“Σκοτεινό Σπίτι”: αδερφικό ντέρμπι σε τερέν που “καίει”
Ο ένας, ο Ντρου, είναι «άσωτος» δικηγόρος που κατηγορείται για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και βρίσκεται σε κλινική για αποτοξίνωση και ψυχολογική παρακολούθηση. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Τέρι, φύλακας στο επάγγελμα, φαίνεται πιο συγκροτημένος και έρχεται στο ίδρυμα για να επισκεφθεί τον αδερφό του μετά από παράκληση του τελευταίου. Η συνέχεια επιφυλάσσει μια κλιμάκωση αποκαλύψεων μέσα από τις συγκρούσεις των δύο ηρώων, οι οποίες ξεσπούν ως απωθημένα του παρελθόντος όταν οι συγκυρίες το ευνοήσουν αλλά και όταν οι ίδιοι οι ήρωες αποφασίσουν να απαλλαγούν ή να μοιραστούν το βάρος τους.
Ο γνωστός σύγχρονος θεατρικός συγγραφέας Νιλ ΛαΜπιούτ έγραψε το «Σκοτεινό Σπίτι», που θίγει ζητήματα όπως η κακοποίηση, η σεξουαλικότητα και οι προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, το 2007, έχοντας κακοποιηθεί και ο ίδιος ως παιδί. Ο σκηνοθέτης του πρώτου ανεβάσματος του έργου στην Ελλάδα, Χρήστος Λύγκας, «απλώνει» τους ηθοποιούς του σε μια εσωτερική «αυλή με γρασίδι» του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, και τους βάζει να τσακώνονται μπροστά μας σαν μικρά παιδιά, σε ένα σκηνικό παιχνίδι για ενήλικες. Πρόκειται άραγε για άλλο ένα θεατρικό προβλέψιμων συμβάσεων με το τόσο δημοφιλές στους σύγχρονους συγγραφείς θέμα των προβλημάτων που έχουν σχέση με τη σεξουαλικότητα;
Η υπόθεση ακούγεται «βαριά» όπως συνηθίζεται να λέγεται σε παρέες όταν ψάχνουν να επιλέξουν τι να δουν στο θέατρο. Στην πραγματικότητα όμως, όσο «βαρύ κι ασήκωτο» είναι το θέμα του έργου, τόσο αβίαστα και με αμείωτο ενδιαφέρον παρακολουθείται στη σκηνή. Οι στιχομυθίες «ρέουν» όσο πιο φυσικά επιτρέπει το κείμενο, προσπαθώντας να υπηρετήσουν τη θεατρική αναγκαιότητα να φωτιστούν πολύπλευρα οι χαρακτήρες. Στην εξέλιξη της πλοκής, και μόλις αναρωτιόμαστε αν η παράσταση θα αναλωθεί σε παλικαρισμούς των δύο κεντρικών χαρακτήρων για να καταλήξει στο γνωστό σύμπλεγμα «είμαι έτσι γιατί με βάραγε ο μπαμπάς μου», ο ΛαΜπιούτ ρίχνει κάθε φορά στη σωστή χρονική στιγμή από ένα ξεροκόκαλο που οι ήρωες και το κοινό καταβροχθίζουν μέχρι να φτάσουν ως το μεδούλι και να αντιμετωπίσουν τη γυμνή αλήθεια. Ο «Πουαρό» που θα ρίξει φως στο παρελθόν είναι η ίδια η “χημική αντίδραση” μεταξύ των ιδιοσυγκρασιών των δύο αδελφών, που πυροδοτεί κάθε φορά νέο ενδιαφέρον: είναι αλήθεια όλα όσα λέει καθένα από τα αδέρφια σε διάφορα σημεία της παράστασης; Ξέρουν κάτι παραπάνω που το κρύβουν ο ένας από τον άλλο; Τι ακριβώς σκοπεύει να κάνει ο Τέρι όταν βρίσκει την Τζένιφερ, τη 16χρονη κόρη τού προσώπου-κλειδί που συνδέει και τους τρεις τους και το οποίο δεν βλέπουμε ποτέ στη σκηνή; Πόσο αγνά είναι τα κίνητρα για τις πράξεις του καθενός; Η τροπή που θα πάρουν τα πράγματα θα τους αλλάξει ή θα παραμείνουν “fucked-up”; Και όταν τα περισσότερα από τα ερωτήματα απαντώνται, σίγουρα κάποιες αλήθειες σχετικά με την ιστορία δεν περιμέναμε να τις ακούσουμε αν είχαμε προσδοκίες για σχηματικούς διαχωρισμούς θύματος-θύτη, κάτι που για πολλούς μπορεί και να αποτελεί μία από τις κύριες αρετές του «Σπιτιού».
Αναφορικά με τις ερμηνείες, ο Γιώργος Χριστοδούλου, που υποδύεται τον μικρότερο αδερφό, Ντρου, είναι απλά εξαιρετικός, καταφέρνοντας να ισορροπήσει με επιτυχία ανάμεσα στην ευαισθησία από τη μία και την κυνικότητα από την άλλη, που επιβάλλει ο ρόλος σε διαφορετικά σημεία του έργου. Για τον Θοδωρή Οικονομίδη ως Τέρι, έχουμε κάποιες αντιρρήσεις ως προς τον ρυθμό που επιλέχθηκε να ακολουθεί, μπαίνοντας «με γκάζια» από την πρώτη στιγμή, και πατώντας στην ίδια «οκτάβα» στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, κάτι που ενδεχομένως ενίοτε λειτουργεί εις βάρος μιας ομαλότερης κλιμάκωσης. Εξάλλου έχει και το «άχαρο» καθήκον μιας έντονης κινητικότητας, που κάποιες στιγμές φαντάζει αφύσικη, αν και προβλέψιμη. Όσο εξελίσσεται πάντως η παράσταση και στα σημεία που η πλοκή ρέει πιο ήρεμα, οι υποκριτικές αρετές του είναι πιο έκδηλες. Η Μαρία Προϊστάκη, που υποδύεται ένα νυμφίδιο με ό,τι εκφραστικά μέσα αυτό συνεπάγεται, είναι πειστική και καθόλου ενοχλητική στην αποστολή της. Γενικότερα ο σκηνοθέτης Χρήστος Λύγκας, που κάθε φορά παρουσιάζει όλο και καλύτερες δουλειές και δείχνει πιο ώριμος, κατάφερε να αναδείξει τις εσωτερικότητες στις οποίες στοχεύει το έργο. Το «Σκοτεινό Σπίτι» αφήνει εσκεμμένα κάποιες λεπτομέρειες διφορούμενες, ιδιαίτερα στο τέλος, αλλά ακόμα κι αν κάποιος δεν εγκρίνει αυτή τη θεατρική πρακτική, η δυναμική τής εν λόγω αμφιβολίας δεν είναι τέτοια που να επηρεάζει αρνητικά την συνολικότερη εντύπωση.
Μετά την επιτυχία του στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης τον περασμένο Φεβρουάριο και Μάρτιο, το έργο ανεβαίνει ξανά, αυτή τη φορά στη σκηνή του θεάτρου Άλμα – Κατερίνας Μαραγκού, από τις 29 Απριλίου.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση, εδώ .
Διαγωνισμός για προσκλήσεις, εδώ .