“Νιζίνσκυ- Είμαι μια μαριονέτα του Θεού!” – Τα έκαναν… μούσκεμα!
Το πλατό του Ηρωδείου γέμισε με κουβάδες νερό για το σκηνικό της παράστασης «Νιζίνσκυ: Είμαι μια μαριονέτα του Θεού». Ο Ρώσος χορευτής Νιζίνσκυ εμφανίζεται ολόγυμνος στην αρχαία σκηνή. Με κουβάδες τον καταβρέχουν με λύσσα οι υπαλλήλοι του φρενοκομείου, στο οποίο τον έχουν κλείσει. Αυτός είναι σε παραλήρημα και νομίζει ότι μιλάει με το Θεό. Υποφέρει τόσο από την ψυχική του αρρώστια, όσο και από τις επιστημονικές (;) μεθόδους που χρησιμοποιούσαν πάνω του οι ψυχίατροι.
Ο Βατσλάβ Νιζίνσκυ είναι ένας από τους κορυφαίους χορευτές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1890, στα 18 του χρόνια χόρευε πρώτους ρόλους σε θέατρο της Μόσχας και στα 19 του είχε κατακτήσει το Παρίσι. Ένα άσχημο, κοντό ανθρωπάκι με ψηλά ζυγωματικά και τατάρικα χαρακτηριστικά, οι παριζιάνοι τον αναφέρουν ως θεό του χορού. Στα 27 του χρόνια χόρεψε τον τελευταίο του ρόλο, και μετά έχασε τα λογικά του. Δεν χόρεψε για τα επόμενα 33 χρόνια της ζωής του τα οποία έζησε κλεισμένος σε άσυλο στο Λονδίνο.
Έκανε μεγάλη καριέρα στην εποχή των καλλιτεχνικών ρευμάτων που καθόρισαν τον εικοστό αιώνα. Υπήρξε και πρωτοπόρος χορογράφος. Από τα έργα του κομβικά ήταν η “Ιεροτελεστία της Άνοιξης” του Στραβίνσκυ και “το Απομεσήμερο ενός Φαύνου” πάνω σε ένα ποίημα του Μαλλαρμέ και μουσική Ντεμπυσύ. Στο “Απομεσήμερο ενός Φαύνου”, εμπνέεται από τους αρχαϊκούς χορούς και ξεφεύγει από την στερεότυπη μπαλετική φόρμα. Οι χορευτές του κινούνταν προφίλ, κόβοντας τον αέρα σαν λεπίδες, κυρτώνοντας την πλάτη, χτυπώντας δυνατά και ρυθμικά τα πόδια τους στο πάτωμα. Οι σκανδαλιστικά ερωτικές στάσεις που έπαιρνε ο μικροκαμωμένος “μογγόλος” φαύνος με το ολόσωμο κολλητό κουστούμι σόκαραν την παριζιάνικη μπουρζουαζία και τα ήθη της εποχής.
Η Δύση γνώρισε τους Ρώσους χορευτές από τον Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, λάτρη της τέχνης, που έφερε τα ρώσικα μπαλέτα για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1909, όπου ο Νιζίνσκυ, η Παύλοβα, η Ταμάρα και άλλοι συνεπήραν το απαιτητικό παριζιάνικο κοινό. Ο Ντιαγκίλεφ, λέγεται, έδιωξε από τα μπαλέτα του τον Νιζίνσκυ το 1913, όταν ο τελευταίος παντρεύτηκε μια ουγγαρέζα χορεύτρια, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Η ιδιότυπη σχέση Νιζίνσκυ- Ντιάγκιλεφ προβάλλεται ιδιαίτερα στην παράσταση “Είμαι μια μαριονέτα του Θεού“.
Στην παράσταση του Σταύρου Τσακίρη, δύο ερμηνευτές κλήθηκαν να μας παρουσιάσουν τον κορυφαίο χορευτή. Ο Γιάννης Τσορτέκης, ο οποίος σήκωσε το υποκριτικό βάρος του ρόλου, όταν αυτός είναι πια παροπλισμένος σε ένα τρελάδικο και ο χορευτής- χορογράφος Κωνσταντίνος Ρήγος, που μας έδειξε το Νιζίνσκυ ως χορευτή.
Παράλληλα, η Τατιάνα Παπαμόσχου στο ρόλο της σκληρής δασκάλας Τ. Καρσάβινα, που θύμιζε πολύ γερμανίδα «φράου» (σαν Άγγελα Μέρκελ), ρωτάει όλη την ώρα άγρια το κοινό «πέστε μου τι ξέρετε για το Νιζίνσκυ». Κι επειδή το ερώτημα είναι ρητορικό, αρχίζει να μας αφηγείται την ιστορία του μεγάλου performer. Η αφήγηση σφυροκόπησε τα αυτιά μας με ιστορικές πληροφορίες από το βιογραφικό του Νιζίνσκυ, χωρίς συνοχή και πλάνο.
Το έργο ξεκινάει με το Νιζίνσκυ στη δύση όχι μόνο της καριέρας του, αλλά και της ζωής του. Ο Γ. Τσορτέκης βρίσκεται στο φρενοκομείο. Δεν ελέγχει πια καλά τα πόδια του, ούτε τα μυαλά του. Λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι και αναφέρεται συνέχεια είτε στο μεταφυσικό είτε στην στύση του και στις παλιές σεξουαλικές εμπειρίες, με έμφαση τους εκβιασμούς από ισχυρούς άντρες, στους οποίους είχε αναγκαστεί να ενδώσει, για να δώσει ώθηση στην καριέρα του.
Σε παράλληλη σύνδεση με το παραλήρημά του παροπλισμένου Νιζίνσκυ, μας παρουσιάζουν τη ζωή του και τους έρωτες του, όταν ήταν νέος και διάσημος… Υπερτονίζεται το γεγονός ότι ενέδωσε σε διάφορους εραστές της υψηλής κοινωνίας, προκειμένου να ανέβει- σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπονοείται ότι εκεί κρύβεται η αιτία της τρέλας του. Παρουσιάζεται σαν θύμα ενός σαθρού κατεστημένου. Κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της υψηλής τέχνης.
Ο «εστέτ» Ντιάγκιλεφ δαιμονοποιείται. Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν δαιμονοποιείται γενικώς ή μέσα στο κεφάλι του Νιζίνσκυ. Όπως, επίσης, δεν είναι σίγουρο αν αυτό που νιώθει ο Νιζίνσκυ είναι σκέτο μίσος ή μίσος ανάμεικτο με έρωτα για τον «ευεργέτη» του και μέντορά του. Κάποια στιγμή η σχέση τους φτάνει στο απροχώρητο και σκηνές, που θυμίζουν ένα άλλο διάσημο και καταστροφικό γκέι ντουέτο, αυτό των Ρεμπώ- Βερλαίν, ξετυλίγονται στην σκηνή του Ηρωδείου, με τους δύο Ρώσους εραστές να τρώγονται σαν τα σκυλιά.
Ο Νιζίνσκυ πάντως είναι αμφισεξουαλικός. Διάφορες ερωμένες του ρώσου χορευτή να εμφανίζονται στην σκηνή του Ηρωδείου μόνο με το στρινγκ τους. Αυτή είναι άλλη μια “kinky” νότα σε μια παράσταση, που θέλει να αυτοπροβληθεί ως προχωρημένη.
Αυτό που συντηρούσε κάπως το ενδιαφέρον ήταν τα χορευτικά του Κωνσταντίνου Ρήγου. Ο γνωστός χορογράφος εκτέλεσε κάποιες επικίνδυνες χορογραφίες. Τον σήκωναν στον αέρα με καλώδια, για να δώσουν εικόνα στην συγκινητική αλληγορία «είμαι μια μαριονέτα του Θεού». Ο Νιζίνσκυ γίνεται μαριονέτα του Θεού, όταν αρχίζει, λόγω εκφυλιστικής νόσου, να χάνει τον έλεγχο του σώματός του. Δεν έχει ο ίδιος τον έλεγχο, αλλά τον έχει ο Θεός (μια φαταλιστική προσέγγιση του καλλιτεχνικού!) Και αυτό το πράγμα προσπάθησαν να μας το δείξουν τόσο ο Ρήγος, όσο και ο Τσορτέκης, με διάφορες παράξενες χορευτικές φιγούρες.
Ο Ρήγος, ενίοτε, είχε μια κλασάτη εικόνα, που ξεκούραζε το μάτι. Κυρίως όμως προσπάθησε να αποδώσει το προκλητικό στοιχείο που είχαν οι χορογραφίες του Νιζίνσκυ, χωρίς να δείχνει φιλοδοξίες να τον ανταγωνιστεί στην δεξιοτεχνία του.
Σημαντικό ρόλο στο έργο παίζουν οι κουβάδες που είναι γεμάτοι νερό. Ενίοτε έχουν και γράμματα πάνω τους και τοποθετημένοι στη σωστή σειρά, σχηματίζουν λέξεις. Ένα σκραμπλ κουβάδων, που μετατρέπει σε εικόνα το λεκτικό παραλήρημα του χορευτή. Μέσα στους κουβάδες ρίχνουν κεράσια και φτιάχνουν γλυκό (αν και δεν κατάλαβα τον συμβολισμό αυτόν, δηλαδή ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο γλυκό κεράσι και την παράνοια του Ρώσου χορευτή).
Με τους κουβάδες καταβρέχουν ακόμα τον Νιζίνσκυ οι υπάλληλοι του φρενοκομείου. Τέλος, ο Ρήγος, χορεύοντας στο νερό, βάζει τα πόδια του σαν πελαργός μέσα στους κουβάδες με ταχύτητα και επικίνδυνη δεξιοτεχνία.
Η αφηγήτρια Τατιάνα Παπαμόσχου για ακόμα μία φορά έκανε επίδειξη των δυνατοτήτων της στο πιάνο. Ήταν λιγότερο κακόηχη η επαφή των δαχτύλων της με τα πλήκτρα του πιάνου, σε σχέση με το Breath του Becket. Ωστόσο, δεν παύει η ερμηνεία της να κινείται σε ερασιτεχνικά επίπεδα.
Κουραστικός ήταν ο Τσορτέκης, όσο και ο άχαρος ρόλος που κλήθηκε να παίξει, αλλά και οι σκηνοθετικές εμπνεύσεις και το σενάριο. Γενικά, η παράσταση νομίζω ότι δεν λειτούργησε και έκανε πολλές κοιλιές. Δεν κατάφερε να παρουσιάσει πιο ανθρώπινο το μεγάλο χορευτή, γιατί επέμενε να τον δείχνει τόσο κοντά στο… Θεό. Αλλά δεν πέτυχε ούτε να αναδείξει το μεγαλείο του. Διάφοροι βερμπαλισμοί μένουν μόνο, για το μεγαλείο της τέχνης, που είναι αρκετά κλισέ, για να μας πείσουν για οτιδήποτε.
Γιώργος Σμυρνής