“Αυτό το παιδί”- Θεατρικά όνειρα για την ωμή πραγματικότητα!
“Οι ευτυχισμένες οικογένειες δημιουργούν απαίσια μυθιστορήματα” λέει μια σοφή ρήση. Αυτό, γιατί απουσιάζουν οι συγκρούσεις και τα δράματα, που θα έδιναν ενδιαφέρον στο κείμενο.
Με την ίδια λογική οι ευτυχισμένες οικογένειες δημιουργούν και απαίσια θεατρικά έργα. Και αυτό είναι κάτι που φαίνεται πως το ξέρει καλά ο Γάλλος συγγραφέας Πομερά, δημιουργός του θεατρικού έργου “Αυτό το παιδί”.
Η παράσταση “Αυτό το παιδί“, που είναι σκηνοθετημένη από την Φρόσω Λύτρα κι ανεβαίνει και πάλι στο Φουαγιέ του Θεάτρου ΒΑDMINTON, θεωρώ πως είναι η ηχηρή απάντηση στην “φτήνια” σε ιδέες και ταλέντο καθώς και στην προχειρότητα των περισσότερων παραστάσεων που βλέπουμε τελευταία!.
Είναι ένα έργο που συνδυάζει την εικαστική με την θεατρική τέχνη, αλλά μην γελιόσαστε. Είναι 100% θέατρο και πολύ καλό θέατρο! Πρόκειται για ένα δράμα θεματικό, με πολλά επεισόδια από διαφορετικές τραγικές οικογενειακές ιστορίες, που εστιάζουν στο θέμα της σύγκρουσης γονέων- παιδιών.
Είναι μια κριτική ματιά πάνω στην σύγχρονη οικογένεια, που μοιάζει με ντοκιμαντέρ. Προήλθε από συνεντεύξεις που πήρε ο συγγραφέας και η ομάδα του σε γυναίκες από εργατικές οικογένειες της Γαλλίας, με αποτέλεσμα να έχουν πρωτογενές υλικό για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, η οποία- όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχει ανοίξει- ακόμα και σήμερα σε τεράστιο βαθμό καθορίζεται από τον στενό οικογενειακό κύκλο.
Παρ’ όλ’ αυτά, ο λόγος του κειμένου είναι πολύ ποιητικός. Εξίσου ποιητική είναι η σκηνοθεσία. Και σε όλο αυτό πρέπει να προσθέσουμε την προχωρημένη σκηνογραφία, η οποία είναι μια γκαλερί που υπηρετεί στις ιστορίες του έργου, από 15 εικαστικούς δημιουργούς.
Αν μη τι άλλο, η παράσταση είναι ατμοσφαιρική. Μια κοπέλα με ένα μπαλόνι, κάτι σαν ζωντανό leit motif, δείχνει κάθε φορά το δρόμο. Όταν τελειώνει μια σκηνή, ακολουθώντας τις οδηγίες που μας έχουν δώσει, βλέπουμε αυτό το κορίτσι. Το ακολουθούμε και καθόμαστε στα πρόχειρα καθίσματα από πάκους εφημερίδων που έχουν στηθεί. Αυτό γίνεται συνέχεια για μία περίπου ώρα. Η Φρόσω Λύτρα ενδιαφέρεται πολύ να μην έχει έναν παθητικό θεατή στο έργο της. Οι θεατές μετακινούνται συνέχεια, σαν να βρίσκονται σε μια γκαλερί.
Αν σε αυτό προστεθεί ο χαμηλός φωτισμός και η υπέροχη μουσική, που σε διαπερνά συναισθηματικά, όπως το μαχαίρι διαπερνά το βούτυρο, η υποβλητικότητα της παράστασης φτάνει σε επίπεδα σχεδόν ονειρικά. Με το που φεύγουμε από την μια σκηνή και πάμε στην επόμενη, ακούγεται μια μαγνητοφωνημένη αφήγηση ονείρου. Τα όνειρα αυτά, τα οποία έχει γράψει η ίδια η Φρόσω Λύτρα, είναι οι “γέφυρες” που ενώνουν τις σκηνές. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η παράσταση στοχεύει στον ψυχισμό του θεατή. Στην παράσταση συμμετέχει και ένας ψυχίατρος, ερμηνεύοντας τον ρόλο ενός κακού πατέρα.
Ωστόσο, το βασικότερο είναι, νομίζω, πως η παράσταση θέλει να σκάψει πάνω στο ασυνείδητο. Ο μεγαλύτερος μηχανισμός, κατά Freud, που δημιουργεί απωθημένα μέσα στο υποσυνείδητο είναι η οικογένεια και οι καταπιεστικοί της μηχανισμοί!
Το σίριαλ “οικογένεια” σε αυτοτελή επεισόδια
Ατμόσφαιρα και συγκίνηση είναι αυτά που κυριαρχούν στην παράσταση! Οι χαρακτήρες είναι πολύ κοντινοί στον θεατή. Είναι απλοί άνθρωποι με προβλήματα πολύ απτά, συνηθισμένα, που τα ξέρουμε ή τα φανταζόμαστε ή τα έχουμε ακούσει να συμβαίνουν σε κάποιους. Είναι πολύ εύκολο λοιπόν να σε αγγίξει αυτό το θέατρο. Αυτό που είναι πιο δυσδιάκριτο, είναι το σκοτεινό και υπαινικτικό χιούμορ του συγγραφέα, που υπάρχει σε κάποιες σκηνές.
Το θέμα προσεγγίζεται με θραύσματα. Σπαράγματα της οικογενειακής ζωής από πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους δημιουργούν τελικά ένα σπαρακτικό αποτέλεσμα. Σε αυτό οι Γάλλοι είναι μάστορες! Στο να δημιουργούν, δηλαδή, έργα με συνοχή και συναισθηματική εγγύτητα, ενώνοντας πολλές διαφορετικές ιστορίες, πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες, πολλά διαφορετικά- αυτοτελή- επεισόδια.
Αυτή η πολυπρησματική καταγραφή δίνει στο έργο όχι μόνο εύρος, αλλά και βάθος. Σε αυτό βοηθάνε οι ατμόσφαιρες που έχει δημιουργήσει η σκηνοθεσία, τόσο με το ψαγμένο ντεκόρ, όσο και με την συναισθητικά φορτισμένη μουσική. Όταν και οι ερμηνείες βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο, το έργο αγγίζει υψηλά επίπεδα δραματουργίας.
Σε ένα “επεισόδιο” η Βίκη Βολιώτη παραδέχεται ότι δεν κάνει για μητέρα και προσπαθεί να πασάρει το παιδί της σε ένα άτεκνο ζεύγος. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσω να περιγράψω αυτήν την σκηνή. Όμως γεγονός είναι πως η Βολιώτη με την ερμηνεία της πήγε την σκηνή σε φοβερά επίπεδα συγκίνησης και συναισθηματικής φόρτισης, τα οποία εκμαιεύονται από το θεατή αβίαστα. Αυτή η σκηνή είναι τόσο απέριττη και ειλικρινής, που γίνεται μεγαλειώδης… Δημιουργεί, μάλιστα, μια κλιμάκωση συναισθημάτων τόσο έντονη, που είναι δύσκολο για τις υπόλοιπες σκηνές να την συναγωνισθούν.
Ευτυχώς, το κείμενο δίνει και άλλες λαβές στο θεατή για να παρασυρθεί στην μαγεία του στη συνέχεια.
Ως προς το εικαστικό κομμάτι, πρέπει να αναφερθούμε λίγο σε αυτόν τον ιδιότυπο διάλογο ανάμεσα στην ζωγραφική και γενικά την εικαστική σύνθεση και την σκηνογραφία. Η εικαστική δημιουργία χάνει την αυτονομία της και αποκτά νόημα μέσα από το θεατρικό κείμενο, το οποίο λειτουργεί σαν δραματουργική λεζάντα (ο κορυφαίος σημειολόγος και μεταμοντέρνος στοχαστής Ρολάν Μπαρτ ονόμαζε “αγκύρωση” την διαδικασία νοηματοδότησης μιας εικόνας από κάποιο κείμενο). Θέλω να πω, ότι η μετάφραση μίας εικόνας από τον θεατή χάνει την αυτονομία της, όταν αυτός επηρεάζεται από το θεατρικό έργο που παρακολουθεί να εκτυλίσσεται μπροστά του.
Το εικαστικό υπηρετεί την παράσταση πολύ περισσότερο από όσο η παράσταση υπηρετεί το εικαστικό. Αυτό δεν είναι κακό. Είναι αυτό που θα έπρεπε να συμβεί για να έχει νόημα το θεατρικό έργο. Όμως δεν πρέπει να αγνοούμε ότι η εικαστική δημιουργία έχει υποστηρικτικό ρόλο στο κείμενο. Από την άλλη, όμως, τροφοδοτεί με ιδέες την σκηνοθεσία και πολλές φορές δημιουργεί όνειρα μέσα στο έργο, που δεν θα είχαν ποτέ επινοηθεί αν η σκηνογραφία ήταν πιο συμβατική.
Από τις ερμηνείες, η Βίκη Βολιώτη έκανε την διαφορά σε μία από τις δύο σκηνές, στις οποίες συμμετείχε. Οι υπόλοιπες ερμηνείες κινήθηκαν σε αρκετά καλά επίπεδα, με κάποιες εξαιρέσεις, κυρίως νεώτερων ηθοποιών, που υστερούσαν αρκετά.
Συνολικά, πρόκειται για μία παράσταση υψηλού επιπέδου, που δημιουργεί έναν γόνιμο διάλογο ανάμεσα στην τέχνη και την κοινωνία, όπως κι ανάμεσα στα εικαστικά και στο θέατρο. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας απτά υλικά και ρεαλισμό, πυροδοτεί έναν διάλογο ανάμεσα στον θεατή και στα συναισθήματά του. Άλλωστε, από οικογένειες προερχόμαστε όλοι μας, άσχετα αν καμιά φορά προσπαθούμε να το ξεχνάμε.
Γιώργος Σμυρνής