Χορεύοντας στο Σκοτάδι
Μετά από δέκα χρόνια, η αποδομημένη μιούζικαλ τραγωδία του ιδιοφυή προβοκάτορα Λαρς Φον Τρίερ παραμένει ένα κινηματογραφικό παράδοξο.
Ένα πείραμα πολύτιμο για την ιδιαιτερότητά του αλλά όχι απόλυτα πετυχημένο. Τότε δίχασε το κοινό και τους κριτικούς, στις Κάννες αποδοκιμάστηκε, αποθεώθηκε, βραβεύτηκε… Τελικά η αλήθεια πρέπει να είναι κάπου στη μέση…
Σε μια εσχατιά της Αμερικής, τη δεκαετία του ’60, η Σέλμα, μια μετανάστρια από την Τσεχοσλοβακία προσπαθεί να τα βγάλει πέρα δουλεύοντας σε ένα εργοστάσιο. Η όρασή της χάνεται σταδιακά από μια ασθένεια από την οποία πάσχει και ο γιός της και κάνει αιματηρές οικονομίες για να καταφέρει τουλάχιστον να θεραπευτεί αυτός. Η αγάπη της για τα μιούζικαλ και η φαντασία της είναι η μόνη διέξοδος. Όταν όμως ένα κοντινό της πρόσωπο θα προδώσει την εμπιστοσύνη της, οι εξελίξεις θα είναι δραματικές…
Το μελόδραμα είναι απροκάλυπτο και χειριστικό, με την υπόθεση να θυμίζει βωβή ταινία. Η εμμονή του Φον Τρίερ να ‘βασανίζει’ τις αφελείς ηρωίδες του… είναι συζητήσιμη. Το θάρρος και το θράσος του να πηγαινοέρχεται κινηματογραφικά ανάμεσα στην τεχνική εκζήτηση και την ωμή αποδόμηση είναι αξιοθαύμαστο. Από την άλλη, ο Δανός σκηνοθέτης είναι προφανές ότι δεν γνωρίζει ούτε την Αμερική ούτε το μιούζικαλ.
Το αλλόκοτο κάστινγκ είναι άλλοτε εμπνευσμένο (η Bjork βραβεύτηκε για την ερμηνεία της αν και είχε ομηρικούς καβγάδες με το Φον Τρίερ και ορκίστηκε να μην ξαναπαίξει) και άλλοτε ανεκδιήγητο (Κατρίν Ντενέβ;;;). Τα τραγούδια της Bjork είναι ένα ατού, απέχουν όμως από τις καλύτερες δουλειές της. Όσο για την κατάληξη του δράματος, μπορεί να προκαλέσει εξίσου το κλάμα και το νευρικό γέλιο…
Θοδωρής Τσιάτσικας