MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
21
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Χειροκρότημα για τα “τέρατα”!

Πώς θα ήταν οπτικοποιημένο το “You ‘ll never walk alone”; Ίσως σαν το “Stand Alone Zone” των Système Castafiore, ένα φουτουριστικό παραμύθι που συνδυάζει παραδοσιακά και ψηφιακά μέσα, και που μας ενθουσίασε βλέποντάς το στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.

Monopoli Team

Με μεγάλη αδημονία, άγνοια και περιέργεια περιμέναμε να δούμε το “Stand Alone Zone” της ομάδας Système Castafiore του  Karl Biscuit και της Marcia Barcellos, που παρουσιάστηκε 16-18 Ιουνίου στην Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Και αυτό γιατί είχαμε διαβάσει μεν την πολύ θετική διεθνή κριτική για το εν λόγω έργο συνδυασμού παραδοσιακών και ψηφιακών μέσων, και για τη δουλειά της ομάδας γενικότερα, ταυτόχρονα όμως είχαμε ελάχιστα δείγματα σχετικού οπτικοακουστικού υλικού, αφού πλατφόρμες όπως τα youtube και myspace δεν φιλοξενούσαν επαρκή και αντιπροσωπευτικά ντοκουμέντα της δουλειάς της.

Με αυτή την ευχάριστη αίσθηση αδημονίας λοιπόν άνοιξε η αυλαία, και οι υπέρτιτλοι μαζί με το φόντο μιας φουτουριστικής πόλης, μας εισήγαγαν στο κλίμα: το 2800-φεύγα, οι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει την επιφάνεια της Γης και ζουν υπέργεια. Τρεις χορευτές, δύο άνδρες και μία γυναίκα, εκτελούν μια ρουτίνα φαινομενικά αδέξιων βασικών κινήσεων, σαν να ανακαλύπτουν τη χαρά της… γυμναστικής των διατάσεων. Η υπόθεση τοποθετείται στο μέλλον, αλλά τα κοστούμια τους μόνο φουτουριστικά δεν θα τα χαρακτήριζε κανείς (τουλάχιστον έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να φανταζόμαστε το φουτουριστικό), αφού μοιάζουν να βγήκαν από αποκριάτικο βεστιάριο. Σαν καλοκουρδισμένα «καραγκιοζάκια», οι χορευτές φέρουν εις πέρας μια σεκάνς που μπορεί να αναπαριστά από μια σκηνή απλής συνεννόησης μέχρι ένα φλερτ διεκδίκησης, κουνώντας παράλληλα το στόμα τους εναρμονισμένα με τον ηχογραφημένο «λόγο» που ρέει σε μια ακατανόητη γλώσσα και θυμίζει κράμα «5ου στοιχείου» και “Mars Attacks”!

Κι όμως, αυτό που παρακολουθούμε, προσλαμβάνεται ως κάθε άλλο παρά γελοίο. Αντίθετα, αποτελεί μια «φιλική» εύθυμη εισαγωγή, χωρίς όμως αυτή να γίνεται δημαγωγική, για τον παραμυθένιο γρίφο που ακολουθεί. Οι χορευτές-ηθοποιοί, άλλοτε με τη σκηνική τους παρουσία, άλλοτε ως μέρος του video projection, και άλλοτε συνδυάζοντας τη φυσική τους παρουσία με το video σαν σε virtual reality περιβάλλον, ενσαρκώνουν τους ανθρώπους τής μελλοντικής πόλης. Εδώ οι μετακινήσεις γίνονται με ζέπελιν, οι «ψαράδες» στα εναέρια καράβια τους αλιεύουν ιπτάμενα δέντρα για να συλλέξουν οξυγόνο, ενώ ένα παιδί περνά τον χρόνο του κλεισμένο στο δωμάτιό του. Ένα παράξενο, μοναχικό παιδί, που θα αποτελέσει την κινητήριο δύναμη της ιστορίας.

Ένα δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι ανέκφραστου μωρού πάνω σε σώμα που κρύβεται κάτω από μια ρόμπα, και που υπό άλλες συνθήκες θα τρόμαζε, εδώ προκαλεί συναισθήματα συμπάθειας και προστατευτικότητας. Στον λιτό και συγκινητικό τρόπο με τον οποίο αποδόθηκε η εσωστρέφεια του παιδιού που απλά ασχολείται με τον μικρόκοσμο του άδειου δωματίου του (φειδωλές κινήσεις μικρής διαμέτρου, παραδοξότητα μορφής, λιτή ζωγραφική αναπαράσταση στο background), διέκρινε κανείς την καλλιτεχνική ικανότητα της ομάδας, που κατάφερνε να μεταδίδει στο κοινό με άκρα απλότητα, νοήματα και συναισθήματα. Το παιδί είναι καταβεβλημένο από μια αρρώστια που δεν κατονομάζεται. Θα επισκεφθεί έναν γιατρό (ένα πλάσμα μαυροφορεμένο, με κεφάλι μακρύραμφου πουλιού), ο οποίος θα αποφανθεί -μιλώντας επίσης σε μια γλώσσα που εσκεμμένα δεν μεταφράζεται επί λέξει- ότι η μοναδική ελπίδα που υπάρχει, βρίσκεται κάπου στην απαγορευμένη ζώνη – ήτοι, στην επιφάνεια της Γης, όπως πληροφορούμαστε από τη «μετάφραση» των υπέρτιτλων. Όμως για να πάρει κανείς το γιατρικό, πρέπει να περάσει από 9 επικίνδυνες κάμαρες, μέσα στις οποίες βυθίζεται στο υποσυνείδητό του. Και κάπου εδώ μαθαίνουμε ότι όποιος γύρισε από εκεί, έχασε τα λογικά του…

Ένα ζευγάρι θα κατέβει ως εκεί με ασανσέρ (αναπόφευκτοι οι συνειρμοί με το “Stairway to Heaven/A matter of life and death” των Πάουελ-Πρεσμπέργκερ), και η κοπέλα θα αναλάβει να περάσει από τις 9 κάμαρες, που κατοικούνται από παράξενα πλάσματα, άλλα φιλικά και άλλα πιο «άγρια». Έτσι, στο δεύτερο μέρος της παράστασης, την εξέλιξη της ιστορίας αναλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά η Εικόνα: ένας γίγαντας σφηνωμένος στο έδαφος, μια γυναίκα που ψάχνει το… κεφάλι της, δύο μποξέρ που μονομαχούν, τρεις φύλακες υπό θεία επιστασία, ένα άκακο «κτήνος» που παίρνει στην πλάτη του την κοπέλα, πλάσματα που μοιάζουν να «ξέμειναν» πίσω μετά από την οικολογική καταστροφή που υπονοείται… Εικόνες φαινομενικά ασύνδετες, που αισθητικά μοιάζουν να βγήκαν από έναν τόπο όπου τα computer games συναντούν τις τηλεοπτικές σειρές παραμυθιών, παραγωγής των δεκαετιών του ’80 και του ’90.

Το μελλοντικό σύμπαν του “Stand Alone Zone” διαφέρει από το απόλυτα κατεστραμμένο του «Δρόμου» του Κόρμακ ΜακΚάρθι, ή από το τεχνολογικά «εξελιγμένο» τύπου “Star Trek”. Η ιστορία μιλάει και για δυσάρεστες καταστάσεις, ωστόσο το έργο δεν προκαλεί σε καμία στιγμή δυσάρεστα συναισθήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκλαμβάνει ανάλαφρα το θέμα του. Σε όλη τη διάρκειά του, είναι κυρίαρχη κινησιολογικά η αίσθηση μιας γαλήνιας αυτοπεποίθησης με την οποία πορεύονται οι κεντρικοί ήρωες, ενώ ακόμα και οι πιο «απειλητικές» πτυχές τής ιστορίας «εξημερώνονται» από μια αίσθηση ανθρώπινου μέτρου, έστω και ως πρόθεση ή δυνατότητα.

Αφού συναντήσει σε μία από τις τελευταίες κάμαρες τον φίλο/σύντροφό της, που προφανώς τη συνόδευε από μακριά στο ταξίδι της, η κοπέλα φτάνει τελικά στον «παράδεισο» και παραλαμβάνει από ένα πλάσμα του δάσους το φάρμακο. Στην τελευταία σκηνή, μεταφερόμαστε και πάλι στο δωμάτιο του παιδιού, το οποίο παίζει στο κρεβάτι του με αντικείμενα που αιωρούνται. «Τέλος 37ου επεισοδίου» γράφουν οι υπέρτιτλοι, η αυλαία πέφτει, και αμέσως εγείρονται απορίες «πώς» και «γιατί», καθώς και η σκέψη μήπως οι συντελεστές κατέφυγαν στην εύκολη “λύση τού φλου”, μην μπορώντας ούτε οι ίδιοι να δώσουν επαρκείς απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεσαν. Από τι έπασχε το παιδί; Πώς κατάφερνε η κοπέλα να περνάει από τις κάμαρες; Γιατί άξιζε να πάρει το φάρμακο; Ξαναγύρισε στο παιδί για να του το δώσει; Η τελευταία σκηνή σήμαινε πως αυτό γιατρεύτηκε; Ο τίτλος “Stand Alone Zone” δεν μπορεί παρά να είναι αναφορά στο δύσκολο και ενίοτε μοναχικό ταξίδι προς την αυτογνωσία, την επιστροφή σε θεμελιώδεις αξίες και την ανταμοιβή, και η παράσταση μια όμορφη αλληγορία αυτού του νοήματος. Και ίσως υπάρχει ο κίνδυνος της τρέλας στο ταξίδι αυτό, επειδή βλέποντας κανείς καθαρά τα δεινά τού κόσμου (οικολογική καταστροφή στη συγκεκριμένη περίπτωση) βυθίζεται σε σκοτεινές και ένοχες σκέψεις. Ενδεχομένως η ηρωίδα να τα κατάφερε, επειδή είχε άξιες αναφορές για να την εμπνεύσουν και να της δώσουν δύναμη: το παιδί και τον φίλο της. Και αυτομάτως με τη διατύπωση αυτών των υποθέσεων που ήδη αναπτύσσονταν κατά τη διάρκεια της παράστασης, ξεθωριάζουν πολλές από τις παραπάνω απορίες.

Το “Stand Alone Zone” δεν καινοτομεί φυσικά με την ταυτόχρονη χρήση ψηφιακών και παραδοσιακών μέσων. Ούτε βέβαια διαθέτει μια μυθοπλασία πιο “προχώ” από πολλές άλλες. Οι λόγοι για τους οποίους οι Système Castafiore αξίζουν επιδοκιμασίας, είναι καταρχάς για την αρτιότητα στην επίτευξη των καλλιτεχνικών τους σκοπών, και κατά δεύτερον για τον σεβασμό τους προς το κοινό, καθώς, παρά το καταφανές πλούσιο καλλιτεχνικό τους υπόβαθρο, δεν απευθύνονται αποκλειστικά σε μια «κουλτουριάρικη» ιντελιγκέντσια. «Ανακαλούν τον κινηματογράφο του Μελιές, αντλούν από τη μεγάλη παράδοση των μεταμορφώσεων του Όσκαρ Σλέμμερ ή του Άλβιν Νικολάις», εμπνέονται από το σινεμά τού Ταρκόφσκι, θυμίζουν ακόμα και βίντεοκλιπ των Nine Inch Nails, αλλά πόση σημασία έχουν όλα αυτά για το κοινό που μπορεί να μην είναι εξοικειωμένο με αυτές τις αναφορές, και όταν όλα τα παραπάνω χρησιμοποιούνται δημιουργικά για να συνθέσουν ένα νέο, αυτόνομο έργο; Τα χαμόγελα των θεατών μετά την παράσταση, ακόμα κι αν εξακολουθούσαν να έχουν ερωτηματικά ή διαφορετικές ερμηνείες, μαρτυρούσαν ότι πέρασαν καλά, και καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος. Μετά την μερική απογοήτευση από το “Tomorrow In A Year” των Hotel Pro Forma που είδαμε τον περασμένο Ιανουάριο, από το οποίο περιμέναμε λειτουργικές πρωτότυπες προσεγγίσεις και νέες καλλιτεχνικές καταθέσεις, και στο οποίο όμως η μουσική των The Knife και οι ερμηνείες ήταν ανώτερες τής υπερβολικά μινιμαλιστικής σκηνοθετικής και λιμπρετικής απόδοσης, το γενικότερο ζητούμενο ήρθε τελικά από ένα “Stand Alone Zone”.

Αργυρώ Σταυρίδη

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις