Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: “Η τέχνη είναι καταφύγιο σε δύσκολες εποχές”
Ο γνωστός σκηνοθέτης και υπεύθυνος του Θεάτρου Του Νέου Κόσμου συζητά μαζί μας για το έργο «Τα Ορφανά», που παρουσιάζεται φέτος στο αγαπημένο θεατρικό στέκι. Συνέντευξη στην Ειρήνη Ντέλλα Κάθε φορά που επισκέπτομαι το Θέατρο του Νέου Κόσμου σκέφτομαι μηχανικά το ίδιο πράγμα: πως μια παλιά αποθήκη εργοστασίου μπορεί να μεταμορφωθεί σε μια όμορφη, σύγχρονη θεατρική φωλιά, όπως έχει γίνει και με αρκετούς άλλους παρόμοιους χώρους στην Αθήνα. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος έχει μόλις φτάσει, και ως οικοδεσπότης φροντίζει με την εν γένει παρουσία του και κερνώντας με καφέ, να αισθανθώ άνετα και «μέλος της παρέας». Αφορμή για τη συνάντησή μας, «Τα ορφανά» του Ντέννις Κέλλυ, ένα ακόμα κοινωνικό έργο, που θίγει θέματα όπως η βία και ο ρατσισμός. Εκμυστηρεύομαι στον οικοδεσπότη ότι είναι η πρώτη μου συνέντευξη, και μου κάνει πλάκα υποσχόμενος ότι θα μου αφιερώσει πολλή ώρα στη συζήτηση για ένα τόσο «δύσκολο» έργο:
Η αναπαράσταση ψυχολογικής βίας με τον τρόπο που παρουσιάζεται στα «Ορφανά» είναι ένα δύσκολο εγχείρημα που σίγουρα ξεφεύγει από τον «μέσο όρο» των αθηναϊκών θεάτρων. Το τολμήσατε όμως…
Έχει να κάνει με τον συγγραφέα. «Τα Ορφανά» είναι ένα έργο που με γοητεύει ακόμα πάρα πολύ, παρότι έχει ανέβει εδώ και τρεις-τέσσερις εβδομάδες, γιατί ακριβώς ο Ντέννις Κέλλυ έχει μια πολύ μεγάλη ικανότητα να φτιάχνει πολύ ισχυρούς χαρακτήρες -με όλη την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς- και ταυτόχρονα ανθρώπινες, σύνθετες σχέσεις. Τα δύο αδέρφια είναι ορφανά καθώς έχασαν τους γονείς τους σε μικρή ηλικία. Ο τίτλος όμως δεν αναφέρεται μόνο σε αυτό, αλλά έχει να κάνει με τη γενικότερη αίσθηση «ορφάνιας» που όλοι οι άνθρωποι μπορεί να νιώθουμε μέσα σε μια κοινωνία κι ένα κράτος που δεν μας προστατεύει. Ταυτόχρονα πέρα από το βασικό θέμα, στο έργο παίζονται διάφορα παιχνίδια μέσα στις σχέσεις. Κατά τη διάρκεια της παράστασης διαπιστώνουμε σταδιακά πόσο ο αδερφός εκβιάζει και πιέζει ψυχολογικά την αδερφή του και εκείνη με τη σειρά της τον άνδρα της.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι η σωματική βία στο έργο παρουσιάζεται λεκτικά τόσο ωμά, χωρίς όμως να υπάρχει πουθενά μέσα στην παράσταση. Πιστεύετε ότι στο θέατρο και στον κινηματογράφο ο λόγος μπορεί να είναι τόσο ισχυρός που να ξεπερνάει σε δύναμη την εικόνα;
Ναι, αυτό το έχουμε δει και στην αρχαία τραγωδία. Έγκλημα δεν βλέπουμε πάνω στη σκηνή. Ο Οιδίποδας δεν βγάζει τα μάτια του επί σκηνής, η Ιοκάστη δεν αυτοκτονεί επί σκηνής, όλα γίνονται εκτός σκηνής και μεταφέρονται. Τότε αποκτά μεγαλύτερο μέγεθος ο λόγος και η ακραία περιγραφή. Ίσως συνειδητά ή ασυνείδητα ο συγγραφέας να κινήθηκε πάνω σε αυτή την κατεύθυνση και γι’ αυτό τον λόγο αγγίζει τα όρια του τραγικού και όχι ενός δράματος.
Η οικογενειακή αυτή ιστορία ξετυλίγεται με φόντο μια επικίνδυνη περιοχή, που θα μπορούσε να είναι και ο Άγιος Παντελεήμονας. Σ’ αυτές τις γειτονιές, ο κόσμος συγκατοικεί με το φόβο. Εσείς πιστεύετε ότι η βία γεννάει το φόβο ή το αντίστροφο;
Και ο φόβος γεννάει τη βία, και η βία το φόβο. Αυτό δε συμβαίνει μόνο με τους μετανάστες αλλά με οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά. Από ‘κει και πέρα υπάρχει ο ρόλος ενός σωστού κράτους, το οποίο δεν δημιουργεί επικίνδυνες γειτονιές. Αλλά το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στις γειτονιές, γιατί κάπου συγκεντρώνονται πάντα οι άνθρωποι. Όπως κάπου συγκεντρώνονται και για να πάρουν ναρκωτικά. Όταν λοιπόν δεν υπάρχει μια κρατική πολιτική για τα ναρκωτικά, η διακίνηση θα συνεχίζει να γίνεται στην Ξούφου ή στη Λυκούργου ή σε άλλο δρόμο, και με το να τους σπρώχνουμε σε μια άλλη γειτονιά δε λύνεται το πρόβλημα. Το πρόβλημα θα λυνόταν με μια πολιτική η οποία θα αντιμετώπιζε προστατευτικά και θεραπευτικά τους ασθενείς, γιατί κατά τη γνώμη μου για ασθενείς πρόκειται. Εδώ όμως όλα κρύβονται κάτω απ’ το χαλί, υπάρχει μια υποκρισία.
Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τους μετανάστες;
Ακριβώς. Σε μια κοινωνία όπου δεν υπάρχει κράτος. Και δεν εννοώ ένα αστυνομικό κράτος, αλλά ένα κράτος που να δίνει δικαιώματα, μέσα στο οποίο να μπορεί να συνυπάρχει ο ντόπιος με τον ξένο. Οι οικονομικοί μετανάστες έρχονται εξαθλιωμένοι για ένα κομμάτι ψωμί, όπως εξαθλιωμένος έφευγε σε άλλες εποχές και ο κόσμος από την Ελλάδα και διεκδικούσε στις ξένες χώρες ό,τι διεκδικούν και οι μετανάστες στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι λοιπόν μια χώρα με μεγάλη οικονομική μετανάστευση και οι Έλληνες πρέπει να καταλάβουμε και να σεβαστούμε, ότι μετανάστης είναι σε όλους τους αιώνες ο άνθρωπος ο οποίος μετακινείται για να βρει να φάει. Από ‘κει και πέρα, η ανύπαρκτη πολιτική που υπάρχει και εδώ όπως και στα ναρκωτικά, μας κάνει να μπερδεύουμε τον οικονομικό μετανάστη με τον παραβάτη. Κι ευκαιρία βρίσκουμε βεβαίως σε μια εποχή οικονομικού προβλήματος, αντί να δούμε πως είμαστε εμείς μέσα στο πρόβλημα, να το μεταθέτουμε στον ΑΛΛΟΝ, στον ΞΕΝΟ. Δεν τρώει κανενός το ψωμί και ευτυχώς που στην Ελλάδα ήρθαν οι μετανάστες και ξαναχτίζονται και καλύβια και μάντρες κι αναλαμβάνουν να γηροκομήσουν τη γιαγιά μας ή τη μαμά μας και κάνουν ένα σωρό ταπεινές δουλειές που εμείς δεν θέλουμε. Ο ξένος λοιπόν δεν είναι το πρόβλημα, απλώς είναι ευκολία, και το εκμεταλλεύονται πολιτικά διάφορα ακροδεξιά στοιχεία για να κάνουν την εθνικιστική πολιτική που θέλουν.
Έπαιξαν ρόλο η επικαιρότητα αναφορικά με την έξαρση της εγκληματικότητας από τη μία και την ξενοφοβία από την άλλη, στην επιλογή του συγκεκριμένου έργου;
Βεβαίως και έκανα την επιλογή του έργου με πολιτικά κριτήρια γιατί έτσι αντιμετωπίζω εγώ το θέατρο. Προσωπικά στις σκηνοθεσίες μου διαλέγω πάντα έργα με κοινωνικοπολιτικά κριτήρια γιατί θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να έχουμε ανοιχτές κεραίες στην κοινωνία, να είμαστε ενεργοί πολίτες. Βεβαίως ταυτόχρονα με ενδιαφέρει να είναι καλό το έργο και όχι απλώς να μεταφέρει ιδέες ή να είναι πολιτικά προπαγανδιστικό. Αυτό το θεωρώ χαζό θέατρο. Δεν υπάρχει τέτοιος όρος, ας τον ανακαλύψουμε λοιπόν, υπάρχει «καλό» και «χαζό» θέατρο, όπως υπάρχει και χαζή τηλεόραση.
Πιστεύετε ότι η βία ή η κατάχρηση εξουσίας σήμερα ασκούνται σε βαθμό που απαιτείται κάποιου είδους «επανάσταση»; Και αν ναι, τι είδους;
Δεν ξέρω, οι επαναστάσεις δεν είναι κάτι εύκολο και καθημερινό, και σημασία δεν έχει μόνο η επανάσταση, αλλά πώς τη διαχειριζόμαστε ώστε να μην καταλήξει να γίνει μια πολύ γοητευτική φούσκα. Όταν τα πράγματα αγριεύουν, φυσικό είναι να υπάρχουν οι εξεγέρσεις. Μακάρι αυτές οι εξεγέρσεις να έχουν την απαραίτητη δυναμική και να συμμετέχει ο κόσμος στην κοινωνία αντί να υπάρχουν ηγέτες που τους ενδιαφέρει μόνο η καρέκλα. Επειδή όμως οι επαναστάσεις δεν είναι καθημερινότητα, το θέμα είναι πώς βελτιώνεται η καθημερινότητά μας και καμιά φορά οι μικρές επαναστάσεις είναι πολύ σημαντικές. Εγώ ας πούμε είμαι πολύ χαρούμενος που στις δημοτικές εκλογές ο κόσμος άλλαξε σελίδα τόσο στην Αθήνα με τον Καμίνη, που δεν είναι ένας χαζοστάρ της πολιτικής αλλά ένας σοβαρός άνθρωπος, όσο και στη Θεσσαλονίκη με τον Μπουτάρη. Αυτά δεν είναι επαναστάσεις, είναι όμως αλλαγές που χρειάζονται και πρέπει να τις κάνουμε και να μην περιμένουμε πότε θα γίνει επανάσταση.
Το θέατρο του Νέου Κόσμου συνεχίζει παρά την οικονομική κρίση τον ενεργό κοινωνικό του ρόλο. Φιλοξενείτε άστεγες ομάδες καλλιτεχνών και την ίδια στιγμή σας μειώνουν την κρατική επιχορήγηση. Συμπτώματα της οικονομικής ή της ηθικής κρίσης;
Της οικονομικής κρίσης προηγείται η ηθική, αλλά το πρόβλημα δεν ξεκινάει απ’ τους πολίτες αλλά από τους πολιτικούς. Υπάρχει μια παρακμή στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι πολιτικοί ηγέτες αντί να είναι ένα βήμα μπροστά από τον κόσμο και να βελτιώνουν τη ζωή του, είναι ένα βήμα πίσω, δηλαδή κολακεύουν απλώς τον πελάτη τους για να πάρουν την καρέκλα. Αυτό αμέσως δημιουργεί μια άρρωστη σχέση γιατί μετά για να κρατήσεις τον πελάτη πρέπει να του κάνεις χατίρια, δηλαδή ρουσφέτια. Αυτό το φαινόμενο μπορεί τα τελευταία χρόνια να έγινε πιο έντονο, δυστυχώς όμως ξεκίνησε μαζί με το ελληνικό κράτος. Είναι μια ιστορία που κρατάει αρκετά χρόνια και μολύνει την πολιτική μας ζωή και την παιδεία μας.
Θέατρο του Νέου Κόσμου κυριολεκτικά. Γιατί πιστεύετε ότι το θέατρό σας είχε ανέκαθεν τόσο μεγάλη απήχηση στο νεανικό κοινό; Ποιοι στόχοι έχουν επιτευχθεί από τότε που «αναλάβατε» το θέατρο;
Καταρχάς το κοινό αυτό ανήκει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και το έχουμε «κερδίσει» όλοι μαζί οι σκηνοθέτες του θεάτρου και αυτό μ’ αρέσει. Δεν είναι μόνο νεανικό το κοινό, εγώ χαίρομαι που βλέπω ανθρώπους της ηλικίας μου αλλά και μεγαλύτερους και νεότερους, όπως χαίρομαι που ο Βασίλης ο Μαυρογεωργίου, για να φέρω ένα παράδειγμα από τους υπόλοιπους σκηνοθέτες, απευθύνεται στους συνομήλικούς του και σε μικρότερους και κάπως και στους μεγαλύτερους. Όλοι μαζί νομίζω δημιουργούμε αυτό το κλίμα και πιστεύω είναι πολύ ωραίο που ένα κομμάτι της νεολαίας θέλει να βλέπει καλό θέατρο. Ο στόχος ο δικός μου είναι το να μπορούμε να παράγουμε καλό θέατρο με θέματα από ταλαντούχους συγγραφείς που έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα που υπάρχει γύρω μας αλλά και μέσα μας.
Παρακολουθώντας μια αντιρατσιστική παράσταση σε ένα θέατρο που ξέρω ότι έχει ανεβάσει παράσταση σε συνεργασία με αλβανούς ηθοποιούς, μου δίνει μια «σιγουριά» ότι δε μένει μόνο στη θεωρία αλλά προχωράει και στην πράξη, με πείθει. Είναι σημαντικό αυτό στις μέρες μας γιατί ο κόσμος φοβάται τη θεωρία πια. Πιστεύετε ότι η τέχνη πρέπει να κάνει τον κόσμο να την εμπιστευτεί; Σαν ένα καταφύγιο αλήθειας;
Είναι καταφύγιο η τέχνη, ο άνθρωπος την έχει ανάγκη κι ακόμα περισσότερο στις δύσκολες εποχές. Του δίνει δύναμη, του ανοίγει ορίζοντες, τον βάζει να σκεφτεί. Δεν του δίνει λύσεις, το θέατρο δεν πρέπει να δίνει απαντήσεις αλλά πρέπει να αφήνει ανοιχτά ερωτήματα σε κάποια από τα οποία θα απαντήσει ο θεατής, ενώ κάποια άλλα θα τα μετατρέψει σε κάτι άλλο.
Σε πρόσφατη συνέντευξή σας αναφέρατε ότι υπάρχουν κάποιες «πολυτέλειες» τις οποίες οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη, όπως ας πούμε το θέατρο, μια βόλτα ή ένα λουλούδι. Ποια είναι η δική σας πολυτέλεια;
Η φύση. Μου άρεσε πάντα να πηγαίνω στον Υμηττό, είναι τόσο κοντά και εκεί υπάρχουν υπέροχα μονοπάτια για να ανακαλύψεις. Από μικρός μού έκαναν εντύπωση τα λουλούδια και πώς από λίγο χώμα γίνεται ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο που μυρίζει τόσο ωραία. Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη τη φύση, είναι άλλωστε η πιο «φυσική» πηγή έμπνευσης.