Ιάννης Ξενάκης: Ο μεγάλος αρχιτέκτονας της μουσικής!
Η μουσική συνέχεια εξαντλείται και παραμένει τελικά συνέχεια ανεξάντλητη!
Ο Βάγκνερ έδωσε όλο το βάρος της δημιουργικότητάς του στις όπερες και προέτρεπε και τους άλλους μουσικούς να κάνουν το ίδιο, γιατί, όπως πίστευε, όλα τα άλλα είδη της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής ο Μπετόβεν τα είχε εξαντλήσει! Μόνο στην όπερα είχε αφήσει … κάποια κενά για τους άλλους, καθώς είχε δημιουργήσει μόνο μία, τον Fidelio, η οποία σύμφωνα με πολλούς μουσικολόγους δεν είναι ιδιαίτερα πετυχημένη.
Μετά, ήρθε μια γενιά μουσικών, που θεώρησαν ότι ο Βάγκνερ, ο Στράους και άλλοι συνθέτες του ύστερου ρομαντισμού εξάντλησαν τη λεγόμενη τονική μουσική. Και δημιούργησαν την ατονική ή εξπρεσιονιστική μουσική (Σέμπεργκ, Στραβίνσκι κ.α.). Αυτοί δοκίμασαν με διάφορα μοντέλα να σπάσουν την τονικότητα, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο έγραφαν μουσική όλοι οι προηγούμενοι συνθέτες. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθεί μια μουσική που μοιάζει αρκετά με θόρυβο και την οποία το ευρύ κοινό δεν μπορεί, γενετικά, όπως έχει αποδειχθεί, να παρακολουθήσει. Αυτό γιατί- σύμφωνα με μια επιστημονική έρευνα- ο εγκέφαλος μας θέλει να μπορεί να προβλέπει και η ατονική μουσική, με τις παράξενες αρμονίες της, δεν του έδινε αυτήν την δυνατότητα.
Εν συνεχεία, στο μεταμοντερνισμό, ήρθαν άλλοι μουσικοί, όπως ο Λιγκέτι και ο Ξενάκης, που αμφισβήτησαν ακόμα και τα μοντέλα της ατονικής μουσικής. Ήθελαν κάτι ακόμα πιο επαναστατικό. Και η μουσική τους είναι ακόμα πιο δύσκολη ή πιο προχωρημένη. Μία γεύση από την παρακαταθήκη του “δικού μας” αλλά και παγκόσμιου αρχιτέκτονα και μουσικού Ιάννη Ξενάκη, πήραμε στις 6 Ιουνίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Η μουσική του Ξενάκη είναι ομολογουμένως δύσκολη. Στους περισσότερους ίσως ακούγεται περισσότερο σαν θόρυβος. Ωστόσο, ένα εκπαιδευμένο αυτί μπορεί να αναγνωρίσει την ποιότητά της. Μέσα από τους ήχους των διαφόρων οργάνων ξεχωρίζεις δομές, ρυθμούς και συγκεκριμένη αρχιτεκτονική. Γνώστης άλλωστε και των κανόνων της Αρχιτεκτονικής, αλλά και των μαθηματικών, ο Ξενάκης προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις θετικές του σπουδές, προς όφελος της δημιουργίας ήχων που δεν έχουμε ξανακούσει. Η παγκόσμια επιτυχία του δείχνει ότι τα κατάφερε.
Από τα τρία πρώτα μέρη της συναυλίας, ξεχώρισα το Kottos, για βιολοντσέλο με τον τσελίστα Tim Gill. Αυτό νομίζω το κομμάτι άρεσε και περισσότερο από όλα στο κοινό, καθώς εισέπραξε το πιο θερμό χειροκρότημα. Θεωρώ ότι ήταν ένα εξαιρετικό μουσικό κομμάτι.
Τα άλλα δύο κομμάτια, το Epei και το Phlegra ήταν κομμάτια στα οποία συμμετείχε όλη (ή σχεδόν όλη η London Sinfonietta) με πολλά όργανα. Μου άρεσαν περισσότερο τα σημεία, στα οποία ξεχώριζαν τα έγχορδα (βιόλες, τσέλα, βιολιά) από ότι τα πνευστά, αλλά αυτό είναι θέμα μάλλον προσωπικό (εγώ προτιμώ τα έγχορδα από τα πνευστά). Γενικά, ήταν έργα υψηλού επιπέδου και προωθημένης αισθητικής και δημιουργίας.
Εκείνο πάντως που μου προκαλούσε απορία ακούγοντας αυτά τα τρία κομμάτια, ήταν το γεγονός ότι ένας συνθέτης τόσο avant garde όσο ο Ξενάκης, συμβίβαζε τις επαναστατικές του τάσεις για τη μουσική με τη χρήση των συνηθισμένων οργάνων της λεγόμενης (λάθος) “κλασικής” μουσικής.
Η απορία μου λύθηκε μετά το διάλειμμα στο τέταρτο μέρος, το La legende d’ Eer (Diatope), για μαγνητοταινία. Σε αυτό το κομμάτι δεν υπήρχαν τα γνωστά όργανα. Η μουσική ερχόταν από τα ηχεία της αίθουσας και πάνω στη σκηνή τρεις προβολείς έριχναν το νωχελικό τους φως. Η μουσική θύμιζε κάπως την μουσική του Λιγκέτι, που χρησιμοποιούσε ο Κιούμπρικ στην Οδύσσεια του Διαστήματος, (για τους σινεφίλ: στα σημεία που εμφανίζεται η μαύρη πλάκα και εκεί που ο “διαστημικός Οδυσσέας” μπαίνει στην άλλη διάσταση). Δεν ήταν όμως τόσο επιβλητική όσο αυτή του Ούγγρου συγγραφέα. Σε κάποια σημεία, που η ένταση ανέβαινε, ήταν συναρπαστική και όντως έμοιαζε με μια γλώσσα που μας έχει έρθει από το διάστημα. Σε άλλα σημεία, που η ένταση ήταν πιο χαμηλή, σε βοηθούσε να γίνεις πιο στοχαστικός. Όμως, το μεγάλο μάκρος της σύνθεσης (περίπου μία ώρα), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν ξεχώριζες όργανα, για να υπάρχει μια ηχητική- αναγνωρίσιμη- ποικιλία, το έκανε αρκετά κουραστικό. Πιστεύω ότι θα ήταν προτιμότερη μια πιο σύντομη εκδοχή μιας τέτοιου τύπου σύνθεσης, η οποία καλό θα ήταν να συνοδευόταν και από κάποια πλάνα σε ένα video-wall.
Συνολικά, ήταν μια εκδήλωση που δίνει τη δυνατότητα στους “ψαγμένους” μουσικόφιλους να έρθουν σε επαφή με έναν μεγάλο πρωτοπόρο της σύνθεσης, ο οποίος είναι και πατριώτης μας. Και όπως πολλοί επαναστατικοί δημιουργοί σε αυτήν την χώρα, έπρεπε να φύγει από την Ελλάδα, για να βρει τον καλλιτεχνικό του δρόμο και την ελευθερία έκφρασης στη Γαλλία.
Γιώργος Σμυρνής