Crisis Management: σκέψεις μιας “ερωτικής” μετανάστριας…
Ήρθα στη Θεσσαλονίκη το 2004. Όλοι με νουθετούσαν: «αποκλείεται να βρεις δουλειά», «τι θα κάνεις;», «θα τελειώσεις επαγγελματικά» και άλλα τέτοια. Προσοχή: όλα αυτά το 2004. Τη χρονιά της Ολυμπιακής Ευφορίας, που όλοι (πάνω – κάτω) ζούσαμε σε unnatural high. Νομίζαμε ότι τα είχαμε καταφέρει. Και μετά κάηκε το δάσος στα Τουρκοβούνια. Εγώ δεν άκουγα. Έγινα ερωτική μετανάστρια.
Μετακόμισα λοιπόν. Διαπίστωσα όμως ότι, παρόλο που δεν μου ζήτησαν διαβατήριο στα Τέμπη, είχα βρεθεί σε διαφορετική χώρα κι όχι σε άλλη πόλη. Εδώ στη Θεσσαλονίκη υπήρχε κρίση. Δεν πληρώνονταν οι υπάλληλοι (ή λάμβαναν συμβολικές αμοιβές για εισιτήρια και ένα σάντουιτς το μεσημέρι), γιατί υπήρχε κρίση. Δεν έμπαιναν διαφημίσεις στα περιοδικά, γιατί υπήρχε κρίση. Δεν γίνονταν δημόσια έργα, γιατί υπήρχε κρίση. Δεν λύνονταν χρόνια προβλήματα της πόλης, γιατί υπήρχε κρίση.
Παρόλα αυτά ακόμη κι εγώ μπορούσα να πληρώσω μια νυχατζού να περιποιηθεί τις φτέρνες μου και αργότερα να πιω ένα ποτό σ’ ένα μπαράκι Παρασκευή βράδυ (ούτε στο ταμείο ανεργίας δεν πρόλαβα να γραφτώ…) και να βλαστημήσω την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα στην Τσιμισκή ώρα αιχμής μαζί με όλη την υπόλοιπη Θεσσαλονίκη, γιατί πάντα τέτοια ώρα περνούσε η υπηρεσία καθαριότητας του δήμου, μεριμνώντας να περπατάμε στα πιο αστραφτερά πεζοδρόμια των Βαλκανίων.
Την επόμενη χρονιά, το 2005, πάλι υπήρχε κρίση αλλά πήραμε σπίτι
Την επόμενη χρονιά, το 2006, πάλι υπήρχε κρίση άλλα έκανα το πρώτο μου παιδί
Το 2007 πάλι υπήρχε κρίση… και τέλος πάντων καταλάβατε…
Τώρα είναι 2010 και το 2011 πλησιάζει απειλητικά. Οι νυχατζούδες κατεβάζουν ρολά στα μαγαζάκια τους, τα πιτόγυρα μικραίνουν σε μέγεθος (εδώ αυτό είναι φαινόμενο αντίστοιχο με την μετατόπιση του άξονα της ελλειπτικής), η Τσιμισκή έχει γίνει βιτρίνα της Inditex. Τα μέσα ενημέρωσης κλείνουν. Οι επιχειρήσεις στ’ αλήθεια δεν μπορούν να πληρώσουν κανέναν. Στην Αριστοτέλους το βράδυ, που έχει κλείσει η ‘Τέρψις’ και τα πέριξ συναφή καταστήματα (εμπορεύονται εκλεκτά εδέσματα), καλοβαλμένα παππούδια ψάχνουν στα απορρίμματα, πριν περάσει η πάντα ακριβής και ευσυνείδητη υπηρεσία καθαριότητας του δήμου για να τα μαζέψει. Αυτή είναι το τελευταίο κατάλοιπο κανονικότητας στην πόλη. Πάντα μπροστά σου στη Σβώλου και στη Μητροπόλεως 09.00, 15.00 και 21.00. Εγώ είμαι ελεύθερη επαγγελματίας, έχω δύο παιδιά και βάφω τα μαλλιά μου μόνη μου.
Κρίση δεν υπάρχει φέτος στην πόλη μου. Κρίση υπήρχε πάντα. Έφταιγε ο Βαρδάρης, το αθηνοκεντρικό κράτος και η υγρασία ή άλλοι παράγοντες, πιο μεταφυσικοί. Όμως τώρα που τη ζούμε στ’ αλήθεια κι έντονα, τέλειωσαν οι λέξεις και δεν μπορούμε να την περιγράψουμε. Έτσι καθόμαστε και περιμένουμε, ξέροντας ότι ούτε τις λέξεις δεν διαχειριστήκαμε σωστά. Και τι να λέμε τώρα;