» ως προς την εξέλιξή του σενάριο, αλλά και για το οπτικό αποτέλεσμα, τομέα στον οποίο συνήθως «χωλαίνει» η ελληνική κινηματογραφία. Αξιοποιείται στο έπακρο από ένα έμπειρο «μάτι» το λιτό και όμορφο στην απλότητά του τοπίο τής Τήλου, ενώ με τη βοήθεια ψηφιακών εφέ (αναφορικά με το οπτικό αποτέλεσμα, δεν φαίνεται τίποτα παράταιρο από τα υπόλοιπα φυσικά στοιχεία) αναπαριστάται το ναυάγιο.
Είπαν για την ταινία:
Αντώνης Κούφαλης, θεατρικός συγγραφέας:
Το θέμα της ταινίας και η εποχή στην οποία διαδραματίζεται, δεν είναι καθόλου συνήθη στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Το ελληνικό τοπίο, το χρώμα, το έδαφος, αξιοποιούνται προκειμένου να υποδειχθεί το κοινωνικό στοιχείο της ταινίας, και -χωρίς άλλες ενδείξεις ιστορικών στοιχείων- γίνονται ιστορία και πείθουν τον θεατή ως αναπαράσταση της εποχής. Κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο, ειδικά στο ελληνικό σινεμά, και χρειάζεται πολλή δουλειά και ταλέντο.
Μάνος Ελευθερίου, συγγραφέας:
Σ αυτή την ταινία μου αρέσει το πρόβλημα του χρόνου που δεν αναφέρεται. Μου άρεσε και ο «διάλογος» των ηρώων καθώς βγαίνει μέσα από τις πράξεις τους, και που το οδυνηρό τέλος ήδη σηματοδοτείται από την πρώτη κιόλας στιγμή, καθώς σε προετοιμάζει το μαύρο χρώμα του πένθους. Αυτό το μικρό σε διάρκεια έργο-μονόπρακτο είναι από τις σπουδαίες καταθέσεις του ελληνικού κινηματογράφου.
Βασίλης Κατσικονούρης, θεατρικός συγγραφέας:
Στην ταινία μου άρεσε πολύ η σχέση τοπίων και προσώπων. Τα πρόσωπα είναι σαν να βγαίνουν μέσα από τον τόπο, και αυτό τα κάνει ακόμα πιο δυνατά. Η όλη κινηματογράφηση του νησιού είναι καταπληκτική, και ο συνδυασμός προσώπων και τοπίου βγάζει πολύ έντονες αισθήσεις. Σχεδόν αισθάνεσαι την αλμύρα, τον ήλιο και τον ιδρώτα των ανθρώπων. Είναι κινηματογράφος 100%, και το πολύ ενδιαφέρ