«Μέδουσα» στο Ελληνικό Φεστιβάλ- Πολύ γυμνό για το τίποτα!
Τι συναισθήματα μπορεί να ξυπνήσει στον θεατή μιας γκαλερί ή μιας θεατρικής παράστασης ένας πίνακας; Ένας διάσημος πίνακας με ένα ναυάγιο; Ένας πίνακας, ο οποίος έχει αναπαραχθεί σε αμέτρητα αντίγραφα. Και όλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους θα τον έχουν δει έστω και με μια κλεφτή ματιά. Μιλάμε, συγκεκριμένα, για τον πίνακα «η σχεδία της Μέδουσας», που αναπαριστά δεκαπέντε ναυαγούς.
Αναφέρεται σε ένα πραγματικό και φρικτό συμβάν. Το πολεμικό πλοίο Μέδουσα βούλιαξε το 1816. Εκατόν πενήντα άνθρωποι δεν χωρούσαν στις βάρκες και ανέβηκαν σε μια σχεδία. Τελικά από αυτούς γλίτωσαν μόνο 15. Οι άνθρωποι αυτοί, χρησιμοποιώντας και τον κανιβαλισμό, κατάφεραν να επιβιώσουν από το τρομερό ναυάγιο. Ο πίνακας τους αναπαριστά την ώρα που αχνοφαίνεται στο βάθος- βάθος το πλοίο της σωτηρίας τους.
Και από πόσες οπτικές μπορεί κανείς να προσεγγίσει αυτόν τον πίνακα, που κουβαλάει πάνω του το δράμα των ναυαγών, αλλά και το δράμα του δημιουργού, του γάλλου ζωγράφου Ζερικώ (ο οποίος τεχνοτροπικά θυμίζει έντονα τον «δικό μας» Ντελακρουά). Και όχι μόνο του ζωγράφου. Όλης της Γαλλίας της εποχής του. Διότι ο κάθε καλλιτέχνης δεν παράγει εν κενώ. Η εποχή του τον δημιούργησε και τον ενέπνευσε. Και μιλάμε για μία Γαλλία που μόλις είχε βγει από μια μεγάλη περιπέτεια (τη γαλλική επανάσταση και τον Ναπολέοντα) και είχε βουτηχτεί στο αίμα.
Αυτές τις πολλαπλές πτυχές ενός έργου τέχνης, εξερευνά η μουσικοθεατρική περφόρμανς “Μέδουσα: Σχέδια και αυτοσχεδιασμοί για σχεδίες και ναυάγια” σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, με επτά performers αφηγητές- ηθοποιούς- τραγουδιστές. Αυτοί είναι ντυμένοι με επίσημα, κατάλευκα ρούχα και έχουν τον πραγματικό ρόλο του ηθοποιού στην παράσταση, ενώ έχουν ενσωματωμένα μικρόφωνα. Και υπάρχει ένας όμιλος πάνω από 20 κομπάρσων, που είναι νέα παιδιά (αγόρια- κορίτσια) που παίζουν το πλήρωμα. Φοράνε ταπεινά, σκουρά (καφετί) ρούχα- για να δείξουν μια «ταξική» διαφορά σε σχέση με τους performers; Τέλος, υπάρχει και ένας πιανίστας, για να βοηθάει στα μουσικά και τα τραγουδιστικά κομμάτια. Άλλωστε, το έργο έχει πολύ Beethoven μέσα, συχνά χωρίς να δικαιολογείται η παρουσία του.
Το έργο αποτελείται από 3 μέρη- που χωρίζονται με διαλείμματα και μετακίνηση των θεατών σε άλλα σημεία της αίθουσας. Το πρώτο μέρος «Το ταξίδι» περιλαμβάνει μια εξιστόρηση της ιστορίας του πλοίο μέχρι να ναυαγήσει. Το δεύτερο μέρος «Πάθος» προβάλλει την τραγωδία του ναυαγίου με βιβλικό ύφος. Και το τρίτο μέρος «η ανθρώπινη σονάτα» προσπαθεί να μιλήσει κυρίως στο θεατή για τον πίνακα και τον δημιουργό του, τον Ζερικώ, την περίοδο που έφτιαχνε αυτόν τον πίνακα.
Στο “Ταξίδι”, το κείμενο δεν ήταν θεατρικό έργο και κούραζε όσο και η παράσταση “Ασκητική” του Καζαντζάκη. Απαγγέλθηκαν αποσπάσματα από το βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς, “Ιστορία του κόσμου σε 10 και 1/2 κεφάλαια“. Οι ηθοποιοί- αφηγητές δεν μπορούν να κριθούν παρά μόνο για την ορθοφωνία. Κατά διαστήματα, η αφήγηση έσπαγε με προσωπικές ιστορίες- αυτοσχεδιασμούς, που είχαν σχέση με εμπειρίες ή ανάγκες των αφηγητών (κυρίως σεξουαλικού χαρακτήρα), με έντονη αίσθηση του ανολοκλήρωτου ή της αποτυχίας. Συνολικά, έδιναν την αίσθηση ότι κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του πάθη και δράματα, παγιδευμένα μες το μυαλό του. Όλοι λοιπόν οι ναυαγοί, που έρχονται σε λίγο αντιμέτωποι με το θάνατο, θα μπουν σε μια τέτοια διαδικασία ατελείς, γεμάτοι με ανολοκλήρωτα πάθη κι επιθυμίες. Σε αυτό το μέρος, ο ρόλος του πληρώματος (των 20 περίπου κομπάρσων) είναι εντελώς περιορισμένος. Απλά κάθονται.
Στο δεύτερο μέρος η αφήγηση σκληραίνει. Αναφέρεται στην σύγκρουση όχλου και εξουσίας, ενστίκτου και τάξης. Οι μάζες των ναυτών κάνουν συνέχεια ανταρσίες και οι ανώτεροι σκοτώνουν, για να κρατάνε τα «λουριά». Στο τέλος η πείνα είναι μεγάλη και κάθε πειθαρχία καταρρέει. Οι άνθρωποι αλληλοσπαράζονται. Τότε οι ναύτες, αγόρια- κορίτσια, πετάνε τα ρούχα τους και μένουν με τα εσώρουχα. Οι γυναίκες απαλλάσσονται και από τα σουτιέν τους και αποκαλύπτουν τα στήθη τους.
Στο τρίτο μέρος οι αφηγητές ζητούν από το κοινό να κοιτάζει συνέχεια ένα μικρό αντίγραφο του πίνακα του Ζερικώ. Οι αφηγητές βομβαρδίζουν τους θεατές με διάφορες κουραστικές ιστορικές πληροφορίες και κάθε τρεις και λίγο, τους ζητούν να ξανακοιτάξουν τον πίνακα με το ναυάγιο. Θα πρέπει ο θεατής να αναγνωρίσει και κάτι ακόμα στον πίνακα, που πριν δεν το είχε δει. Κάποια στιγμή μπαίνει στην σκηνή το πλήρωμα ολόγυμνο και ξαπλώνει στο «σανίδι».
Η είσοδος των γυμνών «μούτσων» θυμίζει το φινάλε της ταινίας Πρετ-α-πορτέ (όταν η σχεδιάστρια έβγαλε ολόγυμνα τα μοντέλα της στην πασαρέλα), αλλά σε τίποτα δεν θυμίζει «την σχεδία της Μέδουσας». Πράγμα που αποδεικνύει ότι το γυμνό υπήρχε για το γυμνό.
Πρώτ’ απ’ όλα, ο πίνακας δεν δείχνει ούτε μία γυναίκα. Το ότι έγδυσαν τα κοριτσάκια έγινε προφανώς για λόγους οφθαλμόλουτρου. Δεύτερον, το έργο μιλάει για το θάνατο και τη σωτηρία κάποιων μόνο από αυτόν. Αυτό το παράξενο σύμπλεγμα έρως- θάνατος (ή στριπτίζ- θάνατος), που κατασκευάζει η παράσταση, δεν έχει σχέση με τον πίνακα, ο οποίος δείχνει ναυαγούς, άλλους νεκρούς και άλλους στο κατώφλι του θανάτου. Είναι σκέτος θάνατος!
Το πρόβλημα πάντως της παράστασης δεν είναι το γυμνό. Αντίθετα, είναι το μόνο σημείο που τραβάει το ενδιαφέρον σε μια απολύτως βαρετή σύνθεση.
Συνολικά, το έργο παρουσίαζε μια πλαδαρότητα, μια ασάφεια στόχων, ήταν ασπόνδυλο και δεν είχε κείμενο επί της ουσίας. Σε μεγάλα διαστήματα ήταν μια δοκιμασία της υπομονής των θεατών. Σε άλλα, ήταν στριπτίζ με μια, κάπως γλυκανάλατη, συγκινησιακή φόρτιση. Κι αν ο Γάκης έχει κατηγορηθεί, που έβγαλε τους ηθοποιούς του γυμνούς στο «Δε μιλάμε γι’ αυτά» που ήταν μια παράσταση για την σεξουαλικότητα- άρα είχε κάθε λόγο να το κάνει- τι θα πρέπει να πουν για τη Μέδουσα, όπου το συγκεκριμένο γυμνό είναι τελείως εκτός θέματος;
Γενικά, η παράσταση εμφάνιζε έντονα μαξιμαλιστικές διαθέσεις, στον αριθμό των ατόμων, στο μέγεθος του χώρου, στην διάρκεια της, αλλά και στο γυμνό. Επίσης, είναι ένα έργο που δεν σε κάνει σοφότερο, ούτε σου αποκαλύπτει κάτι από τη μαγεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που, υποτίθεται, ήταν ο βασικός στόχος.
Γιώργος Σμυρνής