Η Deloitte, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, δημοσίευσε αναφορά της σχετικά με τις γυναίκες εργαζόμενες και καταναλώτριες, με τίτλο “The Gender Dividend: Making the Business Case for Investing in Women”, η οποία καταδεικνύει ότι η επένδυση του μάρκετινγκ στις γυναίκες αποφέρει μεγάλα οικονομικά οφέλη. Παράλληλα, διοργάνωσε ένα ωριαίο διαδικτυακό πάνελ συζήτησης με συμμετέχουσες γυναίκες-ηγέτες από όλο τον κόσμο σχετικά με την στρατηγική επένδυση επιχειρήσεων και κρατών στις γυναίκες.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι γυναίκες διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, τόσο ως εργαζόμενες όσο και ως καταναλώτριες. Αυτό είναι λογικό αν σκεφτούμε πως όσο περισσότερες γυναίκες εισέρχονται στην αγορά εργασίας, τόσο ανεβαίνει το κατά κεφαλήν εισόδημα. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η μισή αύξηση της απασχόλησης στην Ευρώπη και το ένα τέταρτο της οικονομικής ανάπτυξης στην ίδια περιοχή από το 1995, οφείλονται στην μείωση του χάσματος ανάμεσα στις γυναίκες και στους άνδρες. Στη Λατινική Αμερική, οι γυναίκες συνέβαλαν στη μείωση των ποσοστών φτώχειας σε νοικοκυριά δύο ατόμων από 40% το 2007, σε 26% σήμερα.
Ωστόσο, σήμερα το φαινομενικά παράδοξο είναι ότι αν και υπάρχει νομοθετική μέριμνα αναφορικά με την ίση μεταχείριση των δύο φύλων, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πολλά ταλέντα μένουν αναξιοποίητα, και κυρίως οι γυναίκες. Σύμφωνα με την αναφορά, οι γυναίκες είναι αναγκαίες στις επιχειρήσεις εξαιτίας τού ότι ο πληθυσμός δεν ανανεώνεται, και ως εκ τούτου η απώλεια του εργατικού δυναμικού είναι συνεχής. Στην Ευρώπη, οι γυναίκες αποτελούν το 45% του εργατικού δυναμικού, ενώ περισσότερο από το 50% των αποφοίτων πανεπιστημιακών σχολών ανήκουν στο γυναικείο φύλο. Παρόλ’ αυτά, μόνο το 11% των στελεχών επιχειρήσεων είναι γυναίκες, ποσοστό που αναμένεται να αγγίξει το 20% λίγο μετά το 2035. Επίσης, μολονότι το 45% του συνόλου των διδακτορικών διπλωμάτων ανήκουν σε γυναίκες, μόνο το 18% των υψηλόβαθμων ερευνητών είναι θηλυκού γένους. Η ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα εντείνεται και από το γεγονός ότι οι γυναίκες αναγκάζονται να μεταναστεύουν σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους άνδρες, με την ελπίδα να βρουν καλύτερες επαγγελματικές συνθήκες.
Σήμερα, οι γυναίκες ελέγχουν περίπου 20 τρις δολάρια από τις συνολικές καταναλωτικές δαπάνες, με αυξητικές τάσεις που σύμφωνα με εκτιμήσεις θα φτάσουν τα 28 τρις μέχρι το 2014. Την ίδια στιγμή, ο γυναικείος πληθυσμός είτε λαμβάνει είτε επηρεάζει το 80% των αγοραστικών αποφάσεων ανά τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, ο αριθμός των γυναικών με εξαψήφιο αριθμό εσόδων παρουσιάζει διπλάσια αύξηση σε σχέση με αυτή των ανδρών. Στις αναπτυσσόμενες χώρες το φαινόμενο αυτό παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Ωστόσο, το 50% των γυναικών νιώθουν ότι οι εταιρείες τροφίμων και προϊόντων υγείας δεν καταλαβαίνουν τις ανάγκες τους. Οι εταιρείες δεν έχουν την τεχνογνωσία έτσι ώστε να μπορούν να κατανοούν τις ανάγκες των γυναικών στις μέρες μας. Υπάρχουν αρκετές διαφορές στην αγοραστική συμπεριφορά ανάμεσα στα δύο φύλα. Αυτή η έλλειψη γνώσης για τη γυναικεία αγοραστική συμπεριφορά μπορεί να αποκατασταθεί με την πρόσληψη περισσότερων γυναικών σε εταιρείες, με απώτερο σκοπό την αύξηση των κερδών τους.
Το επονομαζόμενο «ασθενές φύλο», λοιπόν, δείχνει να αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα επιβίωσης των κρατών. Η αύξηση των γεννήσεων βοηθά στην ανάπτυξη των κρατών τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Για να επιτευχθεί ανάπτυξη, χρειάζονται σε τελική ανάλυση γεννήσεις και βοήθεια των κρατών στις εργαζόμενες μητέρες. Σύμφωνα με την έρευνα, η ρωσική πρακτική να επιχορηγεί τις γεννήσεις έχει αποφέρει περιορισμένα αποτελέσματα. Η λύση φαίνεται να βρίσκεται στο σκανδιναβικό μοντέλο, το οποίο υποστηρίζει τις οικογένειες με δύο εργαζόμενους γονείς, με αποτέλεσμα την αύξηση των γεννήσεων και τη συνεπακόλουθη διατήρηση σταθερών οικονομιών στην Ευρώπη.
Αναλυτικά η έρευνα, εδώ .