«Δε μιλάμε γι’ αυτά»: Ο Μεγάλος Σεξουαλικός!
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε συνθέσει το αριστούργημά του “ο Μεγάλος Ερωτικός”, ένα έργο που μελοποιούσε τον ερωτικό λόγο από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Το έκανε αυτό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, θέλοντας, όπως έλεγε, να δείξει στους καταπιεσμένους συμπατριώτες του, ότι ο έρωτας είναι η μεγαλύτερη πηγή επανάστασης. Ο Κώστας Γάκης, αντίστοιχα, σε μια επίσης δύσκολη περίοδο για τη χώρα, δημιούργησε το «Μεγάλο Σεξουαλικό» του, για να δείξει ότι η «κρίση, κρίση… αλλά έχουμε και κάποιες ανάγκες!»
Mιλάμε, φυσικά, για την “προκλητική” παράσταση «Δε μιλάμε γι’ αυτά» σε κείμενο, σκηνοθεσία, στίχους και μουσική του multi- artist Κώστα Γάκη, η οποία παίζεται στο θέατρο του Νέου Κόσμου. To «Δε μιλάμε γι’ αυτά» είναι ένα έργο που δηλώνει πως επιχειρεί με παιγνιώδη τρόπο να ρίξει φως στα ταμπού που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα. Να φωτίσει το σκοτεινό κι αραχνιασμένο υπερεγώ μας με… λίγο στριπτίζ και να μας κάνει να φύγουμε από την παράσταση λίγο ελαφρύτεροι από τα ταμπού μας.
Τα γυμνά σώματα των νέων παιδιών που παίζουν στην παράσταση προσφέρουν απλόχερα τη «χαρά των σωμάτων». Η παράσταση δημιουργείται σε μια εποχή που το περιθωριοποιημένο τόσο καιρό πολιτισμικά πορνό, όπως βλέπουμε συνεχώς στον κινηματογράφο, εισβάλλει με ορμή στις πιο κουλτουριάρικες πτυχές της πολιτιστικής παραγωγής (πχ Shortbus, Brown bunny, κτλ). Ταινίες με hardcore σκηνές θεωρούνται κομμάτι του καλλιτεχνικού σινεμά. Η παράσταση βέβαια δε φτάνει ως εκεί. Υπάρχει μόνο γυμνό. Δεν υπάρχουν σκηνές πορνό.
Παράλληλα, η φιλοδοξία του Γάκη να δημιουργήσει το «Μεγάλο Σεξουαλικό» του, φαίνεται από το ότι προσπαθούν να χωρέσουν σε “μια πλούσια παρέλαση της σεξουαλικής μας ζωής” όλες τις παρεκκλίσεις και τα σεξουαλικά ταμπού. Ακόμα πιο έντονα αποκαλύπτεται αυτή η φιλοδοξία με την δραματοποίηση ενός ποιήματος του Καβάφη, το οποίο μιλά για την ομορφιά ενός εφήβου, όπως επίσης και με αναφορές στο μακρινό παρελθόν της ανθρωπότητας, τον παγανισμό και τις λατρείες γονιμότητας.
Πάντως, η παράσταση δεν καταφέρνει να πλησιάσει στην επίτευξη ενός τόσο συνθετικού εγχειρήματος. Κατ’ αρχάς, υπάρχει μια εμμονή στο ότι η απενοχοποίηση πρέπει να κερδίσει το κοινό. Αν στη θέση των όμορφων κοριτσιών παρουσιάζονταν κορμιά όχι και τόσο όμορφα, πόσο θα μας κέρδιζε αυτή η απενοχοποίηση; Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ανθρώπινο σώμα προβάλλεται μονοδιάστατα, μόνο ως πηγή ηδονής. Παραβλέπεται ότι είναι, ταυτόχρονα, και πηγή, φθοράς, πόνου, ασχήμιας, θανάτου. Ένα παράδειγμα πληρέστερης έκθεσης αυτής της σωματικότητας είναι οι Βιενέζοι αξιονιστές είχαν πάει στα άκρα αυτές τις πλευρές της σωματικότητας, με το να φτάνουν στο σημείο να εξευτελίζουν, αλλά ακόμα και να κακοποιούν το σώμα τους, εκθέτοντας τον πόνο και την αρρώστια στις τρομακτικές τους performance.
Η ομάδα του “Δε μιλάμε γι’ αυτά” δεν προχώρησε την πρόκληση σε τέτοιο βάθος. Αυτό που καταφέρνει είναι να προβάλλει το θέμα της μέσω της έκθεσης των φρέσκων σωμάτων. Να επαναφέρει, σε μια εποχή νεοπουριτανισμού- όπως, σωστά νομίζω, λέει ο Γάκης σε συνέντευξη του- προτάγματα του χίπικου κινήματος του 60 και των γυμνιστών, να δημιουργήσει μια περφόρμανς μετά μουσικής, η οποία ήταν ένα έμπρακτο μανιφέστο κατά των ταμπού σε σχέση με το σώμα (και ιδίως το “κάτω σώμα”).
Δεν είναι, πάντως, η παιδική χαρά του σεξ, όπως την χαρακτηρίζει ο Γάκης. Οι αναφορές σε ακραίες σεξουαλικές διαταραχές, αλλά και το φορτικό μελό σε κάποιες σκηνές, κατασπαράζουν την ανέμελη παιδικότητα. Κι οι απόπειρες διαδραστικότητας με το κοινό είναι λίγες και δε λειτουργούν ιδιαίτερα. Άλλωστε το κοινό είναι ντυμένο και οι ηθοποιοί γυμνοί. Ένα αόρατο φράγμα, αυτό της σκηνής, κι ένα ορατό, αυτό των ρούχων, χωρίζει κοινό και θεατές.
Παρά τις αδυναμίες του τεχνουργήματος, είναι ένα τολμηρό και σημαντικό εγχείρημα, που εμένα με άφησε πολύ ικανοποιημένο. Αυτό που με κέρδισε είναι ο ηρωισμός των ηθοποιών να εκθέσουν τη γύμνια τους, πραγματοποιώντας μία παράσταση που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε αντιδράσεις και αμφιλεγόμενες κρίσεις. Οι επικριτές του έργου δίνουν μια σκληρή εσωτερική μάχη, για να αποδείξουν ότι δεν είναι η συντηρητική τους ιδεολογία αυτή που τους κάνει να είναι απορριπτικοί με το εγχείρημα, αλλά ότι το απορρίπτουν με αυστηρά αισθητικά κριτήρια (λες και η αισθητική ήταν ποτέ ανεξάρτητη από την ιδεολογία). Κάποιος από τους επικριτές της παράστασης σε σχόλια στο internet θεωρεί ότι αποδείχθηκε πως ο Βασιλιάς (δηλαδή η παράσταση) είναι γυμνός! “Χαίρω πολύ!” Κατά τη γνώμη μου, ένα από αυτά που θέλει να συμπαραδηλώσει η παράσταση, γδύνοντας το Βασιλιά, είναι ότι, όπως τα ράσα δεν κάνουν τον Παπά, έτσι και οι βαρύτιμες στολές δεν κάνουν τον Βασιλιά!