Τον κατάλογο της έκθεσης προλογίζει ο καθηγητής Μεθοδολογίας της Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μ. Ζ. Κοπιδάκης, ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων:
“Ο Ιάκωβος Κουμής, γέννημα θρέμμα των Χανίων, σπούδασε δύο τέχνες, την ιατρική (τεχνέων μεν πασέων έστιν επιφανεστάτη, κατά τον Ιπποκράτη) και τη ζωγραφική. Και τις δύο τις υπηρετεί με αποστολικό ζήλο και αφοσίωση. Πολλοί νομίζουν ότι οι δυο αυτές ανθρωπογνωστικές τέχνες είναι ασύμβατες. Λάθος μέγα! Και οι δυο βασίζονται στη γνώση της ανατομίας, στο οξύ όμμα που «ετάζει νεφρούς και καρδίας» και βέβαια στο αποφασιστικό πιτήδειο χέρι που εκτελεί το δράσιμο.
Ο ζωγράφος δεν υποχρεούται να ανήκει σε σχολή, σε τεχνοτροπία ή σε κίνημα. Μπορεί κάλλιστα με οδηγό «το Απόκρυφο της Τέχνης» του να ακολουθήσει τον δικό του μοναχικό δρόμο ή να είναι εκλεκτικιστής, πειραματιζόμενος πότε επί παραδείγματι με τον εξπρεσσιονισμό, πότε με τον κυβισμό και πότε με τον φωβισμό.
Πάντως, στο βάναυσο ερώτημα «το σχέδιο ή το χρώμα;» ο Ιάκωβος Κουμής φαίνεται να απαντά «το χρώμα, αλλά και το σχέδιο!» Το χρώμα λοιπόν υπηρετεί, όπως στον Paul Klee («το χρώμα κι εγώ είμαστε ένα. Είμαι ζωγράφος»), τη συναισθηματική διάσταση του πίνακα: την ανάμνηση αρχαίων ημερών, την κραυγή εκ βαθέων, τα κινήματα της ψυχής, τον οραματισμό, τον πρωτογονισμό, που μια μικρή του δόση είναι απαραίτητη σε κάθε έργο τέχνης.
Από τα χρώματα πάλι την πρωτοκαθεδρία κατέχει το κόκκινο εκείνο που οι Γάλλοι αποκαλούν «apres le crime». Απέναντί του στέκει η οικογένεια του μπλε, που όπως μας δίδαξε στη σειρά των 140 πινάκων τού Ocean Park ο Richard Diebenkorn, είναι και πολυμελής και φωτεινή. Το σχέδιο πάλι «αεί γεωμετρεί». Κρατά τις εύθραυστες ισορροπίες στη σύνθεση, επιβάλλει πειθαρχία στο αδέσποτο βλέμμα και σε αγαστή συνεργασία με τις τονικές διαβαθμίσεις του χρώματος αποκαλύπτει τον εσώτερο ρυθμό του έργου. Με ένα λόγο: το χρώμα ερεθίζει, το σχέδιο χαλιναγωγεί.
Όπως πολλοί μοντέρνοι εικαστικοί έτσι και ο ζωγράφος μας ταλαντεύεται ανάμεσα στην παραστατικότητα και την αφαίρεση. Αυτός ο διχασμός ωστόσο αποδεικνύεται γόνιμος: και τούτο ποιείν κ’ ακείνο μη αφιέναι! Μόνο ο αμφιδέξιος αντιλαμβάνεται πως η επιλογή μιας τεχνοτροπίας δεν γίνεται χάριν της τεχνοτροπίας, αλλά χάριν της Τέχνης. Ο ζωγράφος λοιπόν οφείλει να μετασχηματίζεται.”