MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Σωτήρης Χατζάκης: «Πολλοί το ρίξανε στο μεταμοντέρνο θέατρο από τεμπελιά!»

H “Λωξάντρα” που παρουσιάζεται φέτος από το ΚΘΒΕ, είναι αναμφίβολα μια από τις παραστάσεις της χρονιάς. Μετά από μια εντυπωσιακή πορεία στη Θεσσαλονίκη, όπου έκοψε σχεδόν 70 χιλιάδες εισιτήρια έρχεται στην Αθήνα για 16 μόνο παραστάσεις από τις 4 έως τις 15 Μαΐου στο «Θέατρον», του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Tη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει ο Σωτήρης Χατζάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ο ίδιος θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως “διανοούμενος ελευθέρας βοσκής”, καθώς πιστεύει πως οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι ανένταχτοι σε δόγματα εξουσίας. Παράλληλα θεωρεί ότι η “Λωξάντρα” άγγιξε τόσο το κοινό, γιατί μίλησαν στην ψυχή του οι δυστυχίες, αλλά και η αξιοπρέπεια της ηρωίδας σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, που θυμίζει πολύ τα δικά μας σύγχρονα βάσανα. Ο κ. Χατζάκης, ένας άνθρωπος με ουσιαστικές απόψεις και τεράστιο έργο στο θέατρο, μίλησε στο Monopoli.gr για την “Λωξάντρα”, το θέατρο, τις απόψεις του για την Ελλάδα και το σύγχρονο κόσμο.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή

author-image Γιώργος Σμυρνής

Γιατί διαλέξατε να ανεβάσετε τη Λωξάντρα;

Εδώ και χρόνια με απασχολεί η μεταφορά λογοτεχνικών κειμένων στην σκηνή. Αυτό ξεκίνησε από  τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη πριν λίγα χρόνια, συνεχίστηκε με τη «Νύχτα του τράγου» με τα ελληνικά λαϊκά παραμύθια, την «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, τον «Τελευταίο πειρασμό» του Καζαντζάκη,  το έργο «Του νεκρού αδερφού» και τώρα στη «Λωξάντρα». Είναι μία σειρά λογοτεχνικών έργων που μπολιάζουν με συγκλονιστικό υλικό τη θεατρική μας εμπειρία. Κατά δεύτερον, είναι μία εποχή, στην οποία οι αξίες που φέρει η Λωξάντρα και τα μηνύματα που βγαίνουν από αυτό το έργο είναι εντελώς χρήσιμα μέσα στις συνθήκες κρίσης που βιώνουμε αυτή τη στιγμή.


Πώς εξηγείτε την πολύ μεγάλη επιτυχία της παράστασης στη Θεσσαλονίκη;
Η ιστορία του έργου αφορά τη ζωή μιας γυναίκας στον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα στην Πόλη. Είναι ένα κομμάτι του ελληνισμού με πολύ μεγάλες περιπέτειες γνωστές και σπαρακτικές, που μεγαλούργησε εκεί, με επιτεύγματα τεράστια στο εμπόριο και στον πολιτισμό. Και αυτό συγκινεί γιατί κατά πρώτον η Θεσσαλονίκη είναι προσφυγομάνα. Και ο κόσμος συγκινείται να ακούει αυτή τη γλώσσα, να έχει αυτές τις μνήμες, να ακούει τις τοποθεσίες του έργου, να ακούει τα τραγούδια από την ορχήστρα «Λωξάντρα» που παίζει πάνω στην σκηνή…  Και είναι και η θεματική του έργου.

Αλλά πιστεύω ότι, βαθύτερα, η επιτυχία του έργου οφείλεται στο ότι επικοινωνήσαμε με τον κόσμο μέσω της βασικής ηρωίδας και κυρίως τη δυνατότητα της να πιστεύει στη φύτρα της ζωής, να πιστεύει στην αλληλεγγύη, στην αγάπη και στην φροντίδα στον άνθρωπο μέσα από δύσκολες συνθήκες. Κι επειδή και οι τότε συνθήκες ήταν δύσκολες, αλλά και οι σημερινές δημιουργούν μια δυστυχία, ο κόσμος ταυτίζεται, συγκινείται και γι’ αυτό ήρθε και την είδε. Περίπου 70 χιλιάδες άνθρωποι είδαν στη Θεσσαλονίκη την παράσταση.


Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι αντιστοιχίες του τότε με το σήμερα;

Μέσα στο έργο περνάνε γεγονότα ιστορικά, όπως είναι οι Ρωσο-τουρκικοί πόλεμοι, η σφαγή των Αρμενίων, το ότι ετοιμάζεται η μικρασιατική καταστροφή… Γενικώς υπάρχει μία περιρρέουσα αναταραχή και βία, όπως υπάρχει και σήμερα γύρω μας- εννοώ με τους πολέμους που γίνονται σε διάφορα μέρη, ακόμα και στα Βαλκάνια.

Η δεύτερη αντιστοιχία και σήμερα και τότε είναι ότι ο μικρός πυρήνας της κοινωνίας, που είναι η οικογένεια, δοκιμάζεται, δέχεται πιέσεις, οι κεντρομόλες δυνάμεις γίνονται φυγόκεντρες. Και εκεί αναδύονται αξίες και πρότυπα –και τότε και τώρα- που επιστρέφουν, όπως είναι ο πατέρας, η μάνα, το τραπέζι που βρίσκεται η οικογένεια, το φαγητό, το σόι, η συναναστροφή, η εξωστρέφεια, το γλέντι… Και αυτό όλο, ευτυχώς, είναι ένα στοιχείο  που συνδέει τον κοινωνικό ιστό και σήμερα και τότε.


Θεωρείτε ότι τα έργα της ελληνικής δραματουργίας μιλάνε πιο πολύ στην ψυχή του Έλληνα θεατή από ό,τι έργα ξένων δημιουργών;
Πιστεύω ότι η τέχνη, η ποίηση και η ποιητική της τέχνης είναι παγκόσμια. Δηλαδή ένα ελληνικό έργο μπορεί να μιλήσει στην καρδιά ενός Ιάπωνα και το αντίστοιχο. Αλλά, όντως, υπάρχει μία αγάπη δική μας στην ελληνική δραματουργία και στην ελληνική λογοτεχνία, γιατί αυτά είναι θέματα διαχρονίας του έθνους, συνείδησης της ελληνικής ροής και της ελληνικής μνήμης γενικότερα. Μιλάω δηλαδή για μία αγάπη στην πατρίδα, για μία αγάπη στο έθνος- αυτά που σας λέω απαλλαγμένα από τον εθνικισμό ασφαλώς- και μία επιβεβαίωση της ταυτότητας μέσα από την ετερότητα του άλλου. Αλλά για να πας στο έτερο θα πρέπει να ξέρεις από πού ξεκινάς. Η ιθαγένεια, επομένως, και η επιβεβαίωση της ιθαγένειας μέσα από την τέχνη, είναι επιβεβλημένη.


Λέτε κάπου «μου αρέσει να είμαι διανοούμενος ελευθέρας βοσκής». Μπορείτε να μας το αναλύσετε;
Αυτό σημαίνει ότι ως άνθρωπος του θεάτρου δε θα ήθελα να ανήκω πολιτικά, θρησκευτικά, κοινωνικά σε μία ομάδα ή σε ένα κόμμα ή σε μία παράταξη, οτιδήποτε και αν είναι αυτό. Γιατί το θέατρο ανήκει στον καθένα ξεχωριστά και σε όλους μαζί. Το θέατρο είναι μια τεράστια αγκαλιά και μια ανοιχτή πόρτα για όλο τον κόσμο. Είναι συνενωτικό στην ανθρώπινη εμπειρία και συγκολλητικό. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται ο καλλιτέχνης να είναι υπερκείμενος των δογμάτων εξουσίας και των διαφορών που χωρίζουν τους ανθρώπους, είτε είναι πολιτικές, είτε κομματικές, είτε θρησκευτικές, είτε κοινωνικές.


Σε κάποια άλλη συνέντευξή σας λέγατε «είμαστε ανατολικοί-δυτικοί, σταυρωμένοι μεταξύ ανατολής και δύσης. Και ότι έχουμε φτάσει σε μια κωμική λατρεία του δυτικού. Πού αποδίδετε αυτήν την πολιτιστική δυτικολατρεία μας;
Νομίζω ότι ξεχάσαμε λίγο την ανατολική μας πλευρά, την ανατολική εμπειρία, τη σπειροειδή εμπειρία, την κυκλικότητα και την τελετουργική εμπειρία. Και επιλέξαμε μόδες του εξωτερικού, που ήρθαν σωρηδόν στην Ελλάδα και ξαφνικά. Από μία πλευρά καλά έκαναν και ήρθαν, για να ανανεώσουν τις εμπειρίες μας, αλλά από την άλλη, όταν άκριτα αποδέχεσαι οτιδήποτε και το αναβιβάζεις σε υπερκείμενο κριτικής και κορυφαίο γεγονός – όπως την αποδόμηση ή το μεταμοντέρνο θέατρο- και παραδομένος σε μια ξενολατρεία, τότε έχεις χάσει το κέντρο σου.

Εγώ πιστεύω ότι η αλήθεια βρίσκεται στη μέση. Η αλήθεια είναι ότι τα κινήματα αυτά που σας ανέφερα σωστά έχουν έρθει στην Ελλάδα κι έπρεπε να έχουν έρθει και πιο νωρίς, γιατί από το ‘70 και το ‘80 έχουν ξεκινήσει- αλλά όχι οποιοδήποτε σκουπίδι να μπαίνει κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Με μία κρίση και τους υποδεχόμαστε ισότιμα, με δικές μας εμπειρίες και με δικές μας σχολές. Και από αυτό το συγχρωτισμό αναδύεται αυτό το υπέροχο ταξίδι της ταυτότητας μέσα από την ετερότητα του άλλου. Πάντα επιβεβαιωνόμαστε μέσα από το άλλο. Όταν όμως μπατάρει από τη μία πλευρά, αυτό δεν είναι καλό. Θέλει πάντα μία ισορροπία. Η ισορροπία στην Ελλάδα ήταν πάντα το ανατολικό και το δυτικό στοιχείο. Το παραμυθητικό στοιχείο, δηλαδή, και το στοιχείο του διαφωτισμού. Όταν το ένα υπερβάλλει εις βάρος του άλλου, τότε επέρχεται μία ανισορροπία.


Κάποιος κριτικός τέχνης είχε πει ότι περάσαμε στον μεταμοντερνισμό, χωρίς να περάσουμε πρώτα από τον μοντερνισμό. Πιστεύετε ότι ως ένα βαθμό εκεί οφείλεται και η υπερβολή, που υπάρχει στο ρεύμα του μεταμοντερνισμού;
Εγώ ξέρετε πού πιστεύω ότι οφείλεται αυτό; Στην τεμπελιά! Γιατί, για να περάσεις στο μεταμοντερνισμό, πρέπει να περάσεις από το μοντερνισμό. Και ο μοντερνισμός, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια αμφισβήτηση των προηγούμενων σχολών, σημαίνει ότι θα πρέπει να έχεις γνώση αυτών. Δηλαδή η αφαίρεση έχει γνώση του όλου. Επομένως, θα πρέπει να γνωρίζεις πολύ καλά το κλασικό, για να το αποδομήσεις. Αν σας πω εγώ ότι πρέπει να αναιρέσουμε το ρεαλισμό ενός κειμένου, για να το κάνουμε μία ποιητική αλληγορία, θα πρέπει να ξέρουμε τι είναι ρεαλισμός. Εμείς, χωρίς να ξέρουμε με στέρεες βάσεις την κλασική τέχνη,  περνάμε σε μία αμφισβήτησή της. Περνάμε, δηλαδή, σε μία αμφισβήτηση των υπαρχουσών σχολών, χωρίς να  τις ξέρουμε. Και αυτό γίνεται από τεμπελιά. Βολευόμαστε, επειδή το μεταμοντέρνο, στην πτωτική του πορεία βεβαίως, περιέχει και το αλαλούμ- π.χ.  κάποιος βγάζει τους Πέρσες του Αισχύλου Περσίδες, ή μπορείς να πάρεις το έργο του Στρίμπεργκ και να το διαλύσεις, να το κάνεις 3 σελίδες- έχει το στοιχείο το αυθαίρετο. Οπότε δεν πολυσκοτίζεσαι να μάθεις για τον συγγραφέα, να μπεις μες την ψυχή του και με την σχολή, στην οποία αυτός έγραψε, και στην περιβάλλουσα ιστορική ατμόσφαιρα. Βαριέσαι και το παίρνεις έτσι και κάνεις δήθεν αποδόμηση και δήθεν μεταμοντέρνο θέατρο.

Αυτό είναι το πρόβλημα. Γιατί έχουμε δουλειές τεμπέληδων, αλλά έχουμε και δουλειές πολύ σωστών και οργανωμένων μεταμοντέρνων καλλιτεχνών, που πετυχαίνουν και εκπροσωπούν επαξίως το είδος.


Από φωτογραφίες της παράστασης, πρόσεξα ότι στα ρούχα αποπνέουν μία αίσθηση χλιδής… Αυτό προσπαθεί να βγάλει μια νοσταλγία για έναν κόσμο που χάθηκε οριστικά ; Είναι η γοητεία της ανατολής; Είναι οι ανάγκες του κειμένου;
Κατά πρώτον  να σας πω ότι η παραγωγή όλη κόστισε μόνο 3,5 χιλιάδες ευρώ. Όσο και να φαίνεται αυτό απίθανο. Αυτό συμβαίνει γιατί εδώ, λόγω των οικονομικών συνθηκών, κάνουμε ανακύκλωση στα σκηνικά και μεταποιούμε τα κοστούμια. Γιατί έχουμε έναν πολύ μεγάλο όγκο σκηνικών και έχουμε επίσης και πάρα πολλά κοστούμια- ιστορικά και μη. Επομένως, τι κάνουμε; Κάνουμε οικονομία. Και μεταποιούμε και ανακυκλώνουμε. Αυτό βγήκε μέσα από αυτή τη λογική- αν δείτε το έργο, θα το καταλάβετε. Μέσα από φτωχά υλικά βγαίνει ένα πλούσιο αποτέλεσμα, λόγω του μόχθου που καταβάλαμε.

Όμως τα κοστούμια είναι πάρα πολύ κοντά στην αισθητική και στο ύφος των κοστουμιών της Πόλης την εποχή εκείνη. Και τέτοια, ευτυχώς, είχαμε πολλά κοστούμια. Και άλλα μεταποιήσαμε, ώστε να μοιάζουν σε αυτό, αποφεύγοντας το τουριστικό στοιχείο και το στοιχείο της ηθογραφίας, στο οποίο δεν έπρεπε να πέσουμε. Έτσι έγινε, αυτό που έγινε.

 

Περισσότερα από Πρόσωπα