Ο Nικολάι Κολυάντα στο Φεστιβάλ Αθηνών: Ο “Άμλετ” στο σκυλόσπιτο!
Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω με διάφορες θεατρικές ομάδες που ανήκουν στο ρεύμα του μεταμοντερνισμού είναι γιατί δεν χρησιμοποιούν κείμενα της αντίστοιχης τεχνοτροπίας και περιόδου, αλλά πιάνουν διάσημα κείμενα άλλων περιόδων και τους “αλλάζουν τα φώτα”!
Ο Νικολάι Κολιάντα και ο θίασος του ήρθαν από τη Ρωσία στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και μας παρουσίασαν τη δική τους εκδοχή για τον Άμλετ.
Η αίθουσα του παλατιού είναι μια γκαλερί γεμάτη πίνακες της Τζοκόντας -που λειτουργούν στην παράσταση ως σύμβολα της δυτικής τέχνης, της εξουσίας, αλλά και της γυναίκας, ως ένα αστείο σεξουαλικό φετίχ- αλλά και άλλα αντίγραφα της δυτικής ζωγραφική. Και μέσα σε αυτό το Μέγαρο … “τέμενος” της κουλτούρας εισβάλλει ένας αλλοπρόσαλλος θίασος παλιάτσων, πρωτόγονων σχεδόν, που χορεύει, ουρλιάζει, γλεντάει, είναι ντυμένος με κουρέλια, εντελώς ξένα με το βασιλικό ύφος. Υπάρχουν σαφείς αναφορές σε σύμβολα λατρείας της γης και της γονιμότητας. Ο γάμος Κλαύδιου- Γερτρούδης είναι μια παγανιστική ιεροτελεστία.
Ο Δανός πρίγκιπας Άμλετ, από την πλευρά του, δείχνει αποξενωμένος από αυτό το περιβάλλον, ίσως γιατί πενθεί τον πατέρα του. Ίσως γιατί δεν μπορεί να αποφασίσει αν ανήκει στη Δύση ή στο ρώσικο παγανιστικό πνεύμα. Ίσως γιατί είναι γενικά δύσκολος άνθρωπος και εξαιρετικά αναβλητικός. Μάλλον όμως και τα τρία μαζί.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο “Άμλετ” του Σαίξπηρ είναι ένα κορυφαίο καλλιτεχνικό δημιούργημα της Δύσης. Ο Τολστόι είχε απορρίψει τον Σαίξπηρ, σε αντίθεση με τον Ντοστογιέφσκι. Η αποδοχή του δυτικού, αλλά και του σαιξπηρικού έργου στη Ρωσία δεν ήταν μια υπόθεση που έγινε ελαφρά τη καρδία.
Οι συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται ίσως- έστω και ασυνείδητα- έχουν και μία τάση να αναδειχθεί η σύγκρουση ανάμεσα στο ρωσικό ή σλαβικό πολιτισμό με τις παγανιστικές παραδόσεις και το δυτικό, που εισήλθε στη Ρωσία ερμητικά με επιλογή του ρώσικου παλατιού. Το Ερμιτάζ με τους υπέροχους δυτικούς πίνακες αποτελεί εμβληματικό μνημείο της εισόδου της δυτικής τεχνοτροπίας στη Ρωσία. Ένα πάντρεμα βέβαια, που κάθε άλλο παρά αντιπαραγωγικό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Αν σκεφτούμε τους μεγάλους Ρώσους δημιουργούς, που τελικά κατέκτησαν τη Δύση, καταλαβαίνουμε ότι κάθε άλλο παρά στείρος ήταν ο μιμητισμός της Ρωσίας, η οποία δημιούργησε πρωτοπόρους δημιουργούς.
Αν κρίνω πάντως από το αποτέλεσμα του Άμλετ του Κολιάντα- και μην έχοντας δει κάτι άλλο από τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη- δεν θα τον έβαζα σε αυτήν την ελίτ των μεγάλων και πρωτοπόρων Ρώσων δημιουργών.
Η επιστροφή στα basics, που προτείνει το θέατρο του, συνδυάζεται με μια λατρεία του πρωτόγονου και του παγανιστικού, αλλά και των εύκολων τρικ για να παράγεται γέλιο. Ο Άμλετ του Σαίξπηρ συμβουλεύει σε κάποιο σημείο τους ηθοποιούς του να μην καταφεύγουν σε φτηνά τρικ, την ώρα που λέει κάποιος άλλος ηθοποιός κάτι πολύ σημαντικό. Γιατί το κοινό αποσπάται από τον κωμικό και χάνει κάτι κρίσιμο για την εξέλιξη του έργου. Ο Κολιάντα μοιάζει να έχει πει στους ηθοποιούς του το ακριβώς αντίθετο- ειδικά στο πρώτο μέρος της παράστασης.
Ο Κλαύδιος είναι ένας αχρείος. Η Γερτρούδη μοιάζει με άντρα και είναι αποκρουστική και γελοία. Ο Άμλετ είναι τουλάχιστον κωμικός. Η σκηνή της αποκάλυψης από το φάντασμα πατέρα- το οποίο ερμηνεύεται από τον ίδιο τον Κολιάντα- γελοιοποιείται ολοσχερώς. Υπάρχει μια μπανιέρα στην οποία πλένεται ο Κλαύδιος και κλάνει. Και όλος ο όχλος γύρω του ουρλιάζει πανηγυρίζοντας. Στοιχεία που θυμίζουν λατρείες γονιμότητας, λαϊκές, χωρίς κανένα στυλ, υπάρχουν διάσπαρτα στην σκηνοθεσία.
Οι σκλάβοι και τα λουριά τους
Το βασικό στοιχείο στην ανάγνωση του Κολιάντα πάνω στον Άμλετ είναι το λουρί για σκύλους. Όλοι έχουν από ένα λουρί, για να τους σύρει κάποιος ανώτερος. Και κάποιος ανώτερος τους σέρνει από αυτό. Ο Κλαύδιος- ο Αρχισχύλος, θα μπορούσαμε να πούμε- σέρνει τους πάντες από τα λουριά τους. Ο Πολώνιος σέρνει απ’ το λουρί την κόρη του, την Οφηλία. Ο Άμλετ σέρνει τον Οράτιο. Στη μονομαχία του Λαέρτη με τον Άμλετ, που παίζεται όλο το δράμα του έργου, ο ένας αρπάζει τον άλλο από το λουρί του. Το λουρί του σκύλου γίνεται τελικά όπλο. Η μονομαχία προβάλλεται δηλαδή σαν μια μάχη επιβολής της εξουσίας δηλαδή- άλλωστε το πιο πειστικό εργαλείο εξουσίας είναι η βία.
Συνολικά, πάντως, το έργο δεν παρουσίαζε χαρακτηριστικά δράματος, αλλά περισσότερο παρωδίας- που ίσως θέλει να χτυπήσει τον εξουσιαστικό χαρακτήρα όχι μόνο της βασιλείας, αλλά και της πολιτιστικής κληρονομιάς και ιδίως αυτής που έχει το επίχρισμα του κλασικού. Ωστόσο, δεν είναι σε όλα του τα σημεία το έργο παρωδία. Υπάρχουν μέρη, που αναδεικνύεται η δραματικότητα του κειμένου. Ο Άμλετ, πάντως, δεν δικαιώνεται. Είναι κι αυτός μια κωμική ή αλλοπρόσαλλη φιγούρα, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου. Κι όμως, υπάρχουν σημεία, που μέσα σε αυτή την ανάγνωση- παρωδία, που ο Ρώσος ηθοποιός που ερμηνεύει τον Δανό Πρίγκιπα δίνει δείγματα δεξιοτεχνίας και υποκριτικού ταλέντου.
Συνολικά πάντως οι ερμηνείες θα ταίριαζαν περισσότερο σε παράσταση της commedia del’ arte παρά σε μια κορυφαία τραγωδία του Σαίξπηρ. Και οι χαρακτήρες δεν αναδεικνύονται.
Εδώ φαίνεται ότι το έργο εμφανίζει αντιφάσεις – μεγαλύτερες και από εκείνες των περισσότερων ηρώων του Σαίξπηρ. Υπάρχουν σημεία, που όχι μόνο τα γελοιοποιεί, αλλά τα… “ξεσκίζει”! Και σε άλλα εμφανίζεται εξαιρετικά συμβατικό, υπηρετώντας με συνέπεια τη δραματικότητα του σαιξπηρικού κειμένου. Όσον αφορά δε το κείμενο, το έχουν ακολουθήσει πιστά. Η μόνη διαφορά είναι ότι μετέφεραν τον περίφημο μονόλογο του Άμλετ (to be or not to be) από την σκηνή που προηγείται της σύγκρουσης του με την “ωραία Οφηλία”, αργότερα. Εκεί δηλαδή, που ο Άμλετ μιλάει με τους νεκροθάφτες. Αφού σαρκάζει τους μεγάλους βασιλείς, τον Μ. Αλέξανδρο και τον Ιούλιο Καίσαρα, αλλά και τον άνθρωπο γενικότερα, ότι δεν είναι τίποτα άλλο από τροφή για τα σκουλήκια ή σκόνη για να βουλώνει βαρέλια, ο Δανός Πρίγκιπας μας λέει και το “να ζει κανείς ή να μη ζει”.
Νομίζω πάντως ότι αυτή η μετάθεση του μονολόγου σε εκείνο το σημείο δεν εξυπηρετεί τίποτα. Πέρα από αυτό, η κοπτοραπτική πάνω στο κείμενο δεν ήταν από τα προβλήματα της παράστασης- κατά τη γνώμη μου. Δεν αφαίρεσαν δηλαδή κομμάτια πολύ σημαντικά, για να μειώσουν τη διάρκεια της παράστασης. Το μεγάλο πρόβλημα κι αυτό που αποξένωσε μεγάλο μέρος του κοινού από την παράσταση του Κολιάντα ήταν οι σκηνοθετικές και σκηνογραφικές επιλογές.
Η συγκεκριμένη ανάγνωση του σαιξπηρικού Άμλετ αφορά ίσως το ρωσικό κοινό, καθώς κάνει σχόλιο για τις ιστορικές ρίζες της Ρωσίας και τον τρόπο που παντρεύτηκαν οι παραδόσεις της με τη δυτική καλλιτεχνική τεχνοτροπία. Δε νομίζω όμως ότι μπορούσε να αγγίξει το ελληνικό κοινό, αλλά και να υπηρετήσει ουσιαστικά τον σαιξπηρικό “Άμλετ” ως ένα διαχρονικό και πανανθρώπινο έργο.
Γιώργος Σμυρνής