Το 1977, ο Βιμ Βέντερς, σε μια ‘ενδιάμεση’ ταινία της φιλμογραφίας του, μεταφέρει στο σινεμά το βιβλίο της Πατρίτσια Χάισμιθ ‘Το Παιχνίδι του Ρίπλεϊ’, φτιάχνοντας ένα είδος ‘υπαρξιακού θρίλερ’.
Ο Τομ Ρίπλεϊ είναι ένας Αμερικανός, που ζει στην Ευρώπη. Ο Ρίπλεϊ συνεργάζεται με έναν πλαστογράφο έργων τέχνης στο Αμβούργο, αποκτώντας έτσι σχέσεις με ανθρώπους του υποκόσμου. Ένας από αυτούς, ο Ραούλ Μινό, τον πλησιάζει μια μέρα και του προτείνει μια διαφορετική δουλειά. Όχι το συνηθισμένο εμπόριο πλαστών έργων, στο οποίο ειδικευόταν ο Ρίπλεϊ, αλλά τη δολοφονία ενός άντρα! Του ζητά λοιπόν να γίνει εκτελεστής και να σκοτώσει έναν μαφιόζο εχθρό του. Ο Ρίπλεϊ καταστρώνει τότε ένα σατανικό σχέδιο: σκέφτεται να μπλέξει στην υπόθεση τον Τζόναθαν Ζίμερμαν, έναν ήρεμο οικογενειάρχη και τεχνίτη κορνίζας, που γνωρίζει τυχαία σε μια δημοπρασία. Όταν ο Ρίπλεϊ μαθαίνει ότι ο Τζόναθαν είναι βαριά άρρωστος, παραποιεί τα ιατρικά στοιχεία ώστε να δείχνουν ότι δεν έχει καθόλου χρόνο ζωής, για τον πείσει να διαπράξει φόνο. Ο Τζόναθαν ανακαλύπτει μια εντελώς καινούργια πτυχή του εαυτού του και δελεάζεται από το μεγάλο χρηματικό ποσό που του προσφέρει ο Μινό για να εξασφαλίσει την οικογένειά του. Και, μη γνωρίζοντας τίποτα για την ανάμειξη του Ρίπλεϊ σε αυτή τη δολοπλοκία, γίνεται σιγά σιγά φίλος με τον Ρίπλεϊ, σε μια περίεργη όσο και μοιραία φιλία και για τους δύο…
Η συνάντηση του χωρίς ηθικούς φραγμούς χαρακτήρα της Πατρίτσια Χάισμιθ (εδώ τον ενσαρκώνει ο μακαρίτης Ντένις Χόπερ) με τους απάτριδες περιπλανώμενους του Βιμ Βέντερς έχει νόημα και ίσως ήταν μοιραίο να συμβεί. Η αποστασιοποιημένη γραφή και των δύο από την άλλη, βάζει κάποια όρια στην εμπλοκή του θεατή.
Θοδωρής Τσιάτσικας