«Η μητέρα του σκύλου» στο Εθνικό- Εδώ είναι Βαλκάνια!
«Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε!» έγραφε ο Εγγονόπουλος. Ωστόσο, στην παράσταση του Εθνικού «Η μητέρα του σκύλου», είναι και παίξε και γέλασε! Οι ηθοποιοί παίζουν – εσύ γελάς… Άλλοτε δακρύζεις, άλλοτε σε συναρπάζουν κάποιες εκπληκτικές ερμηνείες, άλλοτε σε φτιάχνει το κείμενο του Μάτεσι, άλλοτε η μοντέρνα σκηνοθεσία. Πάντως , το έργο είναι 100% Βαλκάνια.
Με τον Έλληνα συγγραφέα Παύλο Μάτεσι. Με ελληνικό θίασο. Και με το Σέρβο σκηνοθέτη Νικίτα Μιλιβόγεβιτς να θυμίζει γενικά τη σλάβικη κουλτούρα με τη λατρεία για τη γη και τη γονιμότητα (θυμηθείτε την «Τελετουργία της Άνοιξης» του Στραβίνσκυ, τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι, τον «Καιρό των τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα).
Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο ξεκινά ρίχνοντας γη σε ένα τραπέζι. Το χώμα είναι η γη. Οι ηθοποιοί έχουν στις τσέπες τους χούφτες με χώμα και τις αδειάζουν σε ένα τραπέζι, που θα γίνει το σκηνικό- μακέτα για την ιστορία της «Μητέρας του σκύλου» (βλέπε video). Βέβαια, από την άλλη, το χώμα πάνω στο τραπέζι συμπαραδήλωνε και τα χωμάτινα πατώματα των σπιτιών του χωριού, στο οποίο διαδραματίζεται το πρώτο μέρος του έργου.
Αυτή η ιδέα, να στήσουν το σκηνικό ενός χωριού πάνω σε ένα τραπέζι, βάζοντας πάνω σπίτια από κονσερβοκούτια, ήταν πολύ ιδιαίτερη. Πάντως, η σκηνογραφία δεν είχε σταθερές αναφορές. Ενώ οι επιρροές από τον κινηματογράφο ήταν ξεκάθαρες.
Επίσης, είθισται στο Εθνικό παίζουν καλοί ηθοποιοί. Αλλά μερικοί σε αυτή την παράσταση παραήταν καλοί! Έξοχη η Ηρώ Μπέζου, κόρη του Γιάννη Μπέζου. Υπήρχε ένα σημείο που έβγαζε τόση ένταση, που ήταν μαγευτικά σπαρακτική. Νομίζω ότι έχει στόφα μεγάλης ηθοποιού, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Θαυμάσιος, αν και με μικρό ρόλο, Κώστας Βασαρδάνης. Επίσης ξεχώρισαν η Θέμις Μπαζάκα και η Υβόννη Μαλτέζου. Δεν υπήρχε, πάντως, κάποιος αρνητικός πρωταγωνιστής στον πολυμελή αυτό θίασο. Όλοι στάθηκαν από ένα καλό επίπεδο και πάνω- δείγμα ότι τόσο σε επίπεδο διανομής, όσο και σκηνοθεσίας έγινε καλή δουλειά.
Κατοχικό σύνδρομο
Οι Κινέζοι, όταν θέλουν να καταραστούν κάποιον, του εύχονται να ζήσει σε ενδιαφέροντες καιρούς. Διότι οι ενδιαφέροντες καιροί είναι πάντα ταραχώδεις κι εγκυμονούν τρομακτικούς κινδύνους και μεγάλες στερήσεις. Σε τέτοιους καιρούς διαδραματίζεται η «μητέρα του σκύλου»!
Η αφήγηση της ζωής των ηρώων του δράματος ξεκινά από την περίοδο της κατοχής, μια ταπεινωτική και βασανιστική περίοδο για την Ελλάδα. Ο ελληνικός λαός υφίσταται την διαπόμπευση της υποδούλωσης, την οποία ο Μάτεσις περιγράφει με γλαφυρότητα, αλλά δεν μένει εκεί. Αντίθετα, προχωράει σε ένα αντιπατριωτικό μανιφέστο, με τους απλούς ανθρώπους, που υφίστανται τις συνέπειες της κοσμοϊστορικής εποχής τους, να αναρωτιούνται τι είναι πατρίδα, αν τρώγεται, αν υπάρχει.
Οι Έλληνες πεινούν. Σε ένα χωριό, μια μάνα (την οποία ερμηνεύει η Θεοδώρα Τζήμου, όσο είναι νέα και όταν γερνά Υβόννη Μαλτέζου), δεν έχει πια σύζυγο, αφού αυτός πήγε στο μέτωπο και δεν γύρισε πίσω. Αναγκάζεται να εκπορνευθεί σε έναν Ιταλό. Αυτός της έδινε τα τρόφιμα, για να συντηρείται και η ίδια και τα παιδιά της. Ποτέ δεν μετάνιωσε για την πράξη της. Ωστόσο, κάποτε η κατοχή τελείωσε και αυτή υπέστη όσα πέρασαν γενικά οι γυναίκες που κοιμήθηκαν με κατακτητές (βλέπε Μαλένα κ.α.) Τις γυναίκες αυτές και στην Ελλάδα και στην Ιταλία και στη Γαλλία (ιδιαιτέρως) τις κούρευαν με την ψιλή και τις εξευτέλιζαν.
Η γυναίκα υπέστη νευρικό κλονισμό από την διαπόμπευση και σταμάτησε να μιλάει. Κι έφυγε με την οικογένεια της από το χωριό και πήγανε να ζήσουνε στην Αθήνα. Ξαναμίλησε μόνο στην κόρη της, για να της δώσει την ευχή της, λίγο πριν πεθάνει. Μόνο και μόνο για να της πει, ότι δεν θέλει να τη θάψουν στον τάφο του χωριού της, το οποίο είχε μισήσει έπειτα από όσα της έκαναν.
Μετά το ψυχικό σοκ της μητέρας, η κόρη της, η αφηγήτρια του έργου, την οποία ερμηνεύουν εκ περιτροπής η Θέμις Μπαζάκα όταν είναι μεγάλη και η Μπέζου όσο είναι μικρή, αναλαμβάνει τα ινία- γίνεται μάνα και πατέρας για την οικογένεια, η οποία μεγαλώνει στις στερήσεις της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Η Μπαζάκα είναι μια γυναίκα τσαχπίνα και συνάμα δυναμική. Από την άλλη, η Μπέζου είναι σοβαρή και «φευγάτη». Η Ραραού (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ρουμπίνης), όπως την ερμηνεύει η Μπαζάκα, έχει μεγαλώσει, περάσει από ερωτικές κι επαγγελματικές περιπέτειες. Δείχνει πολύ διαφορετική από την Ρουμπίνη της Μπέζου. Εδώ είναι ένα πρόβλημα της παράστασης. Και οι δύο ηθοποιοί έπαιζαν εξαιρετικά, απλώς ερμήνευαν έναν διαφορετικό ρόλο, ο οποίος υποτίθεται ήταν ο ίδιος.
Αν και το επίκεντρο είναι η Ραραού και η μητέρα της, το έργο έχει πολλούς χαρακτήρες. Όπως συνηθίζεται σε δράματα απιστίας, που διαδραματίζονται στην επαρχία, όπως η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλομπέρ, έτσι και «στη μητέρα του σκύλου» υπάρχουν πολλοί πρωταγωνιστές, όσο η οικογένεια είναι στο χωριό. Μειώνονται βέβαια δραστικά όταν μετακομίζουν στην πόλη. Αυτό γιατί, σίγουρα η κοινότητα ζει κάπως σαν κοινόβιο. Ενώ στις πόλεις οι άνθρωποι είναι πιο απομονωμένοι.
Συνολικά, η «Μητέρα του σκύλου» μία θαυμάσια παράσταση, τόσο σκηνοθετικά, όσο και από άποψη ερμηνειών και κειμένου. Είναι ένα έργο με σκληρό μήνυμα, που όμως συγκινεί. Και δίνει την άποψη των αδικημένων από την ιστορία, δηλαδή αυτών που υφίστανται όλες τις συνέπειες του ανθρώπινου δράματος, αλλά δεν παίρνουν τίποτα από την δόξα!
Γιώργος Σμυρνής