Ο Γιάννης Οικονομίδης στην τρίτη του ταινία βελτιώνεται και ωριμάζει κινηματογραφικά, χωρίς να χάνει τη δύναμή του, λιγότερο θορυβώδης, πάντα ‘μαύρος’ και περισσότερο ‘νουάρ’…
Ο Νίκος περνάει τεμπέλικα τις μέρες του στην επαρχία χωρίς παρόν και χωρίς μέλλον. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο θείος του τον παροτρύνει να εγκαταλείψει το χωριό και να πάει στην Αθήνα. Του προσφέρει διαμονή, διατροφή και μια εύκολη δουλειά. Ο Νίκος δέχεται για να βρεθεί άξαφνα μπλεγμένος σε μια παράξενη κατ’ οίκον εργασία. Απομονωμένος σ’ ένα «γκρίζο» προάστιο της πόλης με μόνη παρέα τον θείο και τη θεία του, οι ισορροπίες ανάμεσα στους τρεις αρχίζουν ν’ αλλάζουν…
Ο Οικονομίδης καταφέρνει να ξεγλιστρήσει από την παγίδα της επανάληψης μετά το “Σπιρτόκουτο” και την “Ψυχή στο Στόμα”, χωρίς να χάνει την ταυτότητά του (ευτυχώς) αλλά και καποιες εμμονές του (δυστυχώς). Τα λεκτικά τικ περιορίζονται αρκετά, οι σιωπές είναι πιο δουλεμένες, το καστ πετυχημένο και το μοντάζ αποτελεσματικό. Αυτή τη φορά η κάμερά του βγαίνει από τους τέσσερις τοίχους με μια επιβλητική ασπρόμαυρη φωτογραφία και πάντα παρούσα την αίσθηση της απειλής και της βίας που ελλοχεύει στη μαυρίλα της σύγχρονης Ελλάδας και τα χαμηλότερα ένστικτα των κατοίκων της. Η ιστορία δεν είναι παρά μια παραλλαγή ενός αρχετυπικού νουάρ τριγώνου που αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στο “Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δυό Φορές” του Τζέιμς Κέιν.
Θοδωρής Τσιάτσικας