Ο δημιουργός χρησιμοποιεί ευτελή αντικείμενα δημιουργώντας μοναδικούς οπτικούς κόσμους, με την χρήση φωτομηχανικών μεθόδων (όπως σαρωτές εικόνας) των οποίων τα αποτελέσματα χρίζουν περαιτέρω ψηφιακής επεξεργασίας μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Βάση του έργου του αποτελεί η αναφορά στο «τέλος της φωτογραφικής αναπαράστασης», η ψυχαναλυτικού τύπου ερμηνεία της προσωπικής οικογενειακής ιστορίας, αλλά και η -κατά τον ίδιο- ανανεωτική σχέση με την αρχαία ορφική κοσμογονία και τη διονυσιακή λατρεία.
Τα έργα είναι μάλλον μεμβράνες που δημιουργούνται με την επαφή φυσικού υλικού με την όραση (μια σταγόνα νερού που εξατμίζεται, η σκόνη που συσσωρεύεται με το χρόνο πάνω σ’ έναν οπτικό φακό, ένα άλμπουμ φωτογραφιών από το οικογενειακό αρχείο), εξεικονίζοντας έτσι καθημερινούς ανεπαίσθητους μικρόκοσμους.
Το έργο συνδέεται εννοιολογικά με τις πρώιμες τεχνικές αποτύπωσης φυτών (Typographia naturalis), που χρησιμοποιούσαν οι φυσιοδίφες του 18ου αιώνα όπως ο Kniphof. Παραπέμπει ταυτόχρονα και στα πρώτα βήματα της φωτογραφίας του Talbot, αλλά και στα μοντερνιστικά «φωτογράμματα» του Man Ray.
Ο όρος «αλλούβιο», περιγράφει την αύξηση του εδάφους λόγω του προσχωματικού ιζήματος που κατατίθεται από έναν ποταμό στις εκβολές του. Αυτή η συμβολική αναφορά στην πάροδο του χρόνου και τη μνήμη που συνδέεται με αυτόν, αποτελεί αλληγορία για την ίδια τη ζωή σε οργανικό επίπεδο, για την τέχνη αλλά και τον προσωπικό βίο.
Σε μια ηχητική εγκατάσταση της έκθεσης, θα εμφανίζεται ο καλλιτέχνης σε μια διαδικασία αρχειοθέτησης η οποία συνοδεύεται από την παρατήρηση παγωμένου νερού σε διαδικασία τήξης.
Τα έργα του δημιουργού λειτουργούν και ως καθρέφτες τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά. Πρόκειται για τυπώματα πάνω σε καθρέφτη, όπου συχνά στο φόντο τους αντικατοπτρίζεται και ο θεατής. Μοιάζουν όμως και με μάσκες, προσωπεία «personae», όπως αυτές των χαρακτήρων του Διονυσιακού θεάτρου. Στο έργο του Lane, το Διονυσιακό έρεβος των χθόνιων Ορφικών τελετουργιών ταυτίζεται με το σκοτάδι του φωτογραφικού σκοτεινού θαλάμου, (αλλά και το υποκειμενικό ασυνείδητο σκοτάδι του καθένα από μας) έτσι ώστε το πέρασμα από το ένα στο άλλο να απαιτεί το «βίαιο» τεμαχισμό της φωτογραφικής μηχανής και τον αναβαπτισμό της (τόσο μεταφορικά, όσο και κυριολεκτικά).