Τα «Παρτάλια» τραγουδάνε ακόμα!
«Παρτάλι» θα πει κουρέλι. Μία μητέρα της ορεινής επαρχίας κατά τη διάρκεια της κατοχής, έντυνε το αγοράκι της με κουρέλια (παρτάλια) σαν κοριτσάκι, γιατί δεν ήθελε να το δει να γίνεται άντρας.
Άντρας σημαίνει στρατιωτική θητεία και τον σύζυγό της, της τον γύρισαν νεκρό στο σπίτι της. Το αγοράκι έμοιαζε με κορίτσι, μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες κι άρχισε να έχει σύγχυση του φύλου. Κατέληξε τραβεστί με καλλιτεχνική καριέρα.
Αυτή είναι η ιστορία που μας αφηγείται το «Παρτάλι», μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας μετέτρεψε σε θεατρικό μονόλογο που ανέβηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Την σκηνοθεσία υπογράφει ο σκηνοθέτης- δραματοθεραπευτής Στέλιος Κρασανάκης, ενώ τον πρωταγωνιστικό ρόλο σωματοποιεί οΧρίστος Στέργιογλου. Ντυμένος με γυναικεία ρούχα, ερμηνεύει ένα παιδί της επαρχίας, που για λόγους προτύπων και ταυτίσεων καταλήγει να γίνεται τραβεστί, ζώντας στην επαρχία, μετά στη Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια στις ΗΠΑ, όπου γνωρίζει έναν αέρα ελευθερίας και κάνει καριέρα ως drag queen.
Το περιφρονημένο «παρτάλι» ποτέ δεν χάνει το κουράγιο του. Δίνει τη μάχη για ζωή και ευτυχία με ό,τι όπλο έχει στα χέρια του. Τραγουδάει, χορεύει και στο τέλος αποπνέει μια αισιοδοξία για τη ζωή, στην οποία όλοι έχουν δικαίωμα τελικά, και ένα βαθιά ανθρωπιστικό πνεύμα.
Το μεγάλο ατού της παράστασης είναι η ερμηνεία του χαρισματικού Χρίστου Στεργιόγλου. Ο ηθοποιός κατορθώνει τόσο να μπαίνει στο «πετσί του ρόλου», όσο και να κρατάει διακριτικές αποστάσεις από αυτόν, τόσο, όσο χρειάζεται, για να τον αποδώσει σωστά. Δεν κάνει ούτε τον δικηγόρο της παρενδυσίας, ούτε εμφανίζεται ενοχικός. Είναι πειστικός, βαθιά ανθρώπινος και σε μεγάλο βαθμό συγκινεί. Σε αντίθεση με αξιόλογα μεταμοντέρνα έργα, που είναι μεν πολύ υψηλού επιπέδου σε αισθητικό επίπεδο, αλλά είναι κάπως ψυχρά, αυτή η παράσταση μεταδίδει συναίσθημα. Και το κυριότερο: αν και το θέμα της έχει να κάνει με μια σεξουαλική ιδιαιτερότητα, δεν το παίζει μοντέρνα, ούτε κυνηγάει την πρόκληση. Σε αυτό, μάλλον, βοηθάει ιδιαίτερα και η διπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη- ψυχιάτρου.
Τίνος είναι ρε γυναίκα το παιδί;
To έργο δεν εστιάζει μόνο στην σεξουαλική διαφοροποίηση του αφηγητή, αλλά προχωρά σε πολιτικά αναφερόμενα. Το θέμα του εθνικισμού τίθεται στο επίκεντρο, έστω και μέσω της παρωδίας. Μεγάλο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται στην κατοχή, όταν την περιοχή, όπου ζούσε το «Παρτάλι», την είχαν καταλάβει Βούλγαροι στρατιώτες.
Υπάρχουν βέβαια κάποια χρονολογικά προβλήματα στην αφήγηση. Υποτίθεται πως η μάνα έχασε τον άντρα της στον πόλεμο. Πόλεμος και κατοχή μαζί κράτησαν μαζί 4 χρόνια. Πώς το παιδί είναι ήδη 15 χρονών όταν έρχεται σε σεξουαλική επαφή με τον Βούλγαρο Διοικητή; Ο προηγούμενος πόλεμος για την Ελλάδα έγινε το 1922. Άρα, αν ο πατέρας είχε σκοτωθεί τότε, το παιδί θα έπρεπε να ήταν από 18 έως 20 ή παραπάνω στην κατοχή.
Τα μαθηματικά που δεν βγαίνουν, δημιουργούν ερωτηματικά. Μήπως όλα αυτά είναι παραμύθια, που τα βγάζει από το κεφάλι του ο αφηγητής, για να δώσει μια βολική εξήγηση στην ιδιαιτερότητα του; Ή μήπως η μητέρα δεν έκανε το παιδί με το νόμιμο σύζυγό της; Το ίδιο το «Παρτάλι» σε κάποιο σημείο του μονολόγου του αφήνει αυτή την υπόνοια, καθώς, όπως παραδέχεται, είδε φωτογραφία του πατέρα του και δεν του έμοιαζε καθόλου.
Πέρα από αυτές τις χρονικές ασυμφωνίες, το «Παρτάλι» ακολουθεί μια γραμμή ιδεολογική, την οποία εντοπίζουμε και στη «Μητέρα του Σκύλου» του Παύλου Μάτεσι. Μέσω της σεξουαλικής παρέκκλισης, απεικονίζεται μια ρήξη με τις παραδοσιακές αξίες όχι μόνο του ανδροκρατούμενου μοντέλου, αλλά και του ελληνικού εθνικισμού. Ο άντρας πολεμά για την πατρίδα του. Οι Έλληνες, ενωμένοι κατά του κοινού εχθρού, με ένα σώμα και μία ψυχή δίνουν την μεγάλη μάχη για την αντίσταση. Με αυτές τις «μυθολογικές» εθνικοπατριωτικές εικόνες συγκρούονται οι διηγήσεις τόσο στο «Παρτάλι», όσο και στη «Μητέρα του Σκύλου».
Και στις δύο παραστάσεις η μητέρα έχει χάσει τον άντρα της στον πόλεμο. Στο «Παρτάλι» η μητέρα ντύνει το παιδί της κοριτσάκι, για να μην το πάρουν στον πόλεμο ποτέ. Όπως τον Αχιλλέα, δηλαδή, τον είχε ντύσει κορίτσι η Θέτιδα, για να μην πάει στον Τρωικό Πόλεμο. Το «παρτάλι», στην εφηβεία του, αν και βοηθάει τους αντάρτες, κάνοντας τον ταχυδρόμο, θα έχει την πρώτη του σεξουαλική επαφή με τον Βούλγαρο διοικητή.
Στη «Μητέρα του σκύλου» η μάνα τα φτιάχνει με έναν Ιταλό στρατιώτη, ο οποίος της δίνει να φάει. Προδίδει έτσι, υποτίθεται, τη μνήμη του συζύγου της, που, επίσης, υποτίθεται, είναι νεκρός στον πόλεμο, ενώ είναι απλά λιποτάκτης. Και στις δύο περιπτώσεις, το ηρωικό πρότυπο των Ελλήνων που αντιστέκονται στην κατοχή, παρωδείται μέσω της παρεκκλίνουσας από τον κανόνα σεξουαλικής συμπεριφοράς. Στη μία περίπτωση ένας τραβεστί ομοφυλόφιλος κάνει σεξ με τον Βούλγαρο διοικητή και στην άλλη μία μητέρα «πόρνη» εκδίδεται σε έναν Ιταλό φαντάρο, για να βγάλει τον επιούσιο. Και το «Παρτάλι» και η «μητέρα» διατηρούν τις καλύτερες αναμνήσεις από αυτές τις σεξουαλικές τους παρασπονδίες. Φαίνεται οι κατακτητές το κάνουν καλύτερα!
Σε επίπεδο δομής και εικόνας, η παράσταση μου θύμισε λίγο τον μονόλογο της Άννας Κοκκίνου στο «Λα Πουπέ». Και εκεί, άλλωστε, η πρωταγωνίστρια είναι ντυμένη στα πρότυπα ενός τραβεστί, του Devine, όπως παραδέχθηκε η κ. Κοκκίνου σε συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει. Επίσης, και στις δύο παραστάσεις, οι μονόλογοι σταματούν σποραδικά, για να αρχίσει η… αφηγήτρια να τραγουδάει. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία θεματική εγγύτητα στα δύο έργα, ενώ το “Παρτάλι” δεν φτάνει την ποιότητα του «Λα Πουπέ» τόσο σε σκηνογραφικό και σκηνοθετικό επίπεδο, όσο και στην ερμηνεία της Κοκκίνου.
Το «Παρτάλι» έδειχνε υπερβολικά λιτό, καθώς δεν υπήρχαν τα ευρήματα που θα υποστηρίξουν την ερμηνεία του Στεργιόγλου. Μοιραία, στα σημεία που το κείμενο έπαυε να είναι συναρπαστικό, η παράσταση έκανε μικρές κοιλιές. Ωστόσο, δεν παύει να είναι μια ιδιαιτέρως αξιοπρεπής κι ευαίσθητη δουλειά, που διεισδύει με ευγενικές προθέσεις στην ανθρώπινη ψυχή, εντός της οποίας διαδραματίζονται τα μεγαλύτερα δράματα.
Γιώργος Σμυρνής