Τα έργα της ζωγράφου έχουν ρεαλιστικά στοιχεία, όσο αφορά την πλαστικότητα της φόρμας, την πινελιά, το χρώμα, καθώς και την αναγνωρισιμότητα των στοιχείων που χρησιμοποιεί. Ωστόσο, πρόθεσή της είναι να επανατοποθετηθεί στα βασικά ερωτήματα της ζωής, έτσι ώστε η τέχνη της να μπορέσει να αποτελέσει ένα διαχρονικό μέσο επικοινωνίας.
Η Ιωάννα Καφίδα δίνει το θεματικό τίτλο «Μετατροπία», ένα μουσικό όρο τον οποίο χρησιμοποιεί μεταφορικά θέλοντας να τονίσει τα μεταβατικά στάδια, τις καθοριστικές στιγμές της ανθρώπινης διαδρομής. Kέντρο της δουλειάς της είναι ο άνθρωπος, όλοι εμείς μέσα από την παιδική ηλικία. Αγόρια, κορίτσια, ζώα, είναι ένα σύνολο σε ανοιχτά τοπία, που λειτουργούν καταλυτικά στις σχέσεις τους. Η ιστορία τους προυπάρχει της ύπαρξης τους.
Η Ίρις Κρητικού, ιστορικός Τέχνης, σχολιάζει:
«… Στο σύνολό τους, τα έργα της ενότητας, κατοικημένα από παιδιά φίλων σκηνοθετημένα στο χώρο από τη ζωγράφο, έμπλεα συμβόλων και ρευστής ποιητικής ύλης, σηματοδοτούν τη μετάβαση, το πέρασμα σε μια διαφορετική διάσταση ή συνθήκη, την εμπειρία του πρώτου ασυνόδευτου ταξιδιού στον κόσμο όπου η αναγκαστική μοναξιά γίνεται αντιληπτή τόσο από τη ζωγράφο όσο και από το θεατή ως μια πρωτογενής εμπειρία ωρίμανσης και αυτογνωσίας.
Το εξπρεσιονιστικό ζωγραφικό ιδίωμα της Καφίδα, αναδύεται μέσα από την επιλογή της νυχτερινής ώρας, χαίρει μιας εκλεκτικιστικής λιτότητας, εγγράφεται μέσα από ευκρινή περιγράμματα και καθαρά επίπεδα χρώματα που από κοινού ενισχύουν την ολοένα εντεινόμενη αίσθηση της αλλόκοτης θεατρικότητας και της μεταφυσικής ερμηνευτικής που εγκαθίσταται στην εικόνα. Η αέναη ανατροπή του μέσα και του έξω, οι περίκλειστες έντονες φωτεινές εστίες που ανασύρονται από το σκοτάδι, ο παλλόμενος φυτικός και ο ζωικός κόσμος που ανασαίνουν αχνά στα ενδιάμεσα του καμβά, οι ζωόμορφες ρίζες των δένδρων που αφουγκράζονται τους επισκέπτες του δάσους, η απειλητικά ασάλευτη θάλασσα που ενώνεται με το πηχτό φαιόχρωμο ουράνιο στοιχείο, προτείνονται από την Καφίδα ως μικρές παράλληλες αναγνώσεις που μιλούν για το φθαρτό και το άφθαρτο, για το φυσικό και το επινοημένο, ως ελάχιστες εικονοποιημένες στίξεις και αντιστίξεις του κύκλου της γέννησης και του έρωτα, της ζωής και του θάνατου, της φεύγουσας ύπαρξης και της αναπόφευκτης ανυπαρξίας.»