Μια «Κατσαρίδα» στο φεγγάρι
«Ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα τεράστιο άλμα για την ανθρωπότητα». Έτσι είχε χαιρετιστεί από τους Αμερικάνους το πρώτο τους βήμα πάνω στο φεγγάρι. Κι αν το άλμα στο φεγγάρι είναι τεράστιο για τα ανθρώπινα μεγέθη, φανταστείτε πόσο πιο συγκλονιστικό είναι για τις μικροσκοπικές κατσαρίδες! Κι όμως, μία μικρή κόκκινη κατσαριδούλα, η Ιωάννα, προδομένη από τις φίλες της και τον ψεύτη κατσαριδοντουνιά, αποφάσισε ότι οφείλει στον εαυτό της να κάνει το τεράστιο άλμα στο φεγγάρι. Έστω κι αν γνώριζε καλά, ότι το τίμημα για όποιον κυνηγάει τα όνειρα του, είναι η μοναξιά.
Μιλάμε βέβαια για την πιο διάσημη «Κατσαρίδα» του ελληνικού θεάτρου, η κωμωδία του Βασίλη Μαυρογεωργίου, που παίζεται πλέον για λίγες παραστάσεις στο μεγάλο θέατρο Μπάντμιντον. Είναι ένα έργο μεγάλης σημασίας για το μεταμοντέρνο ελληνικό θέατρο και για τον ίδιο το Μαυρογεωργίου, ο οποίος, όπως δείχνουν τα πράγματα, αφήνει το στίγμα του στο χώρο. Στην παράσταση παίζει ο ίδιος μαζί με τον μόνιμο συνεργάτη του Κώστα Γάκη.
Το έργο είναι ένα αλληγορικό παραμύθι για μια εξόριστη κατσαρίδα που θέλει να ανέβει στο φεγγάρι. Βλέπουμε στο έργο αγαπημένα θέματα του συγγραφέα, όπως το κυνήγι του ονείρου, το ταξίδι στη φαντασία, οι φίλοι που σε προδίδουν, ο ναρκισσισμός των ανθρώπων, οι πολλαπλές ταυτότητες.
Υπάρχει πολιτικό στοιχείο, ιδίως στην περιγραφή της εξορίας της ντανταϊστικών καλλιτεχνικών τάσεων κατσαρίδας, αλλά δεν είναι πολύ έντονο. Άλλωστε, ο Μαυρογεωργίου δε θέλει να φτιάξει μια φάρμα των εντόμων, αντίστοιχη με τη φάρμα των ζώων του Όργουελ. Δεν ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο. Αυτό που κυρίως τον απασχολεί είναι ο ρυθμός.
Έτσι, η ανάλυση μένει πάντα απλή, γεγονός που διευκολύνει την κωμικότητα των καταστάσεων, καθώς δεν βάζει προσχώματα στο αστείο και βοηθάει πολύ το ρυθμό. Ο Μαυρογεωργίου σε αυτό το έργο τουλάχιστον δεν αναζητά απαντήσεις ή τουλάχιστον δεν θέλει να τις τεκμηριώσει. Το έργο του είναι ένα παραμύθι και μια κωμωδία. Από εκεί και πέρα, τα φτερά της έκρυθμης φαντασίας του και η άρνηση να υποκύψει σε οποιαδήποτε σύμβαση, απογειώνουν την «Κατσαρίδα».
«Feedback» -« Στα ελληνικά ανάδραση»- «Όχι! Feedback…»
Ο Γάκης και ο Μαυρογεωργίου είναι μάστορες επίσης και στην επικοινωνία με το κοινό. Τραγουδάνε ωραία, χορεύουν ωραία, αυτοπαρωδούνται, σου φτιάχνουν τη διάθεση και παράλληλα σου δίνουν ένα έργο που έχει ουσία, χωρίς να θέλει να προβάλλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Είναι ένα υπέροχο χάος που το μεταδίδουν ασταμάτητα στο κοινό, χωρίς όμως να φεύγουν από το θέμα τους- που είναι ακριβώς το χάος.
Η δε χημεία μεταξύ αυτών των δύο ανθρώπων είναι εκπληκτική. Νομίζεις ώρες- ώρες, ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που με κάποια υπερφυσική δυνατότητα καταφέρνει να διπλασιάζεται. Και οι δύο είναι πάρα πολύ καλοί κωμικοί, με έντονα στοιχεία βουβού κινηματογράφου στο παίξιμο τους. Και κυρίως το νιώθουν το έργο στον απόλυτο βαθμό. Κι αυτό είναι κρίσιμο σε ένα έργο που οι ρόλοι και οι καταστάσεις εναλλάσσονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Επικαλούνται το feedback, αλλά δεν ισχύει και τόσο. Το κείμενο είναι δεδομένο και δεν αλλάζει από τις αντιδράσεις του κοινού. Όμως η όλη θεατρική εμπειρία απαιτεί τη συναισθηματική συμμετοχή των θεατών. Άλλωστε, όπως είπε από σκηνής ο Μαυρογεωργίου σε έναν «θρυλικό» μονόλογό του: «Εμείς δεν είμαστε κάτι τύποι που σηκώνουν με το ζόρι τους θεατές πάνω στη σκηνή. Εμείς κάνουμε σοβαρό θέατρο. Είμαστε ένα βήμα πριν τον Τσέχωφ!» Κι όλο το θέατρο ξέσπασε στα γέλια.
Ένα άλλο θέμα που θίγουν πολλοί, είναι το κατά πόσο ένα έργο φτιαγμένο για μικρή σκηνή, μπορεί να λειτουργήσει σε ένα μεγάλο στάδιο. Επειδή το είδα, πρέπει να πω ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα. Το μόνο πρόβλημα το έχουν οι θεατές που έχουν την ατυχία – όπως εγώ- να καθίσουν στις πίσω- πίσω θέσεις, πολύ μακριά από τη δράση.
Νομίζω ότι το low badget- low profile της «Κατσαρίδας» και γενικά των Μαυρογεωργίου- Γάκη, δημιούργησε σε πολλούς την εντύπωση ότι δεν θα μπορούσε να παιχτεί σε πιο μεγάλες αίθουσες. Όμως, αυτό το έργο και οι δημιουργοί- ερμηνευτές βγάζουν μια αίσθηση την ώρα που παρακολουθείς ότι γράφεται κάτι σημαντικό στα θεατρικά χρονικά. Κι αυτή η αίσθηση αρκεί από μόνη της, για να γεμίζει θέατρα όπως το Μπάντμιντον κι ακόμα μεγαλύτερα.
Γιώργος Σμυρνής