Η Έβδομη Συμφωνία γράφτηκε τα καλοκαίρια του 1904 και 1905, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του Gustav Mahler στην εξοχική του κατοικία στο Maiernigg της Καρινθίας. Η πρεμιέρα της δόθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1908 από τη Φιλαρμονική της Τσεχίας και υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη. Η συμφωνία αντιμετωπίστηκε με συγκράτηση και σκεπτικισμό, στοιχεία που τη συνοδεύουν εν πολλοίς μέχρι σήμερα. Ωστόσο δε λείπουν και εκείνοι που τη θαυμάζουν και την εκτιμούν βαθιά, προσπερνώντας τους επιφανειακούς παράγοντες που την καθιστούν πρόσκαιρα δύσληπτη, πρώτος ίσως από τους οποίους ήταν ο κορυφαίος συνθέτης Arnold Schoenberg (1874 – 1951).
Καθοριστικό στοιχείο δομικής και αισθητικής κατανόησης της Έβδομης είναι η ιδιαίτερη μουσική αποτύπωση της αντιπαράθεσης Σκότους και Φωτός. Ο ίδιος ο Mahler περιέγραψε λακωνικά τη δομή της Συμφωνίας στον Ελβετό κριτικό William Ritter ως εξής: ‘Τρία νυχτερινά κομμάτια· το φινάλε, λαμπερή μέρα. Ως θεμέλιο του συνόλου, το πρώτο μέρο’”. Γι’ αυτό μέχρι σήμερα η Συμφωνία παρουσιάζεται κάποιες φορές με το προσωνύμιο ‘Τραγούδι της Νύχτας’, αν και κάτι τέτοιο δεν έγινε με τη σύμφωνη γνώμη του συνθέτη. Ίσως σε καμία άλλη συμφωνία του ο Mahler δεν αφήνει τόσο ελεύθερη τη φαντασία του όσον αφορά στην ενορχήστρωση. Όχι μόνο χρησιμοποιεί όργανα, που σπάνια συναντά κανείς στη συμφωνική ορχήστρα αλλά ενίοτε ζητά ιδιαίτερα ηχοχρώματα και από τα πάγια μέλη της ορχήστρας.
Η Έβδομη έχει έναν ιδιάζοντα μεταβατικό της ρόλο μέσα στην ακολουθία των συμφωνιών του Mahler. Πολλά από τα εγγενή της στοιχεία άπτονται άμεσα ή έμμεσα της ερεβώδους Έκτης (Τραγικής), ενώ από την άλλη, το φωτεινό και αισιόδοξο φινάλε της Έβδομης δείχνει να είναι από πολλές απόψεις το προοίμιο του ‘λυτρωτικού’, ουμανιστικού πνεύματος της μεγαλειώδους Όγδοης Συμφωνίας (των Χιλίων).