Κάτια Γέρου: Ο πόθος έχει ρίσκο, αλλά και χωρίς αυτόν δε θα υπήρχε ζωή!
Καθίσαμε οκλαδόν, η μια απέναντι στην άλλη, πάνω στη βαλίτσα της Μπλανς Ντυμπουά που περίμενε παρατημένη στη σκηνή του θεάτρου να επιβιβαστεί μαζί με την κάτοχο στο “Λεωφορείο ο Πόθος” για ένα ακόμα ταξίδι. Το βλέμμα μου έπεσε χαμηλά, στα άδεια βελούδινα μπλε καθίσματα που απλώνονταν αμφιθεατρικά στα πόδια μας. Τα φαντάστηκα καμιά ώρα αργότερα γεμάτα από ανυπόμονα μάτια που περιμένουν να γεμίσουν συναισθήματα και για μερικά λεπτά μου κόπηκαν τα πόδια. Την ίδια στιγμή, την προσοχή της πρωταγωνίστριας της παράστασης κεντρίζουν τα δικά μου επαγγελματικά «εργαλεία» και -εντυπωσιασμένη από το ψηφιακό μου μαγνητοφωνάκι- με ρωτάει που θα βρει κι αυτή ένα τέτοιο και πόσο κάνει. Απόρησα κι έτσι μου αποκάλυψε έτσι τη δημοσιογραφική πλευρά της όλο ενθουσιασμό: «Μ’ αρέσει να γυρνάω στο δρόμο , ν’ ακούω ήχους, να γράφω, να ρωτάω, ξέρεις. Το ‘χω κάνει κατά κόρον πριν από δέκα χρόνια, σε ένα project για τη μετανάστευση μαζί με τον άντρα μου τον Κυριάκο τον Κατσουράκη. Ήμασταν τρία χρόνια τότε με κασετοφωνάκια και μηχανούλες στο δρόμο και τα αγαπώ πολύ!». Συνειρμικά το συνδύασα αμέσως με τις πρόσφατες δηλώσεις της στη συνέντευξη τύπου για τους μετανάστες απεργούς πείνας, αλλά και με το έργο φυσικά… Συνέντευξη στην Ειρήνη Ντέλλα
Ο συγγραφέας στο «Λεωφορείο» θίγει κοινωνικά θέματα και μεταξύ αυτών τη φτώχεια και τη μετανάστευση. Εσείς είστε ένας άνθρωπος που αγωνίζεται για τα κοινωνικά θέματα και το έχετε αποδείξει. Πιστεύετε στον κοινωνικό ρόλο της τέχνης;
Μόνο σ’ αυτό πιστεύω. Αν δεν πίστευα, δε νομίζω ότι θα την έκανα για πολλά χρόνια αυτή τη δουλειά. Πιστεύω φανατικά και απελπισμένα στο ότι η τέχνη μπορεί να αφυπνίσει συνειδήσεις. Όταν αυτό δε γίνεται δε φταίει η τέχνη, φταίμε εμείς που την ασκούμε λάθος. Ποιός άλλος μπορεί να είναι ο σκοπός της άλλωστε; Να περνάμε την ώρα μας ευχάριστα; Εντάξει θα μπορούσε κι αυτό να είναι ένα μικρό κομμάτι, δεν είναι κατακριτέο, όμως το κομμάτι της τέχνης που αγαπούμε είναι αυτό που μας αναστατώνει, που «μας φέρνει τα μέσα έξω» και μας κάνει πιο σφαιρικούς και πλήρης. Αυτό πιστεύω ότι υπηρετεί η τέχνη.
Το θέατρο λοιπόν πρέπει να ξύνει τις πληγές των θεατών και όχι απλά να τους ψυχαγωγεί. Κι όμως πολλές φορές ακούμε τον κόσμο να λέει «δε θέλω να δω κάτι βαρύ, θα με ρίξει ψυχολογικά» και προτιμάει πιο ανάλαφρες παραστάσεις. Γιατί;
Εγώ πρώτον δεν καταλαβαίνω τον ορισμό «βαρύ». Μόνο τον καφέ ξέρω να ‘ναι «βαρύς»(γέλια). Βαρύ είναι ένα έργο που μπορεί να σε κάνει να βουρκώσεις ή να ανατριχιάσεις; Αυτό δεν είναι βαρύ είναι υπέροχο και παρήγορο, σε αναστατώνει. Αυτό δε ζητάμε και στη ζωή μας; Την αδρεναλίνη, τη συγκίνηση, τη ζωντάνια, το ξύπνημα. Όχι να περιφερόμαστε σα ζόμπι, σα ζωντανοί νεκροί που έχουμε απαρνηθεί οτιδήποτε μπορεί να μας ακουμπήσει. Αν αυτό είναι που αποφεύγουμε, τότε είναι σα να καταργούμε τη ζωή την ίδια. Έτσι κι ο έρωτας μας ακουμπάει και μας αφυπνίζει, το ίδιο κι η φιλία και τα παιδιά μας κι οι γονείς μας και η τέχνη. Μια ζωντάνια κυνηγάμε η οποία δεν εξυπακούεται. Το να διεκδικούμε την ευαισθησία είναι πολύ σημαντικό πράγμα γιατί καμιά φορά για να τα βγάλουμε πέρα στην καθημερινότητα αναγκαζόμαστε να κλειστούμε πίσω από ένα πλεξιγκλάς. Επομένως ένα έργο τέχνης που σε ευαισθητοποιεί δεν είναι βαρύ, είναι ευλογία.
Η Μπλανς Ντυμπουά είναι ένας σπουδαίος ρόλος και αυτό φαίνεται από τα ονόματα που κατά καιρούς τον έχουν παίξει. Πως νιώθετε όταν της δίνετε σάρκα και οστά;
Το να έχεις ένα τόσο σπουδαίο ρόλο στα χέρια σου και να προσπαθείς να κάνεις ότι καλύτερο μπορείς, αυτό είναι μια μεγάλη συγκίνηση. Είναι επίσης μια καθημερινή πάλη γιατί κάθε μέρα τα πράγματα «γλιστράνε». Κάτι πετυχαίνεις περισσότερο, κάτι λιγότερο, χάνεις και κερδίζεις στα σημεία. Δηλαδή σπάνια, εγώ τουλάχιστον, έχω βγει απ’ τη σκηνή όταν έχω να κάνω δύσκολο ρόλο κι έχω πει «Σήμερα ήμουν πολύ καλή!». Ξέρω ότι στο τάδε σημείο πέτυχε περισσότερο, στο δείνα σημείο όχι. Η πάλη είναι αυτή που κάνει τους ρόλους σπουδαίους και όχι το αν τους έχουν παίξει σπουδαίοι ηθοποιοί.
Η Μπλανς έχει βιώσει μια πολύ τραυματική εμπειρία στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών καθώς χρεώνεται την ηθική αυτουργία της αυτοκτονίας του πρώτου της συζύγου. Αυτή η εμπειρία σημάδεψε τη ζωή της. Κατά πόσο πιστεύετε ότι τραυματικά βιώματα σαν αυτό ξεπερνιούνται;
Εγώ πιστεύω στην επούλωση, όπως και στην επανένταξη. Πιστεύω ότι ένας άνθρωπος μπορεί να περάσει μέσα από μια πολύ βίαιη εμπειρία και να σταθεί στα πόδια του. Μπορεί να ξεπεράσει και τις ψυχικές αρρώστιες και την εξάρτηση από ουσίες και να ξεπεράσει πράγματα που έχουν συμβεί μέσα σε μια εμπόλεμη κατάσταση, πιστεύω πάρα πολύ στην επούλωση. Από εκεί και πέρα παίζει ρόλο το αν ο άνθρωπος αυτός θα βρεθεί σε ένα κατάλληλο περιβάλλον μετά το τραύμα και αν θα του δώσει κάποιος μια χείρα βοηθείας. Η Μπλάνς δεν ήταν τυχερή σ’ αυτό. Στο περιβάλλον που έζησε υπήρχαν αλλεπάλληλες οικονομικές καταστροφές, έμεινε ολομόναχη σ’ ένα σπίτι να γιατροπορεύει τους ηλικιωμένους συγγενείς της, ήταν δίπλα πάντα, ακόμα και πριν ξεψυχήσουν. Φαντάσου αυτό τι άγριο που είναι σε συνδυασμό με την πρώτη τραυματική εμπειρία. Συνεχής επαφή με το θάνατο από τη μια, οικονομική καταστροφή από την άλλη, δε θέλει πολύ ο άνθρωπος για να γλιστρήσει σε άλλες καταστάσεις. Επομένως η Μπλανς δεν είχε χείρα βοηθείας, ήταν ολομόναχη σ’ όλο αυτό το πράγμα που περιγράφω και στο τέλος βεβαίως της έδωσαν μια κλοτσιά και την έστειλαν στο απόλυτο περιθώριο.
Έπαιξε μήπως ρόλο και το γεγονός ότι ήταν εκπρόσωπος μιας παράδοσης που της έμαθε ότι η ομορφιά, η αρετή και η ευγένεια οδηγούν στην αυτόματα στην ευτυχία και την εγκλώβισε έτσι σε μια ψευδαίσθηση;
Αυτό θα μπορούσε να ισχύει εν μέρει αλλά η Μπλανς δεν είναι καθαρή εκπρόσωπος αυτής της κοινωνίας που φθίνει γιατί έχει ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο. Είναι απίστευτα ευαίσθητη, είναι συμπονετική με τους ανθρώπους, τους καταλαβαίνει και είναι έξυπνη. Από το πρώτο κιόλας βράδυ που προσγειώνεται στο σπίτι της αδερφής της, κάνει κανονικό σκανάρισμα στους ανθρώπους εκεί και ονομάζει πάρτυ των πιθήκων τη συγκέντρωσή τους. Κι έχει τόσο δίκιο με αυτή τη λεζάντα, είναι πολύ ευφυής. Και αυτό το πάρτυ των πιθήκων στο τέλος την πνίγει. Ξεφεύγει λοιπόν από τα όρια της τάξης της δηλαδή δε λέει εύκολα ένας εκπρόσωπος της μεγαλοαστικής τάξης τη φράση «Εγώ δε λέω την αλήθεια, λέω αυτό που θα ‘πρεπε να είναι η αλήθεια». Αυτό είναι μια μαγική φράση, δεν έχει να κάνει ούτε με ροζ συννεφάκια, ούτε με μια ημίτρελη με πούδρες και φτερά. Έχει να κάνει με έναν ευαίσθητο επί της ουσίας ψυχισμό, που συλλαμβάνει πράγματα και καταλαβαίνει. Μεταφράζει το ψέμα σαν την αλήθεια που λείπει απ τη ζωή μας, σαν την Αλφαβήτα που δεν εξυπακούεται.
Η κλασική πλέον ατάκα της Μπλανς «εγώ πάντα στηριζόμουν στην καλοσύνη των αγνώστων», ακούγεται τόσο περίεργη στην εποχή μας που αντιμετωπίζουμε τον διπλανό μας με περισσότερη καχυποψία από ποτέ. Νομίζω ότι αυτή η φράση καθρεφτίζει και την πραγματική κρίση που βιώνουμε, εσείς τι λέτε;
Σαφώς και είναι ένα απ’ τα βασικά συμπτώματα της κρίσης. Είναι σα να ζούμε σε έναν εμφύλιο πόλεμο διαρκείας. Δε λέμε καλή κουβέντα για τον άλλον, δεν απλώνουμε το χέρι στους «αγνώστους», ούτε ξέρουμε και να ζητάμε όταν έχουμε ανάγκη. Είμαστε σε μια κατάσταση εγωπάθειας και απομόνωσης και πραγματικά αυτό είναι τόσο ανόητο γιατί είναι τόσα λίγα τα χρόνια της ανθρώπινης ζωής που αν δεν ανοιχτείς στον άλλο τότε τι μένει; Μια φοβερή ταλαιπωρία.
Όταν η Μπλανς λέει στην αδερφή της ότι ο άντρας της τη βίασε τότε οι γύρω της την απομακρύνουν με βίαιο τρόπο. Έχουν την ίδια τύχη στην κοινωνία μας όσες Μπλανς έχουν το θάρρος να αποκαλύψουν αλήθειες που δε βολεύουν;
Σαφώς, διότι ενοχλούν! Για να μην ενοχλείς πρέπει να ‘σαι ένα προβατάκι, να είσαι “Yes, sir-Yes, madam”. Η γνώμες είναι πάντα δυσάρεστες και δε μιλάμε για extreme, επαναστατικές αλλά για απλές γνώμες που δείχνουν ότι «δουλεύει το μυαλό μου και δεν καταπίνω αμάσητο ότι μου σερβίρεται αλλά σκέφτομαι κι εγώ πάνω σ’ αυτά». Κι αυτό ακόμα ενοχλεί.
Ο Τένεσση Ουίλλιαμς στο Λεωφορείο ο Πόθος ακροβατεί μεταξύ νοσηρού και φυσιολογικού. Πόσο λεπτή είναι αυτή η διαχωριστική γραμμή στη ζωή;
Νομίζω ότι το θέμα της «νοσηρότητας» και της «υγείας» είναι πολύ μπερδεμένο. Όταν ας πούμε συμβαίνει κάτι άδικο δίπλα μας κι εμείς κάνουμε ότι δε το βλέπουμε αυτό δεν είναι νοσηρό; Είναι. Αλλά δεν ονομάζεται νοσηρό, λέμε ότι είμαστε φιλήσυχοι πολίτες. Ή όταν ένας άνθρωπος εκφράζει την οργή του για κάτι δε γίνεται δακτυλοδεικτούμενος και «νοσηρός»; Αν σκεφτούμε όμως αν έχει συσσωρευτεί μέσα του οργή γιατί έχει πληχτεί επανειλημμένα από απανωτές αδικίες δεν είναι φυσιολογική η οργισμένη αντίδρασή του; Όταν η κοινωνία επιτρέπει να συσσωρεύονται αδικίες και οι άνθρωποι να καταπιέζουν το θυμό τους αυτό είναι νοσηρό, όταν ξεσπάει αυτός ο θυμός δεν είναι νοσηρό αλλά απόλυτα φυσιολογικό. Όπως βλέπεις τα όρια είναι δυσδιάκριτα και καταπατημένα και θα είχε ενδιαφέρον να επαναπροσδιορίσουμε αυτό το θέμα της «νόσου» και της «υγείας». Πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες ή φιλόσοφοι και άνθρωποι που άνοιξαν καινούργιους δρόμους άλλωστε είχαν στοιχεία παρέκκλισης από το φυσιολογικό, αλλά αυτά τα «ζόρικα» κομμάτια τους έγιναν η δεξαμενή πλούτου από την οποία άντλησαν για να βρουν διαμάντια και όχι από μια ζωή απόλυτα φυσιολογική.
Όταν ο πόθος λοιπόν παίρνει το τιμόνι του λεωφορείου της ζωής που οδηγεί;
Ο πόθος έχει ρίσκο, αλλά και χωρίς αυτόν δε θα υπήρχε ζωή και δε θα καθόμασταν εμείς εδώ να κουβεντιάζουμε. Είναι η κινητήρια δύναμη του πλανήτη.
Έχετε κάποια φιλοδοξία για το μέλλον;
Το να είμαι ενεργός καλλιτέχνης, να μην επαναπαύομαι, να προσπαθώ να βελτιώνομαι και να μαθαίνω πράγματα όσα χρόνια κάνω ακόμα αυτή τη δουλειά, αυτή είναι η φιλοδοξία μου. Σα μια διαδικασία ταξιδιού.
«Αλλάζοντας τους παλμούς της καρδιάς» όπως μέχρι σήμερα φαντάζομαι… Πείτε μας για το βιβλίο σας που μόλις κυκλοφόρησε τώρα από τις εκδόσεις «Καλειδοσκόπιο». Πώς προέκυψε;
Δε ξέρω πως έγινε! Το ξεκίνησα έτσι χαλαρά και σιγά-σιγά έγινε μέσα σε ένα χρόνο. Η έκδοση συνοδεύεται από δύο DVD διάρκειας τεσσάρων ωρών το καθένα, με αποσπάσματα από είκοσι παραστάσεις και τρείς ταινίες από τη δουλειά μου μέχρι τώρα. Το βιβλίο είναι μια κουβέντα με μια παλιά μου μαθήτρια που βλέπει το υλικό και με ρωτάει πράγματα. Η χαρά μου μέχρι τώρα, στους δύο μήνες που έχει κυκλοφορήσει, είναι ότι το διαβάζουν με ευχαρίστηση και άνθρωποι εκτός της ειδικότητας του θεάτρου, χωρίς να έχουν πρόβλημα να το παρακολουθήσουν κι αυτό ειδικά το χαίρομαι πολύ.
Αν έπρεπε να ονομάσετε το δικό σας λεωφορείο πως θα το βαφτίζατε;
«Ένα ταξίδι χωρίς τελικό προορισμό».
Το έργο Λεωφορείο ο Πόθος παρουσιάζεται από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη, στο θέατρο Ιλίσια-Ντενίση.
Πληροφορίες για τις ημέρες και ώρες παραστάσεων