“Η ανθρώπινη φωνή” του Κοκτώ- “Ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια”.
“Σεξουαλική σχέση δεν υπάρχει” έλεγε ο διάσημος Γάλλος ψυχαναλυτής Λακάν, με την έννοια ότι η ερωτική σχέση άντρα και γυναίκας νοηματοδοτείται τόσο διαφορετικά από τους δύο συντρόφους, ώστε στην ουσία ο καθένας να ζει κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν ξέρω αν ο Λακάν έχει δίκιο, αλλά την άποψή του, αν κρίνω από την παράσταση ‘Η Ανθρώπινη Φωνή’, που ανέβηκε στο Κηποθέατρο Παπάγου, μάλλον τη συμμεριζόταν και ο πολυπράγμων Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και καλλιτέχνης Ζαν Κοκτώ.
Η παράσταση “ανθρώπινη φωνή” είναι μία θεατρική-μουσική σύνθεση κειμένων του σπουδαίου Γάλλου δραματουργού, που περιλαμβάνει τέσσερα μονόπρακτα και μικρά αποσπάσματα από άλλα κείμενα του, καθώς ένα μόνο κείμενο δεν θα έφτανε για να καλύψει τη χρονική διάρκεια μιας παράστασης. Η μετάφραση είναι του Μάριου Πλωρίτη, με την παρέμβαση και τη δραματουργική επεξεργασία του σκηνοθέτη Γιάννη Ιορδανίδη.
Εκτός από την Ανθρώπινη φωνή, έχει και τα μονόπρακτα: “Ο ωραίος αδιάφορος”, “Η Ψεύτρα”, που ως “Ο Ψεύτης” γράφτηκε για τον Ζαν Μαραί, “Στο πανηγύρι”.
Μικρή κριτική μπορεί να γίνει για το επίπεδο των κειμένων του Κοκτώ. Ο γάλλος συγγραφέας καταφέρνει να συνδυάσει το βάθος της απελπισίας με την κωμική διάσταση μικρών αστείων λεπτομερειών της ζωής, δημιουργώντας κείμενα αριστοτεχνικά.
Στην “Ανθρώπινη φωνή” μία γυναίκα βιώνει την εγκατάλειψη μέσα από ένα τηλεφώνημα, εμφανίζοντας έναν τρόμο για την μοναξιά και το τέλος μιας σχέσης που την οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Το “κόκκινο τηλέφωνο” είναι το μέσο επικοινωνίας, αλλά γίνεται εργαλείο θανάτου, τόσο ψυχικού, όσο και πραγματικού. Ο λόγος είναι ποιητικός και μελοδραματικός. Προβάλλει μια εικόνα ακραίας συναισθηματικής αδυναμίας, που δίνει έναν τραγικό τόνο. Αλλά δείχνει, ίσως, κι ένα στερεότυπο της ερωτευμένης γυναίκας κάπως ξεπερασμένο.
Στον “Ωραίο αδιάφορο”, παρουσιάζει έναν σύντροφο που δεν μιλά καθόλου κι αφήνει τη γυναίκα συνέχεια να γκρινιάζει και να μονολογεί τους φόβους και την απελπισία της, ώσπου εγκαταλείπεται τελείως. Εδώ έχουμε την λακανική προσέγγιση των ερωτικών σχέσεων, που αναφέραμε στην εισαγωγή. Το κείμενο έχει γραφτεί για την διάσημη Γαλλίδα τραγουδίστρια Έντιθ Πιαφ- εξ ου και η κάπως κωμική προσπάθεια της πρωταγωνίστριας να τραγουδήσει το La vie en rose και το Non, je ne regrette rien, τραγούδια σταθμούς της Πιαφ και της γαλλικής μουσικής.
Στην “Ψεύτρα” η ηρωίδα μας καταθέτει την προσωπική της σχέση με την αλήθεια και το ψέμα: “όταν αγαπώ λέω πως δεν αγαπώ. Όταν δεν αγαπώ, λέω πως αγαπώ. Καταλαβαίνετε τι γίνεται!” Παράλληλα, αποδίδει το θέμα με μια μορφή σοφιστικής ανάγνωσης του θέματος, του τύπου “λέω ψέματα κι αν λέω ψέματα ότι λέω ψέματα, άρα λέω την αλήθεια”. Αυτή η σοφιστική διάσταση αγγίζει τα όρια της νεύρωσης για την ηρωίδα, η οποία, ενώ έχει παραδεχτεί ότι λέει ψέματα, στη συνέχεια το αναιρεί με τέτοιου τύπου ρητορικά ευρήματα. Παράλληλα, δείχνει και μια εμμονή στο κατά πόσον ο κόσμος είναι αρμόδιος να την κρίνει για τα ψέματά της, που κρύβει μια μανία καταδίωξης. Ωστόσο το κείμενο προχωράει και σε πιο υπαρξιακά ζητήματα, που αγγίζουν την ίδια την ουσία της τέχνης: “είμαι ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια”.
Στο “Πανηγύρι” η γυναίκα γίνεται άντρας μας μεταφέρει σε έναν φανταστικό χώρο της παιδικής μας ανάμνησης, που θυμίζει λούνα παρκ. Ερμηνεύει τον άντρα που κυνηγά την αγαπημένη του, η οποία τελικά μοιάζει με φάντασμα, ένα πουκάμισο αδειανό- μία Ελένη. Έτσι εκφράζει την χωρίς τέλος αναζήτηση του μεγάλου έρωτα, ειδωμένη από μια αθώα, ανέμελη πλευρά, αυτήν του παιχνιδιού.
Σε αντίθεση με άλλες συνθέσεις ή συρραφές διαφορετικών κειμένων, που βλέπουμε τον τελευταίο καιρό στο θέατρο, η συγκεκριμένη παράσταση ήταν αρκετά ομοιογενής. Αυτό γιατί, αφενός τα έργα ήταν του ίδιου συγγραφέα, οπότε δεν εμφάνιζαν μεγάλες αλλαγές στο ύφος και στη λογική τους, αλλά και διότι υπήρχε θεματική εγγύτητα. Παράλληλα, μουσική και σκηνοθεσία βοήθησαν στο να εμφανίζει το έργο μια ομοιογενή εικόνα.
Η παράσταση αφιερώνεται στην Έλλη Λαμπέτη που με την ερμηνεία της σφράγισε τα κείμενα αυτά. Η πρωταγωνίστρια Κερασία Σαμαρά δεν ήταν σε καμία περίπτωση πάντως Λαμπέτη, ούτε σε καθήλωνε με την ερμηνεία της. Παρ’ όλ’ αυτά, υπηρέτησε το κείμενο με συνέπεια και σοβαρότητα. Στην παράσταση και συμμετέχει ο Αλέξανδρος Νταβρής, ο οποίος όμως είχε μικρή συμμετοχή, για να κριθεί, ενώ καλός ήταν ο πιανίστας ονόματι Νικόλας Μπράβος.
Γενικά, η παράσταση ήταν μια σοβαρή προσπάθεια, να παρουσιάσει το πνεύμα του Κοκτώ, αλλά χωρίς να αναδεικνύει μεγάλη πρωτοτυπία σκηνοθετικά και ιδιαίτερο ερμηνευτικό βάθος. Συνολικά, πάντως λειτούργησε, με τον λόγο του Κοκτώ- παρά τις όποιες υπερβολές στην δραματουργία του- να είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της.
Γιώργος Σμυρνής
Δείτε το πρόγραμμα περιοδείας της παράστασης