MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“Ο Επιστάτης” του Πίντερ στο Απλό Θέατρο: Μεγάλες προσδοκίες!

Είχα ακούσει ότι “Ο Επιστάτης” του Χάρολντ Πίντερ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2005) είναι από τις πιο δημοφιλείς παραστάσεις φέτος. Παρ’ όλα αυτά δεν περίμενα να δω τόσο κόσμο μια απλή καθημερινή που πήγα να τη δω. Το Απλό θέατρο ήταν τόσο φίσκα, που πολλοί θεατές κάθονταν στα σκαλάκια με μαξιλάρια, για να απολαύσουν τον εκπληκτικό, ομολογουμένως Δημήτρη Καταλειφό και τους άλλους δύο συμπρωταγωνιστές του έξοχου δράματος του Πίντερ, που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Αντύπας.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Η άλλη μου έκπληξη ήταν ο ένας από τους δύο συμπρωταγωνιστές, ο Χάρης Φραγκούλης. Η ερμηνεία του στον ρόλο του ιδιόρρυθμου και απρόβλεπτου Μικ σε μαγνήτιζε. Το ταλέντο αυτού του παιδιού ξεχείλιζε στην σκηνή. Ο τρίτος της ομάδας, ο Λαέρτης Βασιλείου (που παίζει παράλληλα και στον Πελεκάνο του Στρίμπεργκ), πειθαρχώντας στις ανάγκες του ρόλου του, έδωσε έναν Άστον με ακρίβεια, αλλά όχι ιδιαίτερες εκλάμψεις.

Ο Επιστάτης είναι το έργο που καθιέρωσε τον Πίντερ ως μεγάλο όνομα στο θεατρικό στερέωμα. Μέχρι τότε, τα έργα του, που διαπνέονταν από έναν έντονο συμβολισμό, προκαλούσαν ανάμεικτα συναισθήματα στους θεατρικούς κριτικούς, οι περισσότεροι των οποίων τον θεωρούσαν χαοτικό και υποδεέστερο των μαιτρ του παραλόγου Μπέκετ και Ιονέσκο. Όμως, όταν έγραψε αυτό το έργο το 1960, η φήμη και η σταδιοδρομία του ξαφνικά απογειώθηκαν.

Όπως μας περιγράφει ο Michael Billington, στο «Η ζωή και το έργο του Χάρολντ Πίντερ», ο Επιστάτης «ξεπήδησε» μέσα από μια εικόνα της καθημερινότητας του συγγραφέα. Σε ένα σπίτι δίπλα του μένανε δύο αδέρφια, χτίστες, εκ των οποίων ο ένας ήταν εσωστρεφής και είχε στο παρελθόν ψυχολογικά προβλήματα. Τα δύο αδέρφια φιλοξενούσαν έναν γέρο αλήτη, τον οποίο κάποτε έδιωξαν. Αυτή η εικόνα έδωσε έμπνευση στον Πίντερ να στήσει όλο το δράμα του. Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Ντέιβις, ένας άστεγος γέρος, τον οποίο ο Άστον συμπονά και φιλοξενεί σπίτι του.

Στο «σπίτι» αυτό εμφανίζεται και ο αδερφός του ο αινιγματικός και παμπόνηρος Μικ. Το «σπίτι» γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε σε ποιόν από τους δύο αδερφούς ανήκει και όταν αρχίζουν τα παιχνίδια εξουσίας, το έδαφος γίνεται μετέωρο, όπως και η πραγματικότητα. Ο Μικ- σε αντίθεση με τον Άστον, που αρχίζει δουλειές τις οποίες ποτέ δεν τελειώνει- είναι ένας άντρας πολύ αποτελεσματικός και οξυδερκής. Έχει φαντασία, αλλά στα λεγόμενά του δυσκολεύεσαι να διακρίνεις πότε μιλάει για πραγματικά του σχέδια, πότε απλά φαντάζεται πράγματα και πότε απλώς «δουλεύει» ψιλό γαζί τον κακομοίρη τον Ντέιβις.

Κάποτε, ο Μικ ορίζει ως επιστάτη του σπιτιού, άρα και του αδερφού του, τον ταλαίπωρο, αν και συχνά φιλοτομαριστή Ντέιβις. Ο «διορισμός» του ως «επιστάτη» της οικίας, στην οποία τον φιλοξενούν, του προκαλεί μια αρχοντοχωριάτικη αλαζονεία. Είναι γεγονός ότι έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, οφείλεται στην συμπόνια του Άστον. Κι όμως, ο Ντέιβις, πιστεύοντας λανθασμένα ότι έχει πλέον σύμμαχο και προστάτη του τον κραταιό Μικ, αντιμετωπίζει πλέον τον έτερο αδερφό ως αδύναμο κρίκο της τριάδας. Όμως, ο αδύναμος κρίκος είναι ο Ντέιβις, διότι δεν τον συνδέουν δεσμοί αίματος με τους άλλους δύο. Ο «Επιστάτης» είναι τελικά αχάριστος. «Ο καημένος ο Ντέιβις, με μια αίσθηση κατωτερότητας που βρίσκει διέξοδο στο μίσος του για τους Νέγρους, τους Ινδούς και τους Έλληνες, πολύ απλά δεν είναι ικανός να συνειδητοποιήσει το νόημα μιας τέτοιας χειρονομίας» (της φιλανθρωπίας του Άστον), όπως γράφει Martin Esslin, στο «Πίντερ, ο συγγραφέας». Τελικά ανοίγει το στόμα του και λέει πράγματα για τον Άστον, τα οποία οι δύο αδερφοί δεν είναι διατεθειμένοι να του συγχωρήσουν. Κι εκεί τελειώνει το παιχνίδι- ένα παιχνίδι ιδιοκτησίας, εξουσίας και σαθρών ερεισμάτων.

Πού η αλήθεια και πού το ψέμα;
«Μια από τις δυσκολίες που συναντούν οι ηθοποιοί στον Πίντερ είναι ότι δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη πως αυτά που λέγονται είναι όντως αλήθεια. Εδώ που τα λέμε, είναι καλύτερα να υποθέτεις πως πρόκειται για κάποιο κόλπο (…) Μόλις μάθουν οι ηθοποιοί να εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους, τότε πρέπει να αρχίσει η διαδικασία απόκρυψής τους, γιατί στα έργα του Πίντερ, το να δείχνεις τα αισθήματά σου είναι μια αδυναμία που τιμωρείται ανελέητα(…) Όλοι οι ήρωες του Πίντερ έχουν μάσκες…» γράφει ο Πήτερ Χωλ στο άρθρο του «Σκηνοθετώντας τον Πίντερ».

Πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις πότε είναι ειλικρινείς οι ήρωες του δράματος και πότε κοροϊδεύουν, σε τόσο μεγάλο βαθμό, που ο ρεαλισμός να υπονομεύεται και το παράλογο να εμφιλοχωρεί. Ο Ντέιβις αφηγείται ιστορίες από τη ζωή του και μιλάει για χαρτιά που έχει, όμως δυσκολεύεσαι να πιστέψεις έστω και μια λέξη από αυτά που λέει. Ούτε για το αν το όνομά του είναι το πραγματικό, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Ο Μικ, ως ο πιο ισχυρός του τρίου, «σπάει πλάκα» και σκαρώνει παιχνίδια μέσα στην ομάδα, διαμορφώνοντας συμμαχίες. Μιλάει για πράγματα παράξενα, με έναν τρόπο παράξενο και περιγράφει ένα μέλλον, που μόνο στη δική του, ιδιαίτερη φαντασία θα μπορούσε να κατασκευαστεί. Ακόμα και το γεγονός ότι “διόρισε” ως επιστάτη τον γέρο αλήτη Ντέιβις μάλλον με ένα παιχνίδι του για να “σπάσει πλάκα” μοιάζει, παρά με μια σοβαρή επαγγελματική επιλογή. Και τέλος, ο Άστον, ο πιο βασανισμένος και αναξιοπαθής από τους τρεις (ακόμα και τον Ντέιβις) μαθαίνουμε από τον ίδιο ότι στο παρελθόν αντιμετώπισε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και σε συνδυασμό με την παράδοξη φιλανθρωπία του και τον μηχανικό τρόπο που αντιδρά (σαν υπνοβάτης), δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε και τα δικά του λεγόμενα.

Το έργο κινείται διαρκώς στο τεντωμένο σκοινί του δράματος και της παρωδίας, που είναι ουσιαστικά μια παρωδία της πραγματικότητας και της μίας αλήθειας. Και το κείμενο αυτό, που μας ανοίγει αυτόν τον φωτεινό δρόμο καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας, υπηρετείται με αρτιότητα από τις ερμηνείες των τριών ηθοποιών. Η ποικιλία των ερμηνευτικών μέσων που χρησιμοποιεί ο πεπειραμένος και πολυτάλαντος Καταλειφός, το πλούσιο κι αυθεντικό ταλέντο του νεαρού Χ. Φραγκούλη και η καλλιτεχνική πειθαρχία του Λ. Βασιλείου καθιστούν την παράσταση ένα πολύ υψηλού επιπέδου θέαμα.

Γιώργος Σμυρνής 

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις