Τουρισμός στην Αθήνα: ένας Γάλλος ανακαλύπτει τα “θαύματα” της πρωτεύουσας
Όταν σχεδόν πριν ένα χρόνο βρέθηκα μόνη μου στη Γαλλία, το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν φίλους. Φίλους που με δέχτηκαν στις παρέες τους / με πήραν απ’ το χεράκι τις (ουκ ολίγες) φορές που χάθηκα στη μέση του πουθενά για «σοβαρούς» λόγους (πήρα λάθος λεωφορείο, μέθυσα, ξέχασα τον χάρτη μου) / μου έμαθαν τα (άπειρα) είδη τυριών και κρασιών / μου διόρθωσαν τις εργασίες μου στην εξεταστική και τέλος, μου υποσχέθηκαν (μετά τις 1.000.000 φορές που τους προσκάλεσα) ότι θα ’ρθουν στην Ελλάδα για να δουν από κοντά όλα όσα τους περιέγραφα και γούρλωναν τα μάτια όλο απορία και γαλλικά επιφωνήματα.
Έτσι, όταν τον προηγούμενο μήνα ο Olivier μού ανακοίνωσε ότι θα έρθει να μας δει και ότι θα έμενε στην Αθήνα τις τρεις πρώτες μέρες, απ’ τη χαρά μου άρχισα να αγοράζω ούζα και τζατζίκια. Ήρθε επιτέλους η ώρα να δει ο φίλος μου πώς ζει o κόσμος και πώς είναι η νύχτα να μην τελειώνει μέχρι να ξημερώσει. Αργότερα όμως, κάνοντας λίστα με αξιοθέατα, συνειδητοποίησα ότι είχα τρεις μέρες να του δείξω την Αθήνα και τον -αρκετά διαφορετικό από τον δικό τους- τρόπο που σ’ αυτή την πόλη ζούμε, τρώμε, διασκεδάζουμε, ερωτευόμαστε και λοιπά και λοιπά, πράγμα που, όσο κι αν αρχικά ακούγεται σαν το πιο εύκολο του κόσμου, για όποιον ζει σε αυτή την (για τουρισμό) πανέμορφη πόλη, αρκούν μερικά λεπτά παραπάνω σκέψης για να καταλάβει ότι δεν είναι. Το να κάνεις πρόγραμμα ξενάγησης τριών ημερών στη δικιά μας Αθήνα, ακούγεται σαν αποστολή σε παιχνίδι «θάρρος ή αλήθεια» (ουφ, γιατί το τελεφερίκ του Λυκαβηττού δεν πιάνει και Σούνιο;). Ήμουν όμως αρκετά αποφασισμένη να γυρίσω την ταινία «γκρικ χοσπιτάλιτυ» όπως ακριβώς την είχα προλογίσει -κοκορευόμενη- μερικούς μήνες πριν, με λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τον Παρθενώνα μου. 3,2,1, πάμε!
ΣΚΗΝΗ 1η
Αν με ρωτήσει κάποιος τι σημαίνει πολιτισμικό σοκ, πλέον έχω τον απόλυτο ορισμό του. Πολιτισμικό σοκ είναι, να έρχεσαι πρώτη φορά στην Ελλάδα και να σε πηγαίνουν απ’ το «Ελ.Βενιζέλος» κατευθείαν στα μπουζούκια, με μηδενικό χρόνο προσαρμογής. Ακούγεται σαν απαγωγή, το ξέρω, όμως ο Δημήτρης Μητροπάνος ολοζώντανος πάνω στην σκηνή υπεραρκεί για να καταλάβει ένας τουρίστας με εικόνα και ήχο, σε ποια πραγματικότητα προσγειώθηκε. Μερικά τσιγάρα και ποτά αργότερα, ο γάλλος φιλοξενούμενός μου έκανε χορευτικές απόπειρες στην πίστα κατενθουσιασμένος που ήμασταν κι εμείς «σταρ», ανακατεμένοι με την ορχήστρα, τα σκόρπια πανέρια γαρύφαλλα και τους τραγουδιστές του μαγαζιού. Κατ, επόμενη σκηνή.
ΣΚΗΝΗ 2η
Σάββατο μεσημέρι, 25 βαθμοί Κελσίου, και παραδοσιακός «φραπές» στον Ιστιοπλοϊκό στο Μικρολίμανο. Μια λογική απορία θα ήταν γιατί δεν πήγαμε πρώτη μέρα στην Ακρόπολη και προτιμήσαμε την εκδρομή στον Πειραιά. Λύνεται όμως πανεύκολα με την εξής πληροφορία: ο τουρίστας της παρέας μας, είχε να δει θάλασσα όχι ένα, αλλά ΔΥΟ ολόκληρα χρόνια. Ακολούθησαν βόλτες και σουβλάκια και αρκετή σκέψη σχετικά με τη βραδινή έξοδο. Καταλήξαμε στο Δίπλα στο Ποτάμι, αφού πήγαινε «γάντι» μετά την Ιερά Οδό, για μια πιο έντεχνη εκδοχή της ελληνικής μουσικής σκηνής. Η βραδιά ήταν διαφορετική από την προηγούμενη, και οι απορίες πολλές. «Γιατί εδώ δεν ανεβαίνουμε στη σκηνή;» «Πότε θα πετάξουμε λουλούδια;» «Πώς γίνεται ο τραγουδιστής να γίνεται παρέα με το κοινό, να τραγουδάνε και να γελάνε όλοι μαζί;» Στον Olivier άρεσε η ελληνική μουσική, με λουλούδια ή χωρίς, έτσι μας πήρε ώρα να λύσουμε τις διαφορές έντεχνου-λαϊκού. Στη συνέχεια, εξηγώντας πώς γίνεται να βλέπει μια Ελλάδα που υποφέρει από οικονομική μιζέρια να γεμίζει ασφυκτικά τα νυχτερινά μαγαζιά, παράλληλα με το νόημα των στίχων, σκεφτόμουν πόσο αληθινός μπορεί να αποδεικνύεται τελικά ο Παπάζογλου. Πώς όντως οι Έλληνες ακόμα και όταν σταματάμε να τραγουδάμε και να χορεύουμε, «ακούμε μόνο την πενιά κι ο νους μας ταξιδεύει». Πώς ακόμα και όταν μας γκρεμίζουν κάθε μέρα κι από ένα όνειρο, εμείς επιμένουμε να ονειρευόμαστε.
ΣΚΗΝΗ 3η
Πιστεύω ότι κανονικά, οι Κυριακές στην Ακρόπολη (και στα περίχωρα) θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικές διά νόμου, για να θυμόμαστε σε ποια πόλη ζούμε και όταν δεν έχουμε κάποιον να ξεναγήσουμε σ’ αυτή. Την Κυριακή λοιπόν, μέσα στο πρόσφατα εγκαινιασθέν-υπερσύγχρονο μουσείο, είπαμε όλες τις ιστορίες για την ένδοξη ελληνική αρχαιότητα, τη θεά Αθηνά και τα κλεμμένα μάρμαρα. Καθώς ανεβαίνεις όμως προς τον Παρθενώνα, τα λόγια γίνονται ολοένα και πιο περιττά και η ανάσα κόβεται. Ο ναός μέσα στον οποίο γεννήθηκε ο ελληνικός πολιτισμός στέκεται εκεί απέναντί σου, λεηλατημένος από το χρόνο και την ιστορία. Το χρυσό χθες ορθώνεται στο κάλπικο σήμερα και στηρίζει γερά στις κολόνες του την ελπίδα για το αύριο. Δεν πιστεύεις στα μάτια σου. Τα κλείνεις και παίρνεις βαθιά αναπνοή. Τα πνευμόνια σου φουσκώνουν από έναν διαφορετικό αέρα. Οξυγόνο ανακατεμένο με περηφάνια και θαυμασμό.
Ειρήνη Ντέλλα