Το Άλλο Τοπίο
Την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου στις 20.00, εγκαινιάζεται στην Γκαλερί 24 η έκθεση φωτογραφίας της Γκλόρυ Ροζάκη.
Μια σειρά από φωτογραφικά έργα -αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς δέκα χρόνων- που περιλαμβάνονται και στη δίγλωσση έκδοση που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, θα παρουσιαστούν στον χώρο της Κολωνακιώτικης Γκαλερί.
Η φωτογράφος αναφέρει για το έργο της:
“Παλιότερα φωτογράφιζα κυρίως ανθρώπους αλλά δεν διαθέτω πια το αναγκαίο μείγμα αθωότητας και αυθάδειας που απαιτείται. Το ενδιαφέρον μου για τους ανθρώπους δεν είναι πια φωτογραφικό. Το βλέμμα μου έλκεται περισσότερο από τη μη κίνηση (ακινησία ενός τοπίου, σιωπή ενός χώρου, ενίοτε κάποια μοναχική ανθρώπινη παρουσία) παρά από την βουή του δρόμου που όσο κι αν την απολαμβάνω, δεν επιθυμώ να την φωτογραφίσω. Είναι μια επιλογή χαμηλών τόνων. Προσεγγίζει τον κόσμο χωρίς πολλές τεχνικές ή άλλες σημαντικές παρεμβάσεις. Τίποτα ωστόσο δεν αποκλείει μια μεταστροφή μου στο μέλλον προς άλλες κατευθύνσεις. Συχνά ανακαλύπτει κανείς, όχι χωρίς κάποια έκπληξη, ότι ακόμα και διαφορετικοί τρόποι φωτογράφισης από αυτούς που μας είναι οικείοι και αγαπητοί, μπορούν να οδηγήσουν σε εικόνες αναμφισβήτητης γοητείας. Για την ώρα, πάντως, νοιώθω ότι αυτό το είδος της φωτογραφίας που υπηρετώ προσφέρεται περισσότερο από άλλα, ενδεχομένως, στο μετασχηματισμό του πραγματικού, στην δημιουργία ενός puzzle ανοιχτού στη διαίσθηση των άλλων.
Στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς του σημερινού κόσμου όπου ζούμε κατακλυσμένοι από πληροφορίες, εικόνες και μηνύματα, ίσως η φωτογραφία χαμηλών τόνων αποτελεί μια απαραίτητη παύση, μια στιγμή συγκέντρωσης, διαλογισμού και, γιατί όχι, σιωπής.”
Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Λιοντάκη, οι εικόνες της Ροζάκη επανέρχονται μέσα από την αλχημεία μιας προσωπικής μνημοτεχνικής. Η φωτογραφική της προσέγγιση, χαμηλών πάντα τόνων, συνίσταται στην ερωτική σχέση που δημιουργεί με τον χώρο και τα εργαλεία της τέχνης της. Θέλγεται και έλκεται από τους χώρους και τα τοπία, τα οποία μεταμορφώνει σε ποιητικές εικόνες σύμφωνα με τις προσταγές της εσωτερικής της διάθεσης. Ανασυνθέτει έτσι ψηφίδα ψηφίδα το κατακερματισμένο από την ανθρώπινη αφροσύνη τοπίο, χωρίς ούτε να το εξωραΐζει ούτε να το υποβαθμίζει. Οι εικόνες με τα τοπία της δεν είναι ούτε ρεαλιστικές ούτε υπερρεαλιστικές, εντυπώνονται εις τα ένδον. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το τοπίο κατοικεί μέσα της.