Ο Άρης Ρέτσος στο Ηρώδειο – Επανάσταση… στην αποδόμηση!
Υπάρχουν τρόποι και τρόποι για να αποδομήσεις ένα κλασικό έργο. Ο πρωτοποριακός θεατρικός σκηνοθέτης Άρης Ρέτσος επέλεξε έναν δικό του. Δεν αποδόμησε την υπόθεση, τους χαρακτήρες ή το κείμενο, πετσοκόβοντάς το ή τροποποιώντας το κατά το δοκούν. Όχι! Τα κράτησε όλα αυτά, αλλά αποδόμησε το μέσο με το οποίο το μήνυμα του κειμένου περνάει στο κοινό- την ίδια τη γλώσσα!
Στο έργο του “Ο θρόνος των Ατρειδών” -που περιέχει μεγάλα αποσπάσματα από την Ορέστεια, την γνωστή τριλογία του Αισχύλου και η οποία ανέβηκε στο Ηρώδειο- οι ηθοποιοί τόνιζαν τις λέξεις με παράξενο κι εξωπραγματικό τρόπο, προκαλώντας αλλοιώσεις στη φυσική ροή του λόγου με νόρμες και τεχνάσματα, που μόνο γλωσσολόγος μπορεί να αποκωδικοποιήσει και να τα εξηγήσει με ακρίβεια.
Γεγονός είναι πως, ενώ δεν τόνιζαν ποτέ με τον “νορμάλ τρόπο”, ούτε ο χορός, ούτε οι πρωταγωνιστές της “Ορέστειας”, αλλοιώνοντας έτσι εκ βάθρων τη φυσική ροή της γλώσσας, που είναι ο “εύκολος” τρόπος για να παρακολουθείς τη ροή των νοημάτων. Ο τρόπος που μιλούσαν ήταν σχεδόν όπως θα ακουγόταν ένα εξάχρονο παιδί, αν του έβαζες να σου απαγγείλει το “Αναζητώντας το χαμένο χρόνο”. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε σύστημα στο ηχητικό χάος που ο Ρέτσος ήθελε να δημιουργήσει. Υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες, τους οποίους άλλοι ηθοποιοί τους τηρούσαν ανελλιπώς, ενώ άλλοι μερικές φορές “έκλεβαν” κιόλας. Και ήταν λογικό να το κάνουν αυτό, γιατί αυτός ο τρόπος παιξίματος είναι ένας ερμηνευτικός Γολγοθάς. Αν προσθέσουμε σε αυτό και το ότι ο σκηνοθέτης είχε επιλέξει μια σχεδόν ακραία εξπρεσιονιστική κίνηση που καταπονεί τους ηθοποιούς, το βασανιστήριο γινόταν τρομακτικό. Οι μέτριοι έως καλοί ηθοποιοί ισοπεδώθηκαν από αυτές τις τεράστιες απαιτήσεις, ενώ οι πολύ καλοί ήταν και σε αυτό πολύ καλοί, όπως είναι και σε οτιδήποτε άλλο τους ζητηθεί.
“Ο θρόνος των Ατρειδών¨” είναι ένας “Θρόνος του Αίματος” (τίτλος της ταινίας του Κουροσάβα, ο οποίος μετέφερε τον σαιξπηρικό Μακμπέθ στον ιαπωνικό κινηματογράφο, χρησιμοποιώντας μοτίβα του θεάτρου Νο). Είναι ένας θρόνος αιματοβαμμένος, με ίντριγκες, ιστορίες φόνων και εκδίκησης. Ο πατέρας θυσιάζει την κόρη, η μητέρα θυσιάζει τον πατέρα και ο γιος θυσιάζει την μητέρα. Έτσι κλείνει ο κύκλος αίματος, ενώ πανταχού παρούσα στο “μεταφυσικό” όσο και ανθρώπινο αισχύλειο σύμπαν, είναι η θεϊκή παρέμβαση!
Πάντως, δεν μπορώ να ανακαλέσω ούτε μια φράση του Αισχύλου από το έργο. Το κείμενο του αρχαίου συγγραφέα “καπελώθηκε” από την ιδιότυπη άρθρωση, τα φαντασμαγορικά κουστούμια (που συνέδεαν αρχαιότητα, ιαπωνικό θέατρο και αρχαία Αίγυπτο), τις παράξενες μάσκες και το σωματικό κι έντονα εξπρεσιονιστικό στυλ ερμηνείας που ακολουθούσε μοτίβα του θεάτρου Νο. Βέβαια, δεν ήταν πιστή απομίμηση και η κίνηση ήταν πιο γρήγορη. Ωστόσο, υπήρχε αυτό το εξωπραγματικό στοιχείο στην εκφραστικότητα του σώματος, αλλά και το τελετουργικό στοιχείο, όπως και το γεγονός ότι ο ρυθμός των κινήσεων καθορίζεται συνέχεια από την μουσική.
Παράλληλα, ο Ρέτσος, από τα σημεία που επέλεξε να κρατήσει, δείχνει άνθρωπος που έχει μελετήσει σε βάθος το αρχαίο κείμενο και θέλει να αναδείξει την διαφορετικότητα του ποιητικού και αρχαίου εκείνου σύμπαντος.
Καρβούνη- Γουλιώτη: Σημειώσατε Χ
Το αισθητικό αποτέλεσμα εμφάνιζε μια συνοχή, η οποία έδειχνε πως είχε γίνει μεγάλη δουλειά στις πρόβες, ενώ υπήρχαν ηθοποιοί που ήταν του αναστήματος ενός τέτοιου επίπονου εγχειρήματος. Πειθαρχημένη και ακατάβλητη η Κόρα Καρβούνη, ακολούθησε πιο πιστά από όλους τους κανόνες που είχε θέσει η σκηνοθεσία. Ντυμένη σαν Κλεοπάτρα ή σαν Αιγύπτια θεότητα, παρουσίασε με αδυσώπητη ακρίβεια και φανατισμό, μια πολύ σκληρή και εξίσου φανατική στον σκοπό της Κλυταιμνήστρα, τη γυναίκα που σκότωσε τον άντρα της και παντρεύτηκε τον εχθρό του, για να τον κάνει σύμμαχο της εκδίκησης της.
Εκπληκτική στον ρόλο της Κασσάνδρας η Στεφανία Γουλιώτη. Παρά τα εμπόδια που της έβαζε η σκηνοθεσία, έδειξε στοιχεία του τεράστιου ταλέντου της. Ο τρόπος που χειρίζεται την σωματικότητά της, αλλά και το ταμπεραμέντο της. εξάλλου, σου θυμίζει ηφαίστειο που πάει να εκραγεί. Μου έδινε πάντως την αίσθηση σε ορισμένα σημεία πως ήταν σαν να έβαζες μια φεράρι να σύρει ένα τρένο. Το έσυρε το τρένο μια χαρά, αλλά πόσο πιο εντυπωσιακό θα ήταν να έτρεχε χωρίς αυτό το “άσκοπο” βάρος! Απέδωσε πάντως τη θεϊκή τρέλα της Κασσάνδρας με έναν εξαιρετικά ρεαλιστικό για τις προδιαγραφές της συγκεκριμένης παράστασης τρόπο, δείχνοντας την τεράστια ευελιξία της.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση και ο Ορέστης (Αντώνης Μυριαγκός), επιβλητικός στην παρανοϊκή του εκφραστικότητα ή… θεϊκή τρέλα. Ο Ορέστης, σε αντίθεση με την Γουλιώτη, σε κανένα σημείο δεν δείχνει ρεαλιστικός στο παίξιμό του, αλλά αυτό δεν μειώνει καθόλου το αισθητικό αποτέλεσμα που βγάζει. Το πρόβλημα ήταν πως σε πολύ κρίσιμα σημεία του έργου, μιλούσε μαζί με το χορό και ο ιδιότυπος τρόπος άρθρωσης και των δύο πόλων δημιουργούσε μια χασμωδία τέτοια, που δεν καταλάβαινες… “Χριστό”!
Καλή ήταν η Ηλέκτρα (Αλεξία Καλτσίκη), αν και φάνηκε να κουράζεται και να κουράζει, καθώς είχε μεγάλο ρόλο και οι σκηνοθετικές απαιτήσεις καταπονούν τον ηθοποιό. Ο Αγαμέμνονας- Αίγισθος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης) δεν μου άρεσε, καθώς πνίγηκε από τις υπερβολικές αξιώσεις της σκηνοθεσίας, όπως δεν μου άρεσαν οι δύο χοροί (ένας αντρικός και ένας γυναικείος).
Στο τέλος της παράστασης, το οποίο ήρθε μάλλον απότομα, οι ηθοποιοί έβγαλαν τις μάσκες τους κι αποκαλύφθηκαν στο κοινό. Ο gendleman σκηνοθέτης, αναγνωρίζοντας τους την τεράστια προσπάθεια που είχαν καταβάλει, τους αναφώνησε έναν-έναν ονομαστικά, από τους ηθοποιούς του χορού μέχρι και τους πρωταγωνιστές.
Συνολικά, νομίζω πως ο Ρέτσος ήθελε να παρουσιάσει χαρακτήρες εκτός κάθε μέτρου στην έκφρασή τους, θεωρώντας προφανώς πως η αρχαία ελληνική τραγωδία κάθε άλλο παρά εκφράζει το “παν μέτρον άριστον”. Βέβαια, κάποια από τα στοιχεία του Θρόνου των Ατρειδών, τα είχε δείξει και στην θεατροποιημένη εκδοχή του “Μια εποχή στην Κόλαση” του Ρεμπώ με τον τίτλο “Αίμα Κακό”. Προφανώς, η ποίηση για τον σκηνοθέτη μεταφέρεται στο θέατρο με έναν μη ρεαλιστικό τρόπο τόσο στην κίνηση, όσο και στην ομιλία. Παράλληλα, επεδίωξε μια παράσταση επιβλητική και με τελετουργικό χαρακτήρα, που να συνδέει τις εποχές, αλλά να δείχνει παράλληλα ότι το κείμενο που παρουσίαζε ερχόταν από έναν άλλο κόσμο, ένα παρελθόν εντυπωσιακό όσο και χαμένο οριστικά.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν δύσκολο για τον θεατή, αλλά ανέδειξε κάποιες εντυπωσιακές ερμηνευτικές προσπάθειες. Αν και ήταν έναπολύ ενδιαφέρον θεατρολογικού τύπου πείραμα, δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήθελα να γίνεται ο κανόνας στις παραστάσεις, είτε αρχαίας τραγωδίας, είτε αλλού.
Γιώργος Σμυρνής