Η ιστορικός τέχνης Μαρία Κενανίδου, στο κείμενο που συνοδεύει τα έργα της έκθεσης, γράφει, μεταξύ άλλων: “Με ένα τολμηρό εγχείρημα μιας γλωσσοπλασίας που ενέχει την αμεσότητα της ζωγραφικής γλώσσας και την δύναμη της γλυπτικής, μέσα από μια ποικιλία μορφοπλαστικών διατυπώσεων, αποτυπώνει το στοχασμό και τα συναισθήματά του, διευθετώντας τις αλληλουχίες πολλαπλών πλευρών της εικαστικής του αφήγησης, μέσω της ζωγραφικής του πράξης.
Μέσα από τη διαδικασία συγκρότησης του εννοιολογικού-εικαστικού του οπλοστασίου, σεβόμενος την αντίσταση των υλικών, δεχόμενος δημιουργικά τις αντιπαραθέσεις που προκύπτουν από τη μετεξέλιξη της έρευνάς του, οδηγείται τελικά σε μία μορφογνωσία γλωσσικών προβλημάτων, με άμεσο αποτέλεσμα μία ριζική μετατόπιση στο τρόπο σύλληψης, από το παραστατικό στο αφηρημένο, με διατυπώσεις αναμόρφωσης και επανεγγραφές που βασίζονται στη συνηγορία των πορισμάτων της γνωστικής του ικανότητάς σε ζητήματα υφής, όγκου, μορφής, ύλης και Λόγου…
Αποκαλύπτει, χωρίς προσποίηση, το ίχνος, την μνήμη, με δυναμικά εξπρεσιονιστική γραφή, η φθορά, η σήψη, οι ύλες, εισχωρούν στη ματιέρα και στο χρώμα του, διαμορφώνοντας την ποιητική εικαστική του φρασεολογία.
Η μορφή με μια κατευθυνόμενη χειρονομία, μια παλίμψηστη γραφή με ετερόκλιτα υλικά και διεργασία με συναρμογές, συναρμολογήσεις, ανάγλυφα, εκδορές, διαγραφές, μας οδηγούν στα άδυτα του προσωπικού του ώριμου εικαστικού ιδιολέκτου και στα δομικά στοιχεία που αυτό ενέχει: τη θεολογία του υλικού έξω από τα όρια της αναπαράστασης, την αμεσότητα της σκέψης, την απλότητα με μία βιωματική παραισθητική δύναμη, την πλαστική ελευθερία, τις αρχέγονες συμπεριφορές υλικού και την αυτονομία της φόρμας ως κατάστασης που πηγάζει από την υλικότητά της, στις νοηματοδοτήσεις και την αυτοτέλεια της ενέργειας στο χώρο και στο χρόνο, με μία θελκτική εντροπία, ανάμεσα στην αρχή και το τέλος, στην φθορά και τον θάνατο…”