«Λαϊκό προσκύνημα» σημειώθηκε στο Ηρώδειο για την όπερα «Αΐντα» του Βέρντι που παρουσιάστηκε από την Λυρική Σκηνή. Οι τρεις παραστάσεις έκαναν sold-out, και ο κόσμος φάνηκε πως στην πλειοψηφία του έφευγε ικανοποιημένος, έχοντας παρακολουθήσει μια μεγάλη παραγωγή, που μάλιστα προγραμματίστηκε εκτάκτως, μετά την ανταπόκριση του κοινού στο κάλεσμα για τη «Νόρμα» του Μπελίνι, που παρουσιάστηκε μέσα στον Ιούνιο, και παρόλο που η τελευταία συγκέντρωσε αρνητικές κριτικές. Λογικό λοιπόν, οι υπεύθυνοι του λυρικού οργανισμού να εκδηλώνουν τη χαρά τους για την εισπρακτική επιτυχία του μεγαλεπήβολου εγχειρήματος, που βασίστηκε στην παρουσίαση του 1991 και στη σκηνοθεσία του Ντίνου Γιαννόπουλου. Όμως μετά το χειροκρότημα, η «πολύπαθη» Λυρική Σκηνή εξακολουθεί να ταλαιπωρείται «μια ζωή» από τα συνήθη προβλήματά της.
Σαν άλλη «Αΐντα», η ΕΛΣ παραμένει εδώ και χρόνια «σκλάβα» των οικονομικών και διοικητικών της προβλημάτων. Το να περάσει απλά σε χέρια ιδιωτών, όπως φημολογείται εδώ και καιρό, αφού το κράτος φαντάζει (ιδιαίτερα στην παρούσα οικονομική συγκυρία) αδύναμο να υποστηρίξει επαρκώς το έργο της, μπορεί τελικά να αποδειχθεί θετικό, κυρίως για τους καλλιτέχνες, που τουλάχιστον θα μπορούν να δουλεύουν απερίσπαστα χωρίς οικονομικά προβλήματα. Όμως χωρίς παράλληλη σωστή ανάπτυξη της μουσικής παιδείας μέσα από το κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα (μουσικό πανεπιστήμιο και βασικές αρχές και ιστορία της μουσικής στο σχολείο), η λειτουργία τής όποιας «νέας Λυρικής» θα μοιάζει με μια σειρά από «αυτοτελείς» πολιτιστικές εκδηλώσεις, που δεν είναι σίγουρο ότι θα βοηθούν το ευρύ κοινό να αποκτά μια πιο εμπεριστατωμένη, συνολικότερη και σταθερά βελτιούμενη αντίληψη για την τέχνη της μουσικής.
Η αίσθηση που πλανιόταν από την μαζική προσέλευση του κοινού, Ιούλιο μήνα και με το στρίμωγμα να κυριαρχεί, ήταν πως ο κόσμος, πέρα από τους σταθερούς θαμώνες στην Ακαδημίας 59, και ανεξάρτητα από τον λόγο που παρακίνησε τον καθένα να έρθει ως το Ωδείο, έχει τη διάθεση να στηρίξει τις προσπάθειες της ΕΛΣ. Και δεν είναι κακό κάποιος που δεν ασχολείται συστηματικά με το αντικείμενο, να μαθαίνει μέσα από μια τέτοια εκδήλωση ότι π.χ. η σύνθεση ενός συνθήματος που τραγουδά στο γήπεδο προέρχεται από όπερα (“Triumphal March”). Όσο για την ίδια την παράσταση (της 28ης Ιουλίου), απέδωσε ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Εντυπωσιακά -αν και αναμενόμενα, «παραδοσιακής» αντίληψης- στοιχεία στο σκηνικό, και καλές ερμηνείες από τους περισσότερους τραγουδιστές (“αδύναμος κρίκος” μουσικά και θεατρικά ο «Ρανταμές» του Μπάντρι Μαϊσουράτζε), ειδικά από την πρωταγωνίστρια Τιτσιάνα Καρούζο και την χορωδία της ΕΛΣ. Η επίδοση της ορχήστρας υπό τον Λουκά Καρυτινό, απλά ισορροπημένη και διεκπεραιωτική περισσότερο, η χορογραφία του μπαλέτου από τον Γιάννη Μέτση τίποτα σπουδαίο, και οι φωτισμοί αδιάφοροι, και ενώ θα έπρεπε να συνεισφέρουν πολύ στην απαιτούμενη υποβλητικότητα. Γενικά αυτό που έλειψε, ήταν μία πιο συνολική και καλύτερη μεταδοτικότητα των κορυφώσεων και της συγκίνησης που μπορεί να προκαλέσει το ίδιο το έργο.
Και κάπως έτσι, ο λαός έφυγε για τα μπάνια του, ευελπιστώντας ίσως στη συνέχεια να του προσφερθεί ακόμα καλύτερο καλλιτεχνικό προϊόν και υπηρεσίες, και να πάψει κάποτε το όνομα της ΕΛΣ να συνοδεύεται από στενάχωρους συνειρμούς περί προβληματικής λειτουργίας και «σκουριασμένης» ιδιοσυγκρασίας.
Αργυρώ Σταυρίδη