Melancholia από τον Λαρς φον Τρίερ
Με την καινούρια ταινία του, ο Τρίερ συνεχίζει ακάθεκτος στην πορεία που από καιρό έχει χαράξει: την κατάδυση του στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και ειδικά της σκοτεινής πλευράς της. Η εμμονή, η τρέλα, η καταδίωξη, η παθολογική αγάπη, είναι θέματα που συχνά πρωταγωνιστούν στις ταινίες του.Από την Κατερίνα Πέννα
Στη Μελαγχολία, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει με τη διεισδυτική ματιά και ακρίβεια ενός δημιουργού που έχει και ο ίδιος αντιμετωπίσει ανάλογα προβλήματα, τη μάχη με την κατάθλιψη που δίνει μια νεαρή Αμερικανίδα, η Τζαστίν, την ημέρα του γάμου της.
Τα αργά πλάνα, οι σιωπές και η αμηχανία των ηρώων, τονίζουν την εσωτερική θλίψη από την οποία-μάταια, όπως θα αποδειχτεί-προσπαθεί να δραπετεύσει
η Τζαστίν. Η μεγαλοπρεπής γαμήλια δεξίωση μετατρέπεται σε γρήγορα σε φιάσκο, που, παρά τις προσπάθειες της Κλαιρ-της οργανωμένης, λογικής αδερφής της Τζαστίν-, καταλήγει στην οριστική αποχώρηση του γαμπρού.
Ο Τρίερ, όπως άλλωστε και στις περισσότερες ταινίες του, παρουσιάζει τις γυναίκες ως σύνθετα και πολυδιάστατα όντα μπροστά στα οποία, η ανδρική υπόσταση αδυνατεί να υπερισχύσει. Έτσι , οι ανδρικοί χαρακτήρες καταρρέουν και αφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο, αδύναμοι να αντεπεξέλθουν στην πολυπλοκότητα της ζωής. Οι δύο αδερφές μένουν τελικά σχεδόν μόνες για να αντιμετωπίσουν, εκτός από την κατάθλιψη της πρώτης, και τη συντέλεια του κόσμου, καθώς ο πλανήτης Μελαγχολία βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με τη Γη.
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, ο σκηνοθέτης καταγράφει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων του απέναντι στο αναπόφευκτο. Η Τζαστίν, που έχει πλέον οριστικά βυθιστεί στην κατάθλιψη αποτινάσσοντας κάθε κοινωνική νόρμα, μετατρέπεται σε αυτόκλητο προφήτη της καταστροφής. Αποπνέοντας μια σχεδόν απόκοσμη ηρεμία, παρουσιάζεται συμβιβασμένη με την επικείμενη καταστροφή ενώ αντίθετα, η μέχρι πρότινος συγκροτημένη Κλαιρ, παραδίδεται ολοκληρωτικά στον πανικό. Το τέλος έρχεται σαν τιμωρία και κάθαρση ταυτόχρονα-όπως συνήθως γίνεται στο σύμπαν του Τρίερ-αφού, όπως λέει και η Τζαστίν «η Γη είναι διαβολική».
Εκεί που η ταινία αποτυγχάνει παταγωδώς είναι στην κριτική που επιχειρείται απέναντι στην άρχουσα οικονομική και κοινωνική ελίτ. Οι σκηνές της υπερπολυτελούς δεξίωσης, ο σκληρός κόσμος της διαφήμισης και των στελεχών της στον οποίο δουλεύει η Τζαστίν, η εμμονή με το χρήμα που παρουσιάζει ο πλούσιος κουνιάδος της, αποτελούν μια επιδερμική, απλοϊκή σχεδόν απόδοση σύνθετων κοινωνικών ζητημάτων. Ο Τρίερ, συνηθισμένος να επικεντρώνεται στη μοναχική πάλη της ανθρώπινης ψυχής με το σκοτάδι, βρίσκεται εντελώς έξω από τα νερά του, καταφεύγοντας έτσι σε υπεραπλουστεύσεις και εύκολες κριτικές.
Το δεύτερο μέρος είναι σαφώς πιο αδύναμο από το πρώτο, καθώς η πλοκή και ο διάλογος χάνουν το νεύρο και το ρυθμό τους, κουράζοντας το θεατή. Στα πλεονεκτήματα της ταινίας συγκαταλέγεται η ρομαντική διάθεση του δημιουργού, έκδηλη από τα πρώτα κιόλας πλάνα, όπου παρουσιάζονται με εικαστική αρτιότητα, εικόνες ονειρικές, υπό τους ήχους του Βάγκνερ, που παρουσιάζουν τη συντέλεια του κόσμου. Παρά τις ατέλειες και τις ελλείψεις της, η ταινία θα ικανοποιήσει τους λάτρεις του πεσιμισμού και της τρυφερότητας.