MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ριχάρδος ο Γ’ με τον Κέβιν Σπέισι: Oscar… Επιδαύρου!

Λάμψη Χόλυγουντ στην Επίδαυρο, αλλά όχι με την κακή έννοια. To δίδυμο του American Beauty, της ταινίας των πέντε Oscar, o σκηνοθέτης Σαμ Μέντες και ο πρωταγωνιστής Κέβιν Σπέισι ένωσαν πάλι τις δυνάμεις τους- αυτή τη φορά στο θέατρο- και μας παρουσίασαν τον Βασιλιά Ριχάρδο τον Τρίτο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Ο Σαίξπηρ έγραψε το έργο του σχεδόν έναν αιώνα αργότερα από το θάνατο του τελευταίου Πλανταγενέτη Βασιλιά της Μ. Βρετανίας, όταν πλέον η Δυναστεία των Tudors είχε αναλάβει την ηγεμονία του γηραιάς Αλβιώνας. Επομένως, δεν είχε κανέναν λόγο να χαριστεί στον τελευταίο ηγεμόνα της προηγούμενης κατάστασης. Εξάλλου, οι ιστορικές πηγές, πάνω στις οποίες ο μεγάλος δραματουργός βασίστηκε, για τον βασιλιά Ριχάρδο τον Γ’, καταλογίζουν στον βασιλιά μεγάλα εγκλήματα και ιδίως η δολοφονία των δύο πριγκίπων, των ανήλικων γιων του αδερφού του Εδουάρδου, του προηγούμενου Βασιλιά.

Μετά το θάνατο του αδερφού του, ο Ριχάρδος ανέλαβε επίτροπος του νόμιμου διαδόχου, του ανήλικου πρίγκιπα Εδουάρδου. Ωστόσο, κηρύχθηκε άκυρος από την Εκκλησία ο γάμος του Εδουάρδου με την βασίλισσα Ελισσάβετ και οι δύο πρίγκιπες και διάδοχοι του κηρύχθηκαν νόθοι. Κλείστηκαν στον πύργο του Λονδίνου και από τότε κανείς δεν τους ξαναείδε. Πολλές φωνές μιλούσαν για δολοφονία, κατηγορώντας για ηθική αυτουργία τον Ριχάρδο. Οι πηγές που είχε υπ’ όψην του ο Σαίξπηρ- και ιδίως ο Τόμας Μορ- κατονόμαζαν και ως πραγματικό αυτουργό τον James Tyrrell.

Ο Ριχάρδος του σαιξπηρικού έργου είναι άσχημος, χωλός, καμπούρης, αιμοδιψής και πολεμόχαρος. Αδυνατεί να ταιριάξει στο ειρηνικό περιβάλλον, όπου, όπως λέει χαρακτηριστικά στον μονόλογό του, ο πόλεμος μετακόμισε από τα πεδία των μαχών στις γυναικείες κρεβατοκάμαρες. Ο Κέβιν Σπέισι φοράει κάτι, σαν ψεύτικο πόδι ή κάτι τέτοιο, ενώ κουτσαίνει με τον ίδιο περίπου- και εξαιρετικά πειστικό τρόπο- που το έκανε και στους Συνήθεις Υπόπτους, την ταινία που τον έκανε διάσημο. Το στερεότυπο του κουτσού βασιλιά με τις εξίσου “χωλές συμπεριφορές” έχει βαθιές ρίζες, που πάνε πολύ πίσω από την εποχή του Σαίξπηρ και υπάρχει στην αρχαία ελληνική μυθολογία και στην τραγωδία- ιδίως στον θηβαϊκό κύκλο, όπως παρατηρεί και ο μεγάλος ανθρωπολόγος Κλοντ Λεβί- Στρος.

Οι χαρακτήρες του έργου είναι όλοι πολιτικά πρόσωπα, που συμμετέχουν σε ίντριγκες και συνωμοσίες, με μόνο σκοπό την άνοδο τους στην εξουσία. Ο Ριχάρδος θέλει να γίνει Βασιλιάς στη θέση του βασιλιά και δεν διστάζει σε τίποτα γι’ αυτό. Πολύ σπάνια η ποίηση- με τις εξεζητημένες και ευφάνταστες σαιξπηρικές μεταφορές- συνταιριάζει τόσο πολύ με την πονηριά.

Δύο είναι τα βασικά όπλα του Ριχάρδου- το ψέμα και το δέλεαρ. Υποκρίνεται τον καλό, ενώ σου σκάβει το λάκκο. Παράλληλα, βρίσκει πλεονέκτες ανθρώπους, που δεν θα δίσταζαν σε τίποτα, προκειμένου να πλουτίσουν και τους πληρώνει, για να του κάνουν τις “βρομοδουλειές”.

Το μεταφυσικό στοιχείο επίσης είναι έντονο. Η έννοια της χριστιανικής τιμωρίας μετά θάνατον συνδυάζεται με μια αμφίσημη σύγκρουση του ατόμου με τη συνείδηση, την οποία δεν θέλει κανένας: “η συνείδηση κάνει τον άνθρωπο δειλό” είναι το μότο της τραγωδίας, που μοιάζει να προλαβαίνει το Νίτσε 3 αιώνες.

Ταυτόχρονα, ο φόβος για τις κατάρες θυμίζει σχεδόν Αισχύλο. Η κατάρα της Μαργαρίτας υπερτονίσθηκε από την σκηνοθεσία. Η βασίλισσα καταράστηκε όλους όσοι χάθηκαν στην πορεία του έργου. Και κάθε φορά που καθένας από αυτούς χανόταν, αυτή εμφανιζόταν στην σκηνή σαν φάντασμα και σε μια από τις δεκάδες πόρτες του σκηνικού, χάραζε ένα Χ, σαν να έλεγε: “πάει και αυτός”.
Από την άλλη, οι καταραμένοι γεννιούνται καταραμένοι, επειδή γεννιούνται παλιάνθρωποι. Η πορεία της ζωής τους καθορίζεται από τον χαρακτήρα τους. Κι ο Ριχάρδος γεννήθηκε κακός και η μορφή του αντικατοπτρίζει την ασχήμια του- αυτό κι αν είναι στερεότυπο! Το ότι γεννήθηκε άσχημος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κερδίσει την αγάπη των γυναικών, τον κάνει να διοχετεύει την σεξουαλική του ορμή σε πράξεις κτηνωδίας και σε μια άμετρη φιλοδοξία. Παράλληλα, το ίδιο το σεξ και η αποπλάνηση για τον Ριχάρδο είναι μέσο και για την επιβεβαίωσή του και για την ικανοποίηση των φιλοδοξιών του, ενώ είναι ανίκανος να γευτεί τον έρωτα και την αγάπη, όντας δύσπιστος και κακεντρεχής στον μέγιστο βαθμό.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι υψηλού επιπέδου. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πρωταγωνιστής Κέβιν Σπέισι κερδίζει τις εντυπώσεις. Ερμήνευσε έναν Ριχάρδο, αναδεικνύοντας το ιλαροτραγικό πρόσωπο της κυνικής εξουσίας, που γελοιοποιείται μόνη της, μέσα από τις φοβερές τις αντιφάσεις. Τα προφανή ψέματα του αντί-ήρωα, προβάλλονται μέσα από ένα κωμικό πρίσμα. Δεν αγγίζει τα βάθη της “δαιμονικής” απανθρωπιάς του τέρατος, που θα αναδείκνυαν άλλοι ηθοποιοί. Σκόπιμα, θέλουν να δώσουν έναν πιο επιφανειακό χαρακτήρα στον άνθρωπο που δεν διστάζει σε τίποτα, προκειμένου να υπηρετήσει τον εαυτό του. Εξίσου εντυπωσιακή, πάντως, ήταν και η Βασίλισσα Μαργαρίτα, (Gemma Jones) η οποία παίζει στην συγκεκριμένη παράσταση κεντρικό ρόλο ως πρέσβειρα του πεπρωμένου, λόγω της κατάρας που εκστόμισε. Ξεχώρισαν ακόμα η Λαίδη Άννα και η Βασίλισσα Ελισσάβετ.

Ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε έγχρωμους ηθοποιούς σε ρόλους Βρετανών ευγενών, θέλοντας να δώσει ένα μήνυμα αξιοκρατίας που δεν επηρεάζεται από το χρώμα, άσχετα αν συγκρούεται με την εποχή του κειμένου. Άλλωστε, και οι στολές και η τεχνολογία που χρησιμοποιείται, με τα video-wall και τις φωτογραφικές μηχανές, που εμφανίζονται, είναι της εποχής μας- όπως άλλωστε συνηθίζεται σε πολλά έργα. Μέσα από τη χρήση της τεχνολογίας, η οποία, ως επί το πλείστον παραπέμπει σε media, η παράσταση που έστησε ο Μέντες επιχειρεί να αναπαραστήσει, σε συγκρατημένες δόσεις, κάτι από  την εικόνα της επικοινωνιακής και πλασματικής πολιτικής στην σύγχρονη, διαμεσολαβημένη από τα ΜΜΕ δημοκρατία μας. Μια σκηνή, όπου οι άνθρωποι της αυλής, έπειτα από άνωθεν εντολή, δίνουν ψεύτικα τα χέρια, δημιουργώντας πολιτικές λυκοφιλίες, είναι χαρακτηριστική. Την ώρα που δίνουν τα χέρια, χαμογελάνε ψεύτικα, όπως οι πολιτικοί μας όταν φωτογραφίζονται ή τους παίρνει κάποια τηλεοπτική κάμερα. Και μια φωτογραφική μηχανή απαθανατίζει την σκηνή.

Το σκηνικό σε κερδίζει με την λειτουργικότητά του. Είναι στην ουσία ένας τοίχος με πολλές πόρτες. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στην παράσταση να κινείται άνετα στα πολλά διαφορετικά τοπία, στα οποία διαδραματίζεται το δεύτερο μεγαλύτερο έργο του Σαίξπηρ μετά τον Άμλετ- δηλαδή σε παλάτια, αυλές, νεκροτομεία, πολεμικά τερέν, κελιά φυλακής… Ο φωτισμός ήταν πάρα πολύ καλός. Σε μία σκηνή, μάλιστα, με πολλούς παρόντες, μετατρέπει σε αχνές σκιές όλους τους υπόλοιπους, φωτίζοντας μόνο την Βασίλισσα Μαργαρίτα, η οποία μονολογεί κάτι εναντίον του Ριχάρδου, που προφανώς απευθύνεται μόνο στο κοινό και όχι στους επί σκηνής χαρακτήρες. Ο προβολέας απομονώνει το άτομο που σκέφτεται, ενώ ο χρόνος μοιάζει να παγώνει και ο γύρω χώρος να σβήνει. Επίσης, τα ακουστικά εφέ, με ήχους από τύμπανα και άλλα κρουστά, έδιναν τον ρυθμό, αλλά παράλληλα και μια απόκοσμη αίσθηση στην αλληλουχία των σκηνών.

Το έργο παρουσιάστηκε σχεδόν στο σύνολό του. Αν έγιναν περικοπές, αυτές ήταν περιορισμένης έκτασης. Η μία που εγώ εντόπισα ήταν στο φινάλε του έργου. Εκεί, ο σκηνοθέτης επέλεξε να κρεμάσει σαν σφάγιο στο τσιγκέλι τον μεγάλο του σταρ, Κέβιν Σπέισι. Το πτώμα του ηττημένου Ριχάρδου κρεμιέται ανάποδα, για να το βλέπουν όλοι (όπως δηλαδή το πτώμα του Μουσολίνι στην Ιταλία). Σε αυτό το σημείο κόπηκε ένας λόγος του νικητή Ερρίκου Τυδώρ, στον οποίο ο νέος Βασιλιάς ζητάει να ταφούν οι ηττημένοι με όλες τις τιμές που αρμόζουν στο αξίωμά τους- μια λογική περικοπή, από τη στιγμή που επιλέχθηκε αυτή η γλαφυρή εικόνα για φινάλε.

Συνολικά, η παράσταση είχε τον αναμενόμενο (για Αγγλοσάξωνες) σεβασμό στον μεγάλο συγγραφέα και ήταν πολύ καλά στημένη, χωρίς πάντως να φτάνει σε μεγάλα βάθη. Είχε καλό καστ, γρήγορο ρυθμό που δεν κούραζε, ενώ δεν έκανε εκπτώσεις πάνω στο κείμενο. Ο Κέβιν Σπέισι υπηρέτησε την παράσταση με αφοσίωση ενός ηθοποιού υψηλού επιπέδου, αλλά και ενός πραγματικού σταρ. Παράλληλα, ήταν ευχάριστη εμπειρία το να ακούς τον Σαίξπηρ στη γλώσσα του. Όποιος περίμενε κάτι πιο κοντά στις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, μπορεί να απογοητεύθηκε. Εγώ έμεινα ικανοποιημένος.

 
Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις