Όπως λέει και ο ίδιος: “Η ζωγραφική μοιάζει μ΄ ένα τραγούδι χωρίς λόγια, όπου η μουσική με τους τόνους και τα ημιτόνια ταυτίζεται με τις αποχρώσεις. Η δική μου ζωγραφική θα έλεγα, είναι μια παντομίμα της τέχνης του τραγουδιού. Συγκινήσεις της όρασης και της ενόρασης που πηγάζουν από την ίδια ανάγκη με το τραγούδι. “Όπου σταματάει το βλέμμα”. Θυμούμαι στα παιδικά μου χρόνια τη θεία Ελευθερία να υφαίνει στο αργαστήρι της, επιλέγοντας χρώματα της φαντασίας. Κόκκινα ανθρωπάκια να χορεύουν σε κίτρινο κάμπο, καβαλάρηδες με μπλε άλογα, τα πολύχρωμα προικιά της γιορτής του γάμου και γύρω- γύρω γεωμετρικά διακοσμητικά σχέδια.
Τη ρωτούσα:
-Αφού θεία δεν είναι έτσι τα χρώματα γιατί τα βάζεις;
Απαντούσε:
-Δε βλέπεις ότι του πάει;
Το μωβ δίπλα στο κίτρινο, το φούξια πάνω στο κόκκινο και συνέχιζε να χτυπά το πέταλο. Σα να βλέπω μπροστά μου το κουτί με τα πολύχρωμα νήματα στα καλαμένια μασούρια. Στο τοίχο είχε ένα κέντημα σε κάδρο. Δύο ξωτικά πουλιά της δικής της επινόησης πάνω σε δυο γλάστρες. Δεν υπήρχε χρώμα που να μην το είχε κεντήσει πάνω στα μακριά φτερά τους. Είχε ακόμη μια σκηνή από τον Ερωτόκριτο όπου ο Χαρίδημος με το τόξο σκοτώνει άθελά του την αγαπημένη του λυγερή. Κι εδώ τα πιο λαμπερά χρώματα. Πράσινο τόξο, κόκκινο κουστούμι, γαλάζιο θάμνο και μωβ φόρεμα. Μια γιορτή των χρωμάτων παντού. Ένα κέντημα που κοιτάζοντάς το, άκουγες χαρούμενες παιδικές φωνές στην αυλή. Η θεία Ελευθερία με ακολουθεί με τη φράση: -Δε του πάει;”