«Οθελλόλεθρος»: το κακέκτυπο των Κιμούλη-Μαρκουλάκη
Ένας μαύρος αξιωματικός και μία λευκή γκομενάρα -από «τζάκι» βέβαια- παντρεύονται από έρωτα. Ο συντηρητικός πατέρας της λευκής τα παίρνει στο κρανίο εξαιτίας του «ανήθικου» γάμου και διώχνει την κόρη του, αλλά το ζευγάρι δεν πτοείται και ζει τον έρωτά του. Την ευτυχία τους όμως επιβουλεύεται ένας αξιωματικός, υφιστάμενος του «μαύρου», που έχει στριμμένη τη βίδα επειδή πιστεύει ότι η γυναίκα του τον κεράτωνε με τον μαύρο, κι έχει βάλει σκοπό της ζωής του να τον εκδικηθεί, βάζοντάς του την ιδέα ότι η λευκή γκομενάρα τον απατά…από την Αργυρώ Σταυρίδη
Για να το πετύχει, θα χρησιμοποιήσει δύο ανυποψίαστους συναδέλφους του, έναν γόη μεν, λίγο χαζούλη δε, κι έναν καψούρη με τη γυναίκα του μαύρου, που χτυπάει κάτω τον ποπό του για να την κερδίσει. Θα τους σκοτώσει κάνοντας τον φόνο να δείχνει σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ τους και θα «φυτέψει» κι ένα ενοχοποιητικό στοιχείο για να το επιδείξει στον μαύρο ώστε αυτός να πιστέψει ότι σκοτώθηκαν για τα μάτια της γυναίκας του. Ο τελευταίος θα ξεπλύνει την προδοσία σκοτώνοντάς τη (φυσικά), αλλά ύστερα θα μάθει από τη γυναίκα του υφισταμένου του, πως όλα ήταν ψέματα και σκοτεινό σχέδιο του άντρα της. Ο μηχανορράφος θα τη σκοτώσει τη γλωσσού (φυσικά) και θα συλληφθεί επιτόπου μαζί με τον μαύρο, που λίγο μετά αυτοκτονεί (φυσικά). Αφού τα ’κανε όλα π…, ο κακιασμένος αξιωματικός μένει σαν καλαμιά στον κάμπο και τρελαίνεται εντελώς έχοντας πάνω του αίμα αθώων…
Η παραπάνω σύνοψη δεν περιγράφει την υπόθεση ελληνικής ταινίας β΄ διαλογής, αλλά του σαιξπηρικού «Οθέλλου» (με μερικά διασκευασμένα στοιχεία). Με μια κυνική αφαιρετική ανάγνωση, λοιπόν, η υπόθεση του Οθέλλου είναι ίδια με αυτή του μεγαλύτερου μέρους του συνόλου της δραματουργίας: έρωτας-πάθη-προδοσία-εκδίκηση. Αυτό όμως που ξεχωρίζει την «πατάτα» από ένα αξιόλογο καλλιτέχνημα, είναι ο τρόπος με τον οποίο θα παρουσιαστεί η ιστορία.
Ο Γιώργος Κιμούλης και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που υπογράφουν από κοινού τη σκηνοθεσία και τη διασκευή, και επιπλέον πρωταγωνιστούν στον «Οθέλλο» (ως Οθέλλος και Ιάγος αντίστοιχα) που έκανε χθες πρεμιέρα στο θέατρο Μπάντμιντον, παρουσίασαν μια μοντέρνα εκδοχή της ιστορίας. Η παράσταση χαρακτηριζόταν από κοστούμια και σκηνικά που παρέπεμπαν σε glamorous αλλά decadent Αμερική με μια αποικιακή εσάνς: ο Ιπτάμενος και τζέντλεμαν συνάντησε το Πέρα από την Αφρική, με στολές αξιωματικών και μπεζ γυναικεία ρούχα και καπέλα, ενώ ένας στύλος στριπτίζ, φωτεινές επιγραφές και ένα λαπτοπ ήταν τα πιο χαρακτηριστικά σκηνικά στοιχεία της σύγχρονης μεταφοράς. Η τόλμη των σκηνικών και κοστουμιών θα μπορούσε ίσως να λειτουργήσει θετικά και να «φτιάξει» ατμόσφαιρα αν υποστηριζόταν κι από άλλους παράγοντες, ωστόσο η παράσταση ήταν προβληματική σχεδόν σε όλες της τις διαστάσεις.
Το έργο έδειχνε να μην έχει δουλευτεί αρκετά στις πρόβες, παρά μόνο στη βάση της ερμηνευτικής μανιέρας του Κιμούλη και του Μαρκουλάκη. Ο Οθέλλος έπαιζε τον Κιμούλη και όχι το ανάποδο. Ο Μαυριτανός στρατιωτικός φάνταζε σοφό και συναισθηματικό αλλά κουρασμένο παλικάρι, ενώ ο Ιάγος υστερική και ημίτρελη καρικατούρα και όχι ύπουλος και έξυπνος μηχανορράφος – αν και η συγκεκριμένη εσκεμμένη προσέγγιση του εν λόγω χαρακτήρα θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες και με τις ερμηνευτικές ικανότητες του Μαρκουλάκη να «δουλέψει».
Η κίνηση των υπόλοιπων ηθοποιών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ερασιτεχνικού επιπέδου: άλλοτε πλαισίωναν αμήχανα τους πρωταγωνιστές και άλλοτε υπερέβαλλαν την παρουσία τους. Η Σμαράγδα Καρύδη ως Δεισδαιμόνα και η Γωγώ Μπρέμπου ως Αιμιλία ήταν κακές έως απαράδεκτες. Δεν έδωσαν κανένα βάθος και βάρος στις ηρωίδες τους και τελείωναν τα λόγια τους πάντα στον ίδιο κι απαράλλακτο τόνο, όπως έκανε και η Ζέτα Μακρυπούλια σαν ηθοποιός στην μετά Παρά Πέντε εποχή, η Βίκυ Καγιά στο So you think you can dance και ο Γιώργος Λιάγκας στο 50-50. Η Καρύδη δεν μπόρεσε να υπερβεί την «άχρωμη» εντύπωση που αφήνει γενικότερα η περσόνα της, ενώ η Μπρέμπου ακουμπούσε επιφανειακά πάνω στο πρότυπο ερμηνευτικής τεχνοτροπίας που της είχε υποδειχθεί. Το εύρημα δε, του μάγκικου βαδίσματος της Αιμιλίας με τα χέρια στις τσέπες σχεδόν όλη την ώρα αλά Μάρλεν Ντίτριχ, σε συνδυασμό με τον τόνο «περπατημένου» κυνισμού στη φωνή, είχε αποτέλεσμα παρόμοιο με σάτιρας νουάρ ηρώων.
Τα σημεία που έπρεπε να συγκλονίζουν, όπως π.χ. το άσπονδο φιλί των δύο πρωταγωνιστών, οι ύβρεις, οι κραυγές, η συντριβή, προκαλούσαν γέλιο. Οι μοντέρνες πινελιές με τολμηρές σκηνές και αισθητική λούνα παρκ θύμιζαν περισσότερο καλτ κινηματογράφο, καθώς η πρόθεση ρεαλιστικής «άποψης» κατέληξε σε ένα «χυδαίο» σκηνοθετικά μίξερ. Η σκοπιμότητα της χρήσης αγγλόφωνων τραγουδιών που προστέθηκαν στο κείμενο και ερμηνεύτηκαν από τους ηθοποιούς, άγνωστη. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η τολμηρή γλώσσα περισσότερο αποσπούσε τον θεατή παρά συνέβαλλε στην ένταση των σκηνών και τη συναισθηματική εμπλοκή του. Τα προβλήματα, δε, στον ήχο, με τα φορητά μικρόφωνα, σκότωναν και την τελευταία βούληση υποβλητικότητας.
Δεν είχα δει τον «Οθέλλο» του Οστερμάγερ (βλ. βίντεο) στην Επίδαυρο το 2010 και άλλωστε πόση σημασία έχει αν υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ των δύο παραστάσεων. Ούτε γνωρίζω πόσο καιρό δούλευαν οι συντελεστές το ανέβασμα που είδαμε στο Μπάντμιντον, αλλά η προχειρότητα (γιατί διαφορετικά πρέπει να μιλήσουμε για έλλειψη ταλέντου ή απόλυτη αστοχία) με την οποία αποδόθηκαν πολλές πτυχές του σε αντίθεση με την φανερή και μελετημένη πρόθεση να ανέβει μια σύγχρονη σκηνική παραγωγή στα πρότυπα κάθε αξιόλογου θεάτρου, άφησαν μια πολύ αρνητική εντύπωση. Ή αυτό, ή μάλλον για όλα έφταιγε το κόκκινο πάτωμα του σκηνικού, που όπως είπε μια θεατής, της προκάλεσε πονοκέφαλο…