Άμλετ: “Να δει κανείς ή να μη δει;”
Οι τραγωδίες του Σαίξπηρ θέλουν κόσμο πάνω στην σκηνή! Όχι μόνο πολλούς ηθοποιούς, αλλά και κομπάρσους πολλούς. Δεν είναι δυνατόν στη Μέδουσα και στο Νάρκισσο να υπάρχουν 20 εθελοντές – και μάλιστα πρόθυμοι να τα “πετάξουν” όλα- και στον Άμλετ να μην υπάρχει ούτε ένας κομπάρσος να παίζει τον στρατιώτη ή το φύλακα ή τον ευγενή στην Αυλή του “σήποντος” Βασιλείου της Δανίας!
Αναφέρομαι στον Άμλετ που ανέβηκε στο κηποθέατρο Παπάγου, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, με πρωταγωνιστή τον Αιμίλιο Χειλάκη. Η σκηνή καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης έδειχνε γυμνή από κόσμο, καθώς παρόντες ήταν μόνο οι βασικοί πρωταγωνιστές του δράματος κάθε φορά- κάτι που σε μια αυλή και ιδίως της συγκεκριμένης, που βρίσκεται σε διαρκή αναταραχή, δείχνει αφύσικο και ψεύτικο. Αυτή η κατάσταση ενισχύθηκε και από το μάλλον ανέμπνευστο και άχαρο σκηνικό της παράστασης.
Ως μετάφραση του Άμλετ επιλέχθηκε αυτή του Χειμωνά. Έχω τρεις μεταφράσεις του Άμλετ στο σπίτι μου (του Μπελιέ, του Ρώτα και του Χειμωνά) και δεν είμαι ικανοποιημένος από καμία από τις τρεις. Ωστόσο, θεωρώ πως του Γιώργου Χειμωνά είναι μακράν η χειρότερη. Ο γνωστός συγγραφέας και μεταφραστής σε κάποια σημεία ήταν τόσο αυθαίρετος στην απόδοση του κειμένου, που έδινε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να γράψει το δικό του Άμλετ. Στην εισαγωγή, μάλιστα, της μετάφρασης του έγραφε πως ο Σαίξπηρ δεν είναι από τους συγγραφείς που εκτιμά, αλλά ο Άμλετ ξεφεύγει από τα τυπικά σαιξπηρικά έργα- είναι κάτι άλλο! Μάλιστα… (Πάντως, έχει μεταφράσει(;) και Μακμπέθ.)
Η ιστορία είναι γνωστή. Ο βασιλιάς πατέρας του Άμλετ δολοφονείται από τον σφετεριστή αδερφό του Κλαύδιο. Ο Κλαύδιος, αμέσως μετά τον φόνο, νυμφεύεται και την σύζυγο του εκλιπόντος Γερτρούδη, τη μητέρα δηλαδή του Δανού Πρίγκιπα. Ο Άμλετ μαθαίνει τελικά από το φάντασμα του πατέρα του το φοβερό μυστικό της δολοφονίας του. Η επιθυμία και η ανάγκη του για εκδίκηση είναι μεγάλες. Παριστάνει τον τρελό, για να μπερδέψει τους εχθρούς του, ώστε να τον θεωρήσουν ακίνδυνο και να του δώσουν το χρόνο να οργανώσει την εκδίκησή του. Ωστόσο, βυθίζεται σε ένα τέλμα εσωστρέφειας και αμφιβολίας, που τον κάνει αναβλητικό και επικίνδυνο τελικά όχι μόνο για το νέο καθεστώς, αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό του. Το τραγικό του τέλος σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αναβλητικότητα του. Παράλληλα, ένοχοι και αθώοι την πληρώνουν, μέσα σε ένα ζοφερό σκηνικό γεμάτο αμοιβαία καχυποψία, στο οποίο τη δράση και την βούληση κυβερνά τελικά το ένστικτο της επιβίωσης και της εκδίκησης.
Ο Χειλάκης ως πρωταγωνιστής είναι γεγονός ότι έχει να αναμετρηθεί με ένα τέρας της παγκόσμιας δραματουργίας. Ο γνωστός Μελ Γκίμπσον είχε πει για τον Άμλετ ότι είναι “ένα φρικτό βασανιστήριο, που είχε επινοήσει ο Σαίξπηρ για να ταλαιπωρεί τους ηθοποιούς“. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Χειλάκης φάνηκε αντάξιος του δύσκολου εγχειρήματος. Σε ελάχιστα σημεία το παίξιμο του ήταν καλό, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος έκανε κοιλιές και δεν ήταν καλά δουλεμένο. Το χειρότερο όμως είναι ότι έκανε λάθη στην ερμηνεία του, που διαστρέβλωναν το νόημα του κειμένου.
Στο “να ζει κανείς ή να μη ζει;” που το ξέρουν κι οι πέτρες, έβαλε σε λάθος σημείο το ερωτηματικό. Είπε: “Να ζεις. Να μη ζεις. Αυτή είναι η ερώτηση;” Άλλαξε έτσι το νόημα του κειμένου. Αμφισβήτησε τη σημασία της ερώτησης, αντί να διατυπώσει μια ερώτηση που αμφισβητεί το νόημα της ύπαρξης! (“Να ζεις ή να μη ζεις; Αυτή είναι η ερώτηση!” είναι αυτό που γράφει ο Σαίξπηρ).
Σε ένα άλλο σημείο, που έρχεται σε σύγκρουση με την λατρεμένη του Οφηλία, καθώς αντιλαμβάνεται ότι αυτή έχει γίνει υποχείριο των εχθρών του, της λέει “πήγαινε σε μοναστήρι”. Και στην συνέχεια αγκαλιάζονται με την Οφηλία, σαν να ετοιμάζονται να κάνουν έρωτα. Μια σκηνοθετική επιλογή, μάλλον παράξενη, δεδομένου ότι η ιδιαιτέρως διαχυτική στην συγκεκριμένη σκηνή Οφιλία γνωρίζει ότι πίσω από τις κουρτίνες ο πατέρας της Πολώνιος και ο Κλαύδιος παρακολουθούν. Μετά, ο Άμλετ ξαφνικά “φορτώνει”, την διώχνει, τη βρίζει και κυριεύεται από μια υστερία εκτός χρόνου, που το παίξιμο του Χειλάκη την κάνει να δείχνει ακόμα πιο αλλοπρόσαλλη.
Το μεγάλο πρόβλημα εδώ είναι το εξής. Στην αργκό της εποχής του Σαίξπηρ το “πήγαινε σε μοναστήρι” σήμαινε “πήγαινε σε μπουρδέλο”. Επομένως, από τη στιγμή που ο Άμλετ στην ουσία αποκαλεί “πόρνη” την Οφηλία, είναι ήδη εξοργισμένος μαζί της και είναι μάλλον απίθανο να υπάρχει ερωτικό πνεύμα στην σκηνή. Και υπήρχαν και άλλα τέτοια λάθη. Και κάποια από αυτά το κοινό τα χειροκρότησε κιόλας! Μπήκε στο νόημα, μόνο που ήταν ένα νόημα τελείως λάθος!
Πέρα από τον Χειλάκη, που στο κάτω- κάτω είχε τη δικαιολογία ότι το να παίξεις Άμλετ είναι ένα τρομακτικά δύσκολο εγχείρημα, πάρα πολύ κακός ήταν ο Κλαύδιος. Ο Λεωνίδας Κακούρης ήταν βαρύς, ψυχρός και άτεχνος. Έπαιξε τον Κλαύδιο σαν να φορούσε ξένο ρούχο, χωρίς να αποδίδει καθόλου τον καταχθόνιο και πονηρό χαρακτήρα του σφετεριστή και κακούργου, που είναι εξίσου ικανός στο να γοητεύει όσο και να στήνει τις πιο ύπουλες παγίδες.) Νομίζω, ότι μαζί με τον Τόνυ Δημητρίου, ο οποίος έπαιζε τον Οράτιο και δεν μπόρεσε να χρωματίσει σωστά το λόγο του ούτε σε ένα σημείο, ήταν οι χειρότεροι της παράστασης.Ο Δημήτρης Αλεξανδρής, ως Λαέρτης, κινήθηκε σε ρηχά νερά.
Καλοί ήταν μόνο ο Πολώνιος (Μάνος Βακούσης) και η Γερτρούδη (Μαρίνα Ψάλτη). Αν και ο Βακούσης ως Πολώνιος, ήταν απλά πονηρός και όχι κουτοπόνηρος και μάλλον συγκρατημένος για τον ρόλο ενός ανθρώπου που θέλει παντού να χώνει τη μύτη του. Πάντως, στο δεύτερο ρόλο που έπαιξε, αυτόν του νεκροθάφτη, ήταν τέλειος.
Η σκηνή του θρήνου της Οφηλίας, που έχει παραφρονήσει εξαιτίας της δολοφονίας του Πολώνιου από τον αγαπημένο της Άμλετ – μια από τις πιο τραγικές σκηνές του έργου- έμοιαζε κωμική από το υπερπαίξιμο της πρωταγωνίστριας Ευγενίας Δημητροπούλου. Ωστόσο, τίποτα δεν ήταν χειρότερο από την τελευταία σκηνή του έργου- όταν όλοι έχουν πια σκοτωθεί κι ο Φόρτεμπρας, που έρχεται να καλύψει το κενό εξουσίας, μπαίνει στην σκηνή με ντύσιμο που θυμίζει στρίπερ. Φοράει ένα πέτσινο σακάκι ξεκούμπωτο κι από μέσα τίποτα. Τη γελοία αυτή αμφίεση συμπληρώνει κι ένα εξίσου παράταιρο σιδερένιο γάντι στο ένα του χέρι. Και με δεδομένο ότι στην σκηνή είναι μόνο αυτός και ο κάκιστος Οράτιος, καταλαβαίνουμε πόσο κακοποιήθηκε το κλείσιμο της μεγαλύτερης τραγωδίας του Σαιξπηρ!
Εύλογα το τεράστιο έργο υπέστη μεγάλες περικοπές, για να μπορέσει να παιχθεί σε δύο ώρες. Και ο μέγας Ολίβιε το έκανε αυτό, όταν γύρισε τον Άμλετ για τον κινηματογράφο. Όμως ο Ολίβιε το έκανε υπεύθυνα, με την συμβουλή φιλολόγων, οι οποίοι του είπαν τι να κόψει και τι να κρατήσει. Στην συγκεκριμένη παράσταση το ψαλίδι έπεφτε όπου να’ ναι. Έκοψαν σημεία πολύ σημαντικά, ενώ κράτησαν άλλα, που θα μπορούσαν να αφαιρεθούν.
Γενικά, ήταν μια παράσταση που διασώθηκε επειδή κράτησε το πνεύμα του σασπένς και του έργου δράσης κι επειδή το κείμενο του Σαίξπηρ, έστω και φιλτραρισμένο από μια αυθαίρετη μετάφραση, είναι μεγάλο και μπορεί να κρατήσει μια παράσταση μόνο του. Αυτό, αν δεν δολοφονήσεις τελείως το έργο. Και πραγματικά, η σκηνοθεσία, παρά τα μεγάλα της λάθη, δεν το δολοφόνησε! Παρ’ όλ’ αυτά, τα σημεία που κάνουν αυτό το έργο μοναδικό, με τις υπερβατικές και υπαρξιακές εξάρσεις, δεν αναδείχθηκαν, αλλά μάλλον στομώθηκαν από ανεπαρκείς ερμηνείες.
Άμλετ σε dvd λοιπόν! Με τον Λώρενς Ολίβιε. Και στην παράσταση, άλλωστε, του Μουμουλίδη, υπήρχαν σημεία που τα πήρε απευθείας από το συγκεκριμένο έργο, όπως ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο μιλάει το φάντασμα του πατέρα. Αντιγράφοντάς το, έστω και άσχημα, είναι σαν να μας το προτείνει κι αυτός με τον τρόπο του!
Γιώργος Σμυρνής