MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Βόλφγκανγκ «Αμαντέους» Παπακαλιάτης: Η οργή του Σαλιέρι!

Ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε παραχωρήσει συνέντευξη τύπου, πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Αμαντέους» του Πίτερ Σάφερ στην οποία είχε τότε δηλώσει πως στη ζωή του είχε νιώσει πολλές φορές όπως ο Σαλιέρι (ο ρόλος του), ένας Ιταλός συνθέτης που μισούσε λόγω παθολογικής ζήλιας το Μότσαρτ. Προφανώς, ταυτίστηκε υπερβολικά με το ρόλο αυτό, με αποτέλεσμα, αφενός να τον ερμηνεύσει με μαεστρία και αφετέρου να επιλέξει για «Αμαντέους» τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη, ο οποίος μας έδειξε έναν Μότσαρτ ρηχό και αλλοπρόσαλλο.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Το έργο βέβαια έχει ως στόχο να αποδoμήσει τη μορφή του κορυφαίου Αυστριακού μουσικού. Αφού η παράσταση διαδραματίζεται μέσα από την οπτική του μισητού εχθρού του, του Σαλιέρι, είναι λογικό ο Μότσαρτ να παρουσιάζεται κυρίως με ελαττώματα. Ο Ιταλός συνθέτης είχε κάνει σημαντική καριέρα στη Βιέννη. Έφτασε στη θέση του διευθυντή στην «Ιταλική Όπερα» του εθνικού θεάτρου και του διευθυντή της ορχήστρας της αυτοκρατορικής αυλής. Σύμφωνα με το έργο, που παρουσιάζει μια ευρέως αμφισβητούμενη εκδοχή της ιστορίας,  κάποια στιγμή ο Σαλιέρι άρχισε να νιώθει ότι η θέση του απειλείται από την παρουσία του πιο ταλαντούχου δημιουργού της εποχής του. Χρησιμοποιώντας κάθε μορφής ίντριγκα, καταφέρνει να προστατεύσει τον εαυτό του και την καριέρα του από τον Μότσαρτ, έναν άνθρωπο, που έτσι κι αλλιώς είναι εξαιρετικά ανεξέλεγκτος κι ατίθασος, για να ενσωματωθεί στα ασφυκτικά βασιλικά πρωτόκολλα.

Όμως το κίνητρο της επαγγελματικής επιβίωσης από μόνο του δεν αρκεί, για να ερμηνεύσει τον ψυχισμό του  Σαλιέρι, ενός χαρακτήρα, του οποίου το απύθμενο μίσος για τον Μότσαρτ θυμίζει Ιάγο, Ιαβέρη και μοναχό της  Ιεράς Εξέτασης. Ούτε αρκεί, για να μας δώσει έναν τραγικό χαρακτήρα.

 


Losing my religion

Ο Σαλιέρι είναι φανατικός καθολικός. Θεωρεί, λοιπόν, ότι όλα τα δίνει ο Θεός- άρα και το ταλέντο στη μουσική. Το ότι ένας άνθρωπος, όπως ο Μότσαρτ, που δεν πληροί σχεδόν καμία από τις προϋποθέσεις της χριστιανικής αρετής, δεν είναι ούτε ταπεινός, ούτε εγκρατής, ούτε ιδιαίτερα θρήσκος, ανταμείβεται με το θείο δώρο της μουσικής ιδιοφυΐας, είναι κάτι που ο πιστός Ιταλός δεν μπορεί να αντέξει.

Το ότι ο Ιταλός συνθέτης είναι ο πλέον αρμόδιος να αντιληφθεί το ύψιστο χάρισμα του Μότσαρτ είναι η κατάρα που δένει και καταστρέφει και τους δύο άντρες. Ο Σαλιέρι αντιλαμβάνεται πως το μέγεθος του ταλέντου του εχθρού του υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα- να ένας ακόμα λόγος να τον ταυτίσει με το θείο. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, δεν απειλείται μόνο η καριέρα του… Απειλείται ολόκληρη η κοσμοθεωρία του! Απειλείται η ίδια η πίστη του!

Αυτό είναι που τον κάνει αξιομίσητο, αλλά παράλληλα τραγικό. Κι επειδή έχει συναίσθηση της μικρότητάς του, γίνεται στο τέλος και συμπαθής. Ιδίως διότι απευθύνεται στην πλειοψηφία του 99,9%. Κανείς δεν είναι τέλειος και όλοι έχουν κάποιον, που θα ήθελαν να φτάσουν, αλλά δεν μπορούν!

«Σε μένα θα προσεύχεστε: Αντόνιο Σαλιέρι, προστάτης των μετρίων!» δήλωνε προς το τέλος της παράστασης με σπαρακτικό τρόπο ο Λιγνάδης, ως ο εκφραστής και ο προστάτης της μετριότητας, που αξίζει κι αυτή μια θέση στον ήλιο και στην αγάπη του Θεού. Πρέπει να πούμε ότι οι φωτεινές στιγμές του έργου είναι η υπέροχη μουσική του Μότσαρτ και η έξοχη ερμηνεία του Λιγνάδη. Το υπόλοιπο έργο σημαδεύεται από κακές ερμηνείες, επιφανειακούς χαρακτήρες, ατυχείς σκηνοθετικές επιλογές. Ο τρόπος που παρουσιάζεται ο Μότσαρτ και η εποχή του εκνευρίζουν με την κενότητά τους. Αυτό οφείλεται και στο κακό παίξιμο του Παπακαλιάτη, ο οποίος πάντως λειτουργεί πάρα πολύ αποτελεσματικά ως κράχτης γι’ αυτήν την παράσταση. Η αίθουσα είναι κατάμεστη και υπήρχαν θεατές που απειλούσαν το ταμείο ότι θα φέρουν τον Τριανταφυλλόπουλο, για να έχουν μια καλύτερη θέση.  Το έργο είναι μια από τις μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες της σεζόν και σε αυτό σίγουρα βοήθησε η παρουσία του Παπακαλιάτη. Όμως ερμηνευτικά ήταν ρηχός και δεν διέφερε σε τίποτα από αυτά που μας έχει δείξει στην τηλεόραση.

Κάποιες προσπάθειες σκηνοθετικές, να αποδοθεί ο ιδιοφυής συνθέτης μέσα από μια πιο ψυχαναλυτική προσέγγιση δεν ήταν ούτε πειστικές, ούτε ωραίες ως προς τη μορφή. Ιδίως το σημείο που ο Παπακαλιάτης αποκαλύπτει τους κοιλιακούς του φορώντας μια μύτη ενός κλόουν, ενώ παράλληλα ακούγεται ο «Μαγικός αυλός», μου φάνηκε σχεδόν σαν βεβήλωση, όχι τόσο απέναντι στο Μότσαρτ, αλλά στη μεγαλειώδη μουσική που άκουγα.

Και όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες όμως μοιάζουν καρικατούρες, όπως και ο τρόπος που προβάλλεται μια πολύ σημαντική ιστορική περίοδος, η οποία βρισκόταν στο μεταίχμιο ανάμεσα στο διαφωτισμό και το ρομαντισμό. Στην πραγματικότητα, ο μόνος χαρακτήρας που προβάλλεται με έναν μη ρηχό και έναν ουσιαστικό τρόπο, είναι ο Σαλιέρι. Θα μπορούσε ίσως να ήταν και ο Μότσαρτ, με την προϋπόθεση να τον ερμήνευε ένας καλύτερος ηθοποιός.

Συνολικά, το έργο έκανε σε πολλά σημεία κοιλιά  και δεν σε κέρδιζε με τις ερμηνείες κανενός άλλου ηθοποιού πλην του Λιγνάδη. Είχε όμως έναν καλό επίλογο με τον Σαλιέρι να γίνεται σπαρακτικός. Και η τελευταία εντύπωση, όπως και να το κάνουμε, είναι σημαντική και καλύπτει σημαντικό μέρος από τις υπόλοιπες αστοχίες.

Γιώργος Σμυρνής 

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις