Μαρία Φαραντούρη- Αλκίνοος Ιωαννίδης στο Ηρώδειο: Η ελληνική μουσική στα καλύτερά της!
Δεν έπεφτε καρφίτσα στο Ηρώδειο, στην συναυλία- αφιέρωμα στο μεγάλο ποιητή και στιχουργό Νίκο Γκάτσο, στην οποία τραγουδούσαν η Μαρία Φαραντούρη και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης.
Το πρόγραμμα της εκδήλωσης αποτελείτο από τραγούδια, των οποίων τους στίχους έχει γράψει ο Γκάτσος. Φυσικά, την τιμητική του, ως συνθέτης, είχε ο Μάνος Χατζιδάκις, καθώς ήταν ο κύριος συνεργάτης του μεγάλου ποιητή. Πάνω από τα μισά τραγούδια της συναυλίας, ήταν του σπουδαίου αυτού συνθέτη. Αλλά και οι άλλοι μεγάλοι της ελληνικής μουσικής, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Σταύρος Ξαρχάκος, εκπροσωπήθηκαν δια των τραγουδιών τους επαρκώς.
Ακούστηκαν μεγάλα τραγούδια της ελληνικής μουσικής. Θα πω τρία, δειγματοληπτικά- ένα από τον κάθε μεγάλο συνθέτη, από ένα πρόγραμμα που είχε πάνω από 30 τραγούδια:
–Κεμάλ, του Χατζιδάκι
-Αν θυμηθείς το όνειρό μου, του Θεοδωράκη
– Μάνα μου Ελλάς, του Ξαρχάκου.
Και στα τρία τραγούδια, πέρα από την ιδιοφυή μουσική σύνθεση, ο στίχος είναι πραγματικά έξοχος. Φτάνει σε τεράστια ποιητικά βάθη, λέει μεγάλες αλήθειες, περιέχει ιδιοφυείς αντιθέσεις ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι… Δεν είναι, πάντως, σκοπός αυτού του κειμένου να αναλύσει την ποιητική του μεγάλου Γκάτσου. Θα αναφέρω, μόνο, αυτό που έχει πει η πιο αρμόδια από μένα να κρίνει τον ποιητή Έλλη Φιλοκύπρου, Πανεπιστημιακός- Φιλόλογος και καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό: “τα τραγούδια που έγραψε ο Γκάτσος είναι μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα της ελληνικής λογοτεχνίας”.
Ως προς την συναυλία, η ορχήστρα, την οποία διηύθυνε ο Μίλτος Λογιάδης, ήταν πολύ καλή. Η Μαρία Φαραντούρη έδωσε ένα δείγμα των μεγάλων φωνητικών της δυνατοτήτων. Αν και η φωνή της έχει φθαρεί από τα χρόνια, παραμένει μια τραγουδίστρια πολύ υψηλού επιπέδου, ικανή να αποδώσει με ακρίβεια ορισμένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια αυτού του απαιτητικού ρεπερτορίου. Η ιδιαίτερη άνεσή της οφείλεται και στο γεγονός ότι είναι “παιδί” αυτής της περιόδου, την ξέρει καλά και με τη φωνή της την έχει σφραγίσει κιόλας.
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες με τη Φαραντούρη, αλλά του πήγαινε το συγκεκριμένο ρεπερτόριο, το οποίο υπηρέτησε με σεβασμό, όπως του άξιζε. Μάλλον ήταν καλύτερος στα τραγούδια του Θεοδωράκη, από ό,τι σε αυτά του Χατζιδάκι. Παρ’ όλ’ αυτά ερμήνευσε πολύ ωραία τον Κεμάλ. Θα έλεγα ότι ήταν ονειρικός. Δε μου άρεσε όμως ο τρόπος, με τον οποίο τραγούδησε το “Καίγομαι, καίγομαι” του Ξαρχάκου από το Ρεμπέτικο. Στα ανεβάσματα, που έκανε, στην επανάληψη του ρεφρέν, ακουγόταν σαν να τσιρίζει. Επίσης, αυτό το ανέβασμα, τουλάχιστον με τη φωνή του Αλκίνοου, έμοιαζε ξένο με το ύφος του ρεμπέτικου, που έχει το συγκεκριμένο τραγούδι. Επίσης, οι δύο συνθέσεις του Αλκίνοου που ακούστηκαν, το “Σκουπιδαριό” και η “Χατζιδακιάς”, δεν μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση.
Ο τρίτος τραγουδιστής της ομάδας, ο Βασίλης Γισδάκης, έδειξε ότι είναι ένας καλός τραγουδιστής, με δουλεμένη φωνή, αλλά μόνο αυτό. Ηχητικά έμοιαζε σαν κράμα του Ιωαννίδη και του Λέκκα, αλλά σαφώς υποδεέστερος και από τον ένα και από τον άλλο.
Ο κόσμος που κατέκλυσε το Ηρώδειο, θεωρώ ότι έφυγε ικανοποιημένος, ακούγοντας τραγούδια πολύ γνωστά, αλλά μεγαλειώδη. Η Φαραντούρη, για να δείξει πόσο διαχρονικά είναι αυτά τα κομμάτια, αποκάλυψε… την ηλικία του “Χάρτινο το φεγγαράκι”. “Ξέρετε πότε γράφτηκε αυτό το τραγούδι;” ρώτησε το κοινό. Για να απαντήσει μόνη της: “Το 1948“.
Το ζήτημα, δυστυχώς, δεν είναι η διαχρονικότητα αυτών των κομματιών, αλλά ότι λίγα πράγματα στην ελληνική μουσική τις τελευταίες δεκαετίες μπορούν να τα πλησιάσουν σε ποιότητα.
Η βραδιά ήταν τελικά μια βραδιά νοσταλγίας για μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ελληνικής μουσικής. Είχε τα πάντα: μεγάλες συνθέσεις, μεγάλη ποίηση, πολύ καλή ορχήστρα και δύο εξαιρετικές φωνές.
Γιώργος Σμυρνής