Η γελοιοποίηση του «Οθέλλου»
Κιμούλης και Μαρκουλάκης αποφάσισαν να ασχοληθούν με ένα από τα μεγαλύτερα έργα του θεάτρου, τον “Οθέλλο”. Αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος ότι καλύτερα να μην το έκαναν.
Πότε από προχειρότητα, πότε από αμφιλεγόμενες σκηνοθετικές επιλογές και με κακές ερμηνείες, πότε από το casting, πότε από προβλήματα στον ήχο, το τελικό αποτέλεσμα ήταν πρόχειρο, αισθητικά κακό και κουραστικό.
Δεν ξέρω αν ο Κιμούλης ήθελε από πρόθεση να γελοιοποιήσει τον Οθέλλο. Το παίξιμό του αφαίρεσε κάθε ανάστημα από τον ρόλο. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει μέσα από το κείμενο. Ο Σαίξπηρ στο ξεκίνημα του έργου, πριν η ζήλια δηλητηριάσει το μυαλό του μαύρου στρατηγού, τον εμφανίζει σαν άνθρωπο με αριστοκρατικές αρετές. Έχει βασιλική καταγωγή, ντομπροσύνη, ευγένεια, υπακούει σε κανόνες, είναι μεγάλος πολεμιστής και προικισμένος με ευφράδεια στο να αφηγείται ιστορίες – με αυτό το χάρισμα έκλεψε την καρδιά της πανέμορφης Δυσδαιμόνας.
Επίσης, τρέφει μια βαθιά και ειλικρινή αγάπη για την Δυσδαιμόνα.
Κι αν έπαυα ποτέ να σ’ αγαπώ, θα έπεφτα πάλι στο χάος! (Πράξη 3, σκηνή 3, μετάφραση Κ. Καρθαίου).
Θα μπορούσε να είναι συνειδητή επιλογή του Κιμούλη αυτή η διακωμώδηση του Οθέλλου. Το ότι σκοτώνει την γυναίκα του επειδή νόμιζε (και μάλιστα λαθεμένα) πως αυτή τον απατούσε, ίσως για τον ηθοποιό να καθιστά τον Οθέλλο έναν de facto αντιήρωα, στον οποίο αξίζει μια ερμηνεία που να αναδεικνύει μόνο ελαττώματα.
Επίσης, στο έργο συνεχώς μια γυναίκα μαυροντυμένη μουσουλμάνα (το φάντασμα της μητέρας του Οθέλλου) ακολουθεί διαρκώς τον πρωταγωνιστή. Αυτό είναι εύρημα της σκηνοθεσίας, φυσικά, που δεν υπάρχει στο έργο. Ο μουσουλμάνος Οθέλλος του Κιμούλη νιώθει τελικά αποξενωμένος σε έναν δυτικό κόσμο και η μόνη του παρηγοριά είναι η αγάπη της Δυσδαιμόνας. Το φάντασμα αντιπροσωπεύει κάτι παραπάνω από την απώλεια της μητέρας. Αντιπροσωπεύει την απώλεια μιας πατρίδας, ενός άλλου μοντέλου ζωής, μιας άλλης πολιτιστικής ρίζας. Κι ενώ ο Οθέλλος του Σαίξπηρ είναι ένας μεγάλος στρατηγός που αγωνίζεται κατά του κοινού εχθρού κι έχει κερδίσει την εκτίμηση της Βενετίας, στην εκδοχή των Κιμούλη- Μαρκουλάκη, ο άντρας αυτός ποτέ δεν νιώθει να ενσωματώνεται σε αυτήν την κοινωνία.
Η παράσταση είχε μια προκλητικά αδιάφορη Καρύδη για Δυσδαιμόνα. Αν και στα σαιξπηρικά δράματα τους γυναικείους ρόλους τους ερμήνευαν αγοράκια, εδώ και αιώνες αυτό έχει καταργηθεί. Το ότι επίτηδες ο Σαίξπηρ έφτιαχνε έτσι τους γυναικείους ρόλους, ώστε να μην χρειάζονται πολύ θηλυκότητα και να μπορούν να τους ερμηνεύσουν τα αγόρια των θιάσων, δεν σημαίνει ότι η Καρύδη θα έπρεπε να μιμηθεί ένα τέτοιο στυλ ερμηνείας. Η ηθοποιός απλά μιλούσε, δεν ερμήνευε. Επίσης, το έργο είχε και έναν Μπουρδούμη (στο ρόλο του γοητευτικού, αλλά νευρόσπαστου Κάσσιου)! Και παρ’ όλ’ αυτά, το παίξιμο του Κιμούλη ενοχλούσε περισσότερο…
Ο μόνος που το «πάλεψε» ήταν ο Μαρκουλάκης. Σε κάποια σημεία, που ο λόγος του Σαίξπηρ δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω από μια ικανοποιητική απαγγελία, ήταν καλός. Όμως αυτό που μας έδειξε δεν ήταν Ιάγος. Ο χαρακτήρας που έπλασε θύμιζε περισσότερο κακό κωμωδίας, παρά τραγωδίας. Είναι βεβαίως γνωστό ότι ο Σαίξπηρ έγραφε και τα δύο, ενώ στις τραγωδίες του (και στον Οθέλλο) υπήρχαν κωμικά σημεία, για την χαλάρωση και την διασκέδαση του κοινού, πριν την κλιμάκωση του δράματος (κάτι σαν μια μικρή νηνεμία πριν την καταιγίδα!) Ωστόσο, δεν θεωρώ πως αποδίδεται σωστά ο Ιάγος ως καρικατούρα κακού.
Ο ταλαντούχος κύριος Ιάγος
Την ιστορία του Οθέλλου ο Σαίξπηρ την πήρε από τη νουβέλα ενός Ιταλού συγγραφέα ονόματι Cinthio που δημοσιεύθηκε σε μια συλλογή το 1565 με πρωταγωνιστές το «Μαύρο» και το «Σημαιοφόρο». Και εκεί η Δυσδαιμόνα συκοφαντείται από τον Σημαιοφόρο. Κι εκεί δολοφονείται- από τον Σημαιοφόρο, όμως, κατ’ εντολή του Μαύρου. Οι δύο άντρες πληρώνουν πολύ αργότερα το έγκλημά τους, το οποίο αρχικά κατάφεραν να το παρουσιάσουν σαν ατύχημα.
Ο μεγάλος Άγγλος δραματουργός δεν έμεινε πιστός στο πρότυπό του. Έστησε το δράμα του πάνω στη νουβέλα του Cinthio με δημιουργική ελευθερία, εστιάζοντας στα σημεία εκείνα που θα δημιουργούσαν το πιο έντονο τραγικό αποτέλεσμα και δημιουργώντας χαρακτήρες με τραγικό βάθος. Επίσης, η τραγωδία έχει ένα τυπικό για τον Σαίξπηρ φινάλε, με το σανίδι να γεμίζει πτώματα.
Σε δύο σημεία της τραγωδίας θα ήθελα να εστιάσω. Το ένα είναι ο ίδιος ο Ιάγος και το άλλο η ευπιστία του Οθέλλου στην συκοφαντία κατά της συζύγου του.
Κατ’ αρχάς, ο Ιάγος είναι ένας αχρείος κι ένας άνθρωπος με τεράστια ραδιουργία. Τρέφει μίσος για τους πάντες, είναι κυνικός και ζηλόφθονος, τα «πιάνει» από όπου βρει. Παράλληλα όμως καταφέρνει να φαίνεται ως ο καλός άνθρωπος που βοηθάει τους πάντες και δίνει τις σωστές συμβουλές. Όταν συκοφαντεί , το κάνει με υπαινιγμούς και μισόλογα. Κι αφήνει τους άλλους να συμπληρώσουν τα λεγόμενά του. Στην ουσία βάζει τη συκοφαντία στο στόμα του Οθέλλου και στη συνέχεια τη σχολιάζει με χολερικό τρόπο.
Γιατί όμως μισεί τους Οθέλλο, Κάσσιο και Δυσδαιμόνα τόσο, ώστε να θέλει την καταστροφή τους;
Κυρίως μισεί τον Οθέλλο. Κατ’ αρχάς, γιατί έκανε υπασπιστή του τον Κάσσιο, έναν λογιστή, που δεν έχει ποτέ πολεμήσει… Και όχι τον ίδιο τον Ιάγο. Είναι γνωστό πως η επαγγελματική αντιζηλία είναι πηγή μεγάλων φθόνων και μίσους. Αυτή, πάντως, είναι η επίσημη εξήγηση που δίνει ο Ιάγος (όταν μιλάει με τον Ροδερίκο, ένα άβουλο και ηλίθιο πιόνι του). Στους μονολόγους του, όμως, ο Ιάγος δίνει μια άλλη εκδοχή. Αποκαλύπτει ότι πιστεύει πως ο Οθέλλος έχει πάει με τη γυναίκα του την Αιμιλία. Μάλιστα, η Αιμιλία δεν αρνείται σε κάποια κουβέντα που κάνει με την Δυσδαιμόνα, ότι θα μπορούσε να φορέσει κέρατα στον άντρα της (ποια γυναίκα δε θα φορούσε κέρατα στον άντρα της για να τον κάνει βασιλιά; και παρακάτω και οι γυναίκες τους αισθάνονται σαν άνθρωποι: βλέπουν, οσμίζονται, έχουν κι αυτές γλώσσα για να νιώθουν τη γλύκα και την πίκρα(…) και τάχα δεν έχουμε επιθυμίες ή πόθο για διασκέδαση ή αδυναμίες κι εμείς όπως οι άντρες; πρ. 4, σκ. 3).
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ίσως και να έχει δίκιο. Όμως, ο Ιάγος ούτε στοιχεία έχει- παρά μόνο μια υπόνοια. Κι ομολογεί ότι χρησιμοποιεί ως πρόφαση την υποψία του, για να βρει κίνητρο να κάνει το κακό. Επίσης, και ο ίδιος τρέφει ερωτικό πόθο για την Δυσδαιμόνα. Όπως φαίνεται, ο Ιάγος είναι εγκληματίας, για λόγους συμφέροντος. Άλλωστε, μισεί όλους τους ανθρώπους, εκτός από τον εαυτό του.
Άλλο μεγάλο ερώτημα είναι γιατί ο Οθέλλος εμπιστεύεται έναν τέτοιο άνθρωπο; Και πως ένας μεγάλος στρατηγός, πείθεται από τόσο ανεπαρκή στοιχεία σε βάρος της γυναίκας του; Ο ένας λόγος είναι η αξιοπιστία, που με πονηριά έχει καταφέρει να χτίσει ο συκοφάντης Ιάγος.
Ένας δεύτερος είναι το γεγονός ότι ο Ιάγος χρησιμοποιεί τα κατάλληλα επιχειρήματα. Δεν έχει πραγματικά στοιχεία. Μόνο ένα μαντίλι, δώρο του Οθέλλου στην Δυσδαιμόνα, το οποίο της έκλεψε η υπηρέτρια της, σύζυγος του Ιάγου, αγνοώντας κι αυτή τα σχέδια του συζύγου της. Με αυτό το μαντίλι και τα πλέον πονηρά επιχειρήματα, ο Ιάγος στήνει την πλεκτάνη του.
Γνώστης της ρητορικής και της ψυχολογίας των ανθρώπων ο Σαίξπηρ, έχει καταλάβει καλά κάτι που μας το δείχνει και στον Ιούλιο Καίσαρα (κατά τη ρητορική αναμέτρηση Βρούτου- Αντώνιου). Ότι, δηλαδή, τα επιχειρήματα που επηρεάζουν πραγματικά τον ακροατή δεν είναι τα πιο ορθολογικά, αλλά εκείνα που χτυπάνε στον ψυχισμό του. Ο παμπόνηρος Ιάγος είναι μεγάλος αναγνώστης της ανθρώπινης αδυναμίας. Εντόπισε εύκολα πως η ζήλια θα ήταν η αχίλλειος πτέρνα του Οθέλλου.
Εξάλλου, την πρώτη φυτιλιά στον Οθέλλο την είχε ρίξει ο πατέρας της Δυσδαιμόνας, που αποκήρυξε την κόρη του για το γάμο που έκανε παρά τη θέλησή του. «Πρόσεξέ τηνε, Μαύρε, αν τα μάτια σου τα έχεις για να βλέπεις. Γέλασε τον πατέρα της: Μπορεί να κάνει το ίδιο και για σένα (πρ. 1, σκ. 3)
Δυστυχώς, τόσο για τον Οθέλλο, όσο και για τη Δυσδαιμόνα, το παιχνίδι ήταν εξ αρχής χαμένο. Ο γενναίος στρατηγός, μαύρος και γερασμένος, έδειχνε η πλέον παράξενη επιλογή για την πανέμορφη Βενετσιάνα αρχόντισσα. Αυτήν την παραδοξότητα, που τόσο είχε σχολιαστεί, βαθιά μέσα του την είχε ενστερνισθεί και ο Οθέλλος. Εκεί κρύβεται και το δράμα του. Δεν μπορεί να πιστέψει στην καλή του τύχη. Τη θεωρεί αφύσικη. Κι εκεί πατάει ο Ιάγος. Εύκολα γίνεται πειστικός, διότι το να απατήσει τον Οθέλλο η Δυσδαιμόνα, φαίνεται σε όλους (ακόμα και στον άντρα της) πιο φυσικό από το να του μείνει πιστή! Εδώ το ψέμα μοιάζει πιο αληθινό από την αλήθεια. Εξάλλου, οι γυναίκες, όπως μας λέει και το κείμενο, την εποχή εκείνη ήταν εύκολα θύματα συκοφαντίας.
Από την πλευρά τους, οι Κιμούλης- Μαρκουλάκης διαφήμισαν τον Οθέλλο σαν την τραγωδία του «διαφορετικού», που λόγω χρώματος φέρει μια προσωπική αλλοτρίωση . Ίσως έτσι να ήθελαν υπονοήσουν ότι εκεί κρύβεται η αυτοκαταστροφική του ευπιστία απέναντι στον Ιάγο. Ωστόσο, δεν πήγαν στα βάθη εκείνα, που θα έκαναν το σαιξπηρικό ήρωα πειστικό. Κι έτσι όλη η εκδοχή της τραγωδίας, όπως την ανέδειξαν δεν έβγαζε νόημα.
Όμως, ουδέν κακόν αμιγές καλού. Η ακατανόητη εκδοχή των Κιμούλη-Μαρκουλάκη, ήταν μια πολύ καλή αφορμή να ξαναδιαβάσουμε το ίδιο το κείμενο του Σαίξπηρ, για να βγάλουμε κάποιο νόημα. Ένα πόνημα, δηλαδή, γόνιμο μα και εξαιρετικά ευχάριστο.
Γιώργος Σμυρνής