Κατερίνα Ευαγγελάτου: Τα μεγάλα έργα βγαίνουν απ’ την ανάγκη ν’ αυτοπροσδιοριστούμε!
Το “Cock” που παρουσιάζεται μέχρι τις 15 Μαϊου στο Θέατρο Θησείον είναι μια από τις ευχάριστες εκπλήξεις της φετινής χρονιάς και δικαίως εξελίσσεται σε talk of the town. H Κατερίνα Ευαγγελάτου που υπογράφει τη σκηνοθεσία, μας μιλάει για την παράσταση και για τις απόψεις της για το θέατρο σήμερα. Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Πολύ πριν συμπληρώσει τα 31 χρόνια η Κατερίνα Ευαγγελάτου είχε αποδείξει ότι δεν είναι απλά η κόρη του Σπύρου Ευαγγελάτου και της Λήδας Τασοπούλου», χαράσσοντας τη δική της πορεία στο χώρο του θεάτρου, αρχικά ως ηθοποιός στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στη συνέχεια σκηνοθετώντας παραστάσεις που συζητήθηκαν.
Ανατρεπτική και ευρηματική, με εντυπωσιακές σπουδές πάνω στο αντικείμενό της στη Μόσχα και στο Λονδίνο, η νεαρή σκηνοθέτης αποδεικνύει με κάθε νέα παράσταση που υπογράφει το μεγάλο πάθος και την αφοσίωση για που έχει για τη δουλειά της.
Το «Cock» του βρετανού συγγραφέα Μάικλ Μπάρτλετ, που ανεβαίνει στο θέατρο «Θησείον», αποτελεί ένα αιχμηρό σχόλιο για την στάση της σύγχρονης κοινωνίας απέναντι στο ζήτημα της σεξουαλικής ταυτότητας. Το έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2009 στο Royal Court Theatre του Λονδίνου, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές, μιλάει για ένα νέο άντρα, τον Τζον, που διχάζεται ανάμεσα στον επί πολλά χρόνια ερωτικό του σύντροφο και μια γυναίκα που μπαίνει στη ζωή του. Ο Τζον συζεί επτά χρόνια με τον Α αλλά η σχέση τους περνάει κρίση. Κάποια στιγμή χωρίζουν για λίγο και ο Τζον γνωρίζει κάποιον άλλον, μια γυναίκα. Από αυτό το σημείο αρχίζει μια διελκυστίνδα για τα συναισθήματα του Τζον με αποκορύφωμα ένα τρομερό δείπνο στο οποίο παρίστανται οι τρεις τους και ο πατέρας του Α, ο οποίος επεμβαίνει με σκοπό να βγάλει τη γυναίκα από τη μέση και να επανενώσει το ζευγάρι…
Το κείμενο του Μάικλ Μπάρτλετ είναι εξαιρετικά γραμμένο και δεν εστιάζει τόσο στο σεξουαλικό προσανατολισμό, όσο στην ανάγκη του ανθρώπου να προσδιορίζει ο ίδιος τον εαυτό του, πέρα από τις σεξουαλικές ταυτότητες. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου προσέγγισε το θέμα διατηρώντας τις κατευθυντήριες οδηγίες του συγγραφέα, οι οποίες, όπως παραδέχθηκε, συμφωνούν με τις μινιμαλιστικές και αφαιρετικές προσεγγίσεις που έχει και η ίδια για το σύγχρονο θέατρο.
Γιατί πιστεύεις ότι ένα τολμηρό έργο, όπως το Cock, σημειώνει τέτοια επιτυχία;
Το αν θα περπατήσει εμπορικά ένα έργο είναι συνάρτηση πολλών πραγμάτων και ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις εκ των προτέρων. Η συγκεκριμένη παράσταση νομίζω ότι έχει απήχηση στον κόσμο γιατί εκτός του έργου- που είναι πολύ δυνατό, πολύ σύγχρονο, έχει πολύ χιούμορ, αλλά και βάθος- έχει 4 πολύ καλές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές. Και όσο για τη σκηνοθεσία, αυτό που μπορώ να πω- αν και φυσικά δεν μπορώ να μιλήσω για τον εαυτό μου- είναι ότι έχει ενδιαφέρον αυτή η απογύμνωση που έχει γίνει. Όλος αυτός ο συνδυασμός των πραγμάτων οδηγεί στο να έχει απήχηση στο κοινό.
Φέτος έχουμε αρκετές παραστάσεις με γκέι θέματα. Νομίζεις ότι έχει σπάσει ένα ταμπού;
Δε νομίζω ότι είναι πολλές οι παραστάσεις! 3 ή 4 στις τριακόσιες πρεμιέρες δεν είναι πολλές! Είναι ένα τίποτα, έτσι δεν είναι; Ίσως να έχουν προβληθεί περισσότερο φέτος. Θα μου πεις, αν πέρσι δεν είχαμε καμία και φέτος έχουμε 4, είναι άνοδος τρομερή. Νομίζω πάντως πως έτυχε. Δε πιστεύω ότι υπάρχει κάποια κοινωνική εξέλιξη από κάτω.
Σύμφωνα με τη θεατρολόγο… ένα από τα ζητούμενα του έργου να είναι ο επαναπροσδιορισμός του πολιτικά ορθού. Πόσο ορθό είναι τελικά το πολιτικά ορθό.
Ο όρος είναι πολύ παρεξηγημένος, κατά τη γνώμη μου και χρησιμοποιείται πολλές φορές για λάθος λόγους. Με μη ορθό τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε. Δεν υπάρχει το πολιτικά ορθό! Δεν υπάρχουν πολλά τέτοιου είδους κατάλοιπα άλλων εποχών, που μας έχουν κληροδοτηθεί. Υπάρχει η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός, η διαφορετικότητα και η ελευθερία η δική μας, που δεν έρχεται σε σύγκρουση με την ελευθερία του άλλου.
Το «Cock” πολύ περισσότερο από ένα έργο για τη ζωή των γκέι, είναι ένα έργο που μιλάει για την ανάγκη του ανθρώπου να προσδιορίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό;
Ωραία ερώτηση. Πιστεύω ότι αυτή η ανάγκη υπάρχει πάντα μέσα μας σε όλες τις ηλικίες. Όταν όμως είσαι γύρω στα 30 μπορείς ίσως να το εκφράσεις καλύτερα, γιατί έχεις ζήσει κάποια πράγματα, έχεις κατασταλάξει σε κάποια και αρχίζουν να γίνονται άλλου είδους ζυμώσεις από ότι στην εφηβεία ή στα 20. Δεν είναι κάτι εύκολο… Βλέπουμε όμως ότι μέσα από αυτές τις δυσκολίες προκύπτουν και τα μεγάλα έργα τέχνης! Και προκύπτει ακόμα η ανάγκη του ανθρώπου για πνευματική αναζήτηση, για δημιουργία, για συντροφικότητα.
Θέλω να πω το να νιώθεις ατελής, το να θέλεις να προσδιοριστείς σε σχέση με την ύπαρξή σου στις καλές περιπτώσεις- γιατί υπάρχουν και περιπτώσεις που μπορεί να σε οδηγήσουν στο ψυχιατρείο- οδηγεί σε κάτι δημιουργικό. Οπότε νομίζω ότι αυτή είναι μία ανάγκη που ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι γίνεται να κορεσθεί. Να πεις ότι «το βρήκα!» Κι αυτό είναι καλό!
Ο συγγραφέας του έργου Μάικλ Μπάρτλετ δίνει πολύ αυστηρές οδηγίες στους σκηνοθέτες. Τι καταλαβαίνεις για το χαρακτήρα του από αυτό το αυστηρό πλαίσιο και τι θα είχες κάνει διαφορετικά, αν δεν υπήρχε το πλαίσιο αυτό.
Στο τι θα είχα κάνει διαφορετικά, είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω, γιατί είναι εντελώς υποθετικό. Ένας από τους λόγους που διάλεξα αυτό το κείμενο ήταν αυτές οι οδηγίες. Ήταν από τα πράγματα που με έκαναν να πω: «Ωπ! Να, αυτό, έτσι ιδωμένο, με αυτή την αφαίρεση, αλλά και με ακόμα περισσότερη αφαίρεση που δοκίμασα να του κάνω εγώ, με τη σκηνοθεσία μου, σε σχέση με την υποκριτική, με τον τρόπο χειρισμού του λόγου και γενικώς με την οπτική, με το πώς κάθονται οι θεατές, το στήσιμο, τις μεγάλες αποστάσεις και με όλα αυτά, είναι κάτι που θέλω να κάνω!» Αυτές οι αυστηρές οδηγίες λειτούργησαν σαν σημείο εκκίνησης. Και ήταν για μένα μία ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση το τι ακόμα μπορώ να κάνω, χωρίς να το διαλύσω. Και είναι πάρα πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί ένα ρεαλιστικό κείμενο με μια τέτοιου είδους αφαιρετική σκηνοθεσία. Μπορεί να φαίνεται απλό σε κάποιον που το βλέπει. Μπορεί μια τέτοια σκηνοθεσία να φαντάζει διακριτική, αλλά στην πραγματικότητα η δουλειά με τους ηθοποιούς και γενικά σε σχέση με όλη την παράσταση είναι εξαιρετικά περίπλοκη.
Γιατί όμως πιστεύεις ότι δίνει τόσο αυστηρές οδηγίες; Είναι η αυστηρή αγγλική σχολή; Είναι ότι φοβάται πως άμα αφήσει στους σκηνοθέτες ένα έργο με τόσο προκλητικό θέμα, μπορεί να του κάνουνε τέρατα;
Κοίταξε. Σίγουρα λίγο από όλα, αλλά νομίζω ότι, για να του αποδώσουμε και τα εύσημα, αυτό το πλαίσιο έχει να κάνει με την προσωπικότητα του Μάικλ Μπάρτλετ, με το ύφος του, με το στυλ του! Και αυτή είναι μία από τις κεντρικές αρτηρίες του έργου. Είναι πολύ σημαντικό το ότι επέλεξε αυτό το πράγμα. Δείχνει κάτι για την αισθητική του.
Αυτό το επιβάλλει;
Όχι! Δεν το επιβάλλει! Αυτός απλά γράφει την άποψή του. Άλλωστε, όπως όλοι γνωρίζουμε, της μόδας είναι να αγνοεί ο σκηνοθέτης τις οδηγίες του συγγραφέα. Δεν είναι απαραίτητο για έναν σκηνοθέτη να τις ακολουθήσει. Ήταν δική μου επιλογή να τις ακολουθήσω πιστά και να τις πάω ακόμα παραπέρα.
Γοητεύτηκα πάρα πολύ από το ρόλο του πατέρα στο έργο. Ήταν η απόλυτη ευχάριστη έκπληξη του κειμένου και της παράστασης ο ρόλος αυτός, με έναν εκπληκτικό ηθοποιό να τον ερμηνεύει. Πιστεύεις πως όλοι θα θέλαμε έναν τέτοιο πατέρα;
Δεν ξέρω αν θα θέλαμε όλοι έναν τέτοιο πατέρα, γιατί αυτός είναι και λίγο επικίνδυνος! Αρχίζει και μιλάει και δεν ξέρεις πού θα το πάει. Είναι λίγο ανεξέλεγκτος τύπος. Και με την εξαιρετική ερμηνεία του Γιώργου Κοτανίδη φωτίστηκε και η τρέλα του ακόμη περισσότερο… Πάντως, σίγουρα όλοι θα ήθελαν έναν πατέρα, που, ακόμα και μετά από καιρό, ακόμα και μετά από συγκρούσεις, τις οποίες αφήνει το κείμενο να διαφανούν, θα έχει αποδεχθεί τις επιλογές του παιδιού του. Και όχι μόνο τις έχει αποδεχθεί, αλλά τις υποστηρίζει σθεναρά.
Ένας χαρακτηρισμός του έργου είναι ότι πρόκειται για ένα μετά- γκέι έργο. Τι σημαίνει αυτός ο όρος για σένα;
Θα το εστίαζα στις ατάκες του John, που λέει ότι «στο Πανεπιστήμιο, όταν αποφάσισα να αποκαλυφθώ, όλοι με αγκάλιαζαν και ήταν περήφανοι για μένα κι εγώ νομίζω ότι έγινα μέρος ενός γκέτο, ενός σκηνικού. Αλλά εμένα αυτό δε μου φαινόταν καλό! Άρχισα να καταπιέζομαι ακόμα περισσότερο για να συμπεριφέρομαι έτσι». Όπως λέει, γκέι- στρέιτ είναι λέξεις από την δεκαετία του ’60… Τι σημασία έχει τι κάνεις στο κρεβάτι σου; Δεν πρέπει αυτό να επηρεάζει άλλους τομείς, όπως ας πούμε το πώς ντύνεσαι, το πώς μιλάς. Αυτό νομίζω είναι το μετά-γκέι. Καταδικάζει το ότι με το καλημέρα πρέπει ο άλλος να καταλάβει τι είδους σεξουαλικό προσανατολισμό έχεις. Με το πώς κουρεύεσαι, τι ρούχα φοράς, πού βγαίνεις, πρέπει να δηλώνεις φωναχτά τη σεξουαλική σου επιλογή. Και γι’ αυτό θα έλεγα ότι το έργο είναι τολμηρό, είναι εξέλιξη για το σύγχρονο κοινό, γιατί δηλώνει κάτι. Δηλώνει ότι σήμερα δε χρειάζεται να λέμε ότι είμαι γκέι, ούτε να ντύνομαι μόνο έτσι, ούτε να μιλάω με αυτόν τον τρόπο. Ίσα-ίσα, αυτό μειώνει τους γκέι, γιατί τους τοποθετεί αμέσως σε μία μειονότητα. Και υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που αρνούνται αυτού του είδους την ταυτότητα.
Γιατί o τίτλος «Cock» έμεινε αμετάφραστος από το αγγλικό κείμενο;
Γιατί δεν υπάρχει λέξη στα ελληνικά, που να σημαίνει όλα τα πράγματα. Δηλαδή, φυσικά σημαίνει πέος στην αργκώ πάνω από όλα, σημαίνει επίσης κοκόρι, που έχει να κάνει με τον John που ξαφνικά ξεπετάχθηκε και είναι δεξιά και αριστερά. Σημαίνει όμως και σαχλαμάρες. «A lot of cock!» Πολλές αρλούμπες μου λες. Ένας Βρετανός θεατής, φυσικά, αμέσως θα σκεφτεί το πέος, αλλά και οι άλλες δύο έννοιες είναι εξίσου ισχυρές. Στην Ελλάδα μόνο με την λέξη «πουλί» θα μπορούσαμε κάπως να το μεταφράσουμε, αλλά νομίζω ότι είναι εντελώς αντιαισθητική.
Βλέπουμε ότι το βιογραφικό σου είναι πάμπλουτο, τόσο σε δουλειές, όσο και σε σπουδές. Εκτός από σπουδές θεάτρου στην Αγγλία και στη Ρωσία, έχεις κάνει σπουδές κλασσικής κιθάρας και Φιλοσοφίας στο Φ.Π.Ψ. Αθηνών. Πόσο έχουν επηρεάσει οι σπουδές στην κιθάρα και στην Φιλοσοφία τη δουλειά σου στο θέατρο;
Οι μουσικές σπουδές μου με έχουν επηρεάσει πάρα πολύ στα ζητήματα ρυθμού, ρυθμολογίας, μουσικότητας του λόγου, αλλά και στη συνεργασία μου με το συνθέτη Σταύρο Γασπαράτο, που έχει κάνει όλες τις δουλειές μου και στο Εθνικό και στο Αμφιθέατρο και στο «Cock». Με βοηθάει πάρα πολύ το ότι ξέρω να διαβάζω μουσική. Η φιλοσοφία, ήταν μια σπουδή, που ήθελα να την κάνω ανεξάρτητα από το θεατρικό μου ενδιαφέρον, ακριβώς για να έχω μια ευρύτερη παιδεία. Με ενδιέφερε πολύ η ιστορία, με ενδιέφερε πολύ η φιλοσοφία και η ψυχολογία. Όλα αυτά νομίζω βοηθούν και με άρρητους τρόπους, που δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να εκφράσω συνειδητά, στο να σκέφτομαι, στο να επιλέγω- ίσως- τα έργα που επιλέγω και στην οπτική μου πάνω σε ένα κείμενο.
Όλοι οι άνθρωποι του θεάτρου λένε ότι κυνηγούν το ρυθμό. Ο ρυθμός έχει να κάνει με τη γλώσσα; Και πόσο αλλοιώνει το ρυθμό του κειμένου η μετάφραση του σε μία άλλη γλώσσα;
Υπάρχουν δύο ρυθμοί. Ο εξωτερικός και ο εσωτερικός ρυθμός στην ερμηνεία. Οι δύο αυτοί ρυθμοί έχουν να κάνουν με το συναίσθημα, τη σκέψη, το κίνητρο και γενικότερα με την σκηνοθετική κατεύθυνση. Είναι συνάρτηση πολλών πραγμάτων ο ρυθμός. Γίνεται πολύς λόγος στο θέατρο, γιατί είναι ένα εξωτερικό στοιχείο, που όμως έχει άμεση σύνδεση με το εσωτερικό. Πολλές φορές ο ρυθμός μπορεί να οδηγήσει τον ηθοποιό σε μια μεγάλη εσωτερική ανακάλυψη. Και είναι σημαντικό το πώς ο σκηνοθέτης θα τον κατευθύνει στον ένα ή στον άλλο ρυθμό, στην ποικιλία του ρυθμού, ή στη σύγκρουση του εσωτερικού ρυθμού με τον εξωτερικό ρυθμό. Όλα αυτά τα διδάχθηκα στη Μόσχα πάρα πολύ. Ένας διάσημος καθηγητής εκεί, ο Ολέγκ Κουντρισόφ, που είναι και ο ίδιος μουσικός, ασχολείται πάρα πολύ με αυτά τα ζητήματα.
Όσο για το ρυθμό του λόγου και πόσο τον επηρεάζει η μετάφραση; Στο συγκεκριμένο έργο, το οποίο εγώ μετέφρασα, ήταν μεγάλη μου μέριμνα οι ρυθμοί, γιατί έχει πολύ χιούμορ και το timing είναι πολύ σημαντικό. Ας πούμε, αν είναι μία λέξη στα αγγλικά, δεν μπορείς εσύ να την κάνεις μία αράδα! Αλλά πρέπει να κρατήσεις το χιούμορ, οπότε πρέπει να κρατήσεις τις αντιστοιχίες. Και γενικότερα, έχω μία ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα γλώσσας και των τονισμών και των χρωματισμών. Γι’ αυτό είμαι πάρα πολύ προσεκτική στις μεταφράσεις μου, για να μη χαθεί ούτε από το νόημα τίποτα, αλλά ούτε κι από το ρυθμό.
Εσύ επέλεξες να μεταφράσεις το Cock; Έχεις μεταφράσει άλλα έργα;
Επέλεξα να μεταφράσω το κείμενο, γιατί, όταν το διάβασα ένιωσα ότι μπορώ να το κάνω. Έχω μια πολύ καλή σχέση με την αγγλική γλώσσα, επειδή σπούδασα στο Λονδίνο, αλλά άσχετα με αυτό, είναι μια γλώσσα την οποία συνεχώς δουλεύω, έχω άμεση σχέση με το πώς μιλιέται, με το χιούμορ της. Στο παρελθόν έχω κάνει και άλλες μεταφράσεις όπως την «Εκδίκηση» μαζί με την Κατερίνα Τσαμαδιά, ένα έργο του 1582 του Τόμας Κιντ, Ελισαβετιανό, πάρα πολύ δύσκολο κείμενο, ποιητικό, με ρίμα πάρα πολλές φορές. Από τα ρώσικα μετέφρασα την «Πλαστελίνη», ένα έργο που σκηνοθέτησα στο Εθνικό κ.ά.
Ετοιμάζεις κάτι άλλο αυτή την περίοδο;
Αυτήν την περίοδο κάνω ακροάσεις για το «Γυάλινο Κόσμο», που είναι η παράσταση που θα ανέβει του χρόνου, το Νοέμβριο. Οι πρόβες θα αρχίσουν τον Αύγουστο και θα ανέβει στο θέατρο Δημήτρης Χορν. Και κάνω ακροάσεις τώρα για το ρόλο της Λόρα, ενώ στο ρόλο της Αμάντα είναι η Ναταλία Τσαλίκη.