Μια γυναίκα συνομιλεί με το κοινό, με τον εαυτό της με όλα όσα συμβαίνουν γύρω της. Τα λόγια της ξεχύνονται, γλυκόπικρα, συγκινητικά, σαρκαστικά ακόμα και αστεία…γίνονται χείμαρρος που παρασύρει το κοινό σε έναν κόσμο δικό της.
Η Λένα Κιτσοπούλου σημειώνει: «Αυτός ο μονόλογος είναι οι σκέψεις ενός καθημερινού ανθρώπου που βαδίζει αναπόφευκτα «όλο και πιο κοντά στον θάνατο», ο οποίος προσπαθεί να φτάσει στα άκρα την αρνητική όψη της ζωής αυτής, επιμένοντας ότι η κάλυψη της ματαιότητας με τον μανδύα μίας «θετικής ενέργειας», είναι απλώς και μόνο μία κάλυψη. Ο φόβος, η αγωνία για τον θάνατο, η απομυθοποίηση της πίστης προς οτιδήποτε είναι στοιχεία που στην εποχή μας ονομάζονται «αρνητισμός», ή «κατάθλιψη», ή «έλλειψη προσαρμοστικότητας», στην Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. όμως είναι κι αυτά μία όψη της πραγματικότητας».
Σκηνικά- Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική επιμέλεια: Λένα Κιτσοπούλου, Μαρία Πρωτόπαππα
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Τζένια Κονταράτου