“Σκηνοβάτες” του Στ. Φασουλή: Μαθήματα αρχαίου θεάτρου
Η παράσταση “Σκηνοβάτες” σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή είναι μια εκπαιδευτικού τύπου κωμική συρραφή θεατρικών κειμένων, που, υποθέτω, αποσκοπεί να μυήσει το κοινό στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού, κυρίως, αλλά και ρωμαϊκού θεάτρου, δευτερευόντως.
Το εγχείρημα του σκηνοθέτη βασίζεται σε ένα έξυπνο εύρημα, καθώς η υπόθεση μας γυρίζει στο τέλος του δεύτερου μ.Χ. αιώνα. Στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, φτάνουν σε ένα αρχαίο θέατρο τρεις θίασοι από τρεις άκρες της αυτοκρατορίας και στήνουν τους δικούς τους, αυτοσχέδιους δραματικούς αγώνες, στα πρότυπα του παρελθόντος. Στα πλαίσια των αγώνων αυτών, για δύο ώρες, οι θίασοι, πότε κωμικά, πότε δραματικά, παίζουν αποσπάσματα από τραγωδίες και κωμωδίες Ελλήνων και ρωμαίων ποιητών, ύμνους και χορικά, μιμήσεις και αθλοπαιδιές.
Αυτό το εύρημα δίνει τη δυνατότητα στον Σταμάτη Φασουλή να αναμείξει δικά του κείμενα με κείμενα των αρχαίων τραγικών και κωμικών, στην οποία αναμειγνύει το κωμικό με το τραγικό, αλλά και να μας κάνει μια μικρή επίδειξη γνώσεων πάνω στην ιστορία του θεάτρου. Οι αναπαραστάσεις των αρχαίων αποσπασμάτων, άλλοτε είναι σοβαρές, άλλοτε κωμικές. Δεν υπάρχει κάποια πειθαρχία στο ύφος, ούτε μία συγκεκριμένη οπτική πάνω στον αναστοχασμό που γίνεται γύρω από το αρχαίο θέατρο, γεγονός που οδηγεί σε μάλλον επιφανειακές προσεγγίσεις του θέματος, που δίνουν στο κοινό ελάχιστη πληροφορία. Άλλωστε, την Μήδεια ή τις Βάκχες, τον Αγαμέμνονα, τον Οιδίποδα, τη Λυσιστράτη και γενικά τα κείμενα που παίχθηκαν, είναι πασίγνωστα. Και τα σχόλια πάνω στην πρωτοπορία που σηματοδοτεί ο Αισχύλος ή ο Ευριπίδης ή στην αξία του Αριστοφάνη, είναι επιγραμματικά και ελάχιστα διδακτικά και πρωτότυπα.
Επίσης, για κωμωδία, αυτό το πνεύμα σαρκασμού και σάτιρας πάνω στο “ένδοξο” παρελθόν, δεν βγάζει και πολύ γέλιο. Το χιούμορ της παράστασης δεν θυμίζει σε τίποτα αντίστοιχα αγγλοσαξωνικά κωμικά έργα, όπως κάποια των Monty Pythons ή τη Μαύρη Οχιά. Όπου ο Φασουλής θέλει να εκμαιεύσει το γέλιο, απλά πλακώνει το κείμενο με βομολοχίες, στα πρότυπα των περισσότερων έργων των Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου. Μόνο όμως οι βρισιές δεν φτάνουν, για να γελάσει κανείς. Χρειάζονται και άλλα.
Τελικά, το έργο έγινε, για να δημιουργήσει έναν αχταρμά με αρχαία κείμενα, με έναν τεράστιο θίασο να τα ερμηνεύει. Οι χαρακτήρες των ηθοποιών που συμμετέχουν στους αγώνες, όχι απλά δεν αναλύονται, αλλά σχεδόν δεν υπάρχουν. Χαρακτήρες επιθεώρησης έχουν μεγαλύτερη οντότητα από τους ηθοποιούς, που υποτίθεται ότι είναι πρωταγωνιστές σε αυτούς τους θεατρικούς αγώνες. Το backstage του αρχαίου θεάτρου δεν αναπτύσσεται καθόλου κι αυτό- κατά τη γνώμη μου- είναι η μεγαλύτερη αφηγηματική αστοχία της παράστασης και ο λόγος που τελικά το έξυπνο εύρημα μένει ουσιαστικά κενό περιεχομένου.
Ο Φασουλής προσπαθεί να δώσει ένα συγκινησιακά φορτισμένο φινάλε, το οποίο κατηγορεί στην ουσία το χριστιανισμό για την καταστροφή ενός θεάτρου με βία, σεξ, εγκλήματα και ακραία πάθη. Πετάει μέσα και τον χρησμό του μαντείου των Δελφών στον Ιουλιανό τον Παραβάτη και μέσα από τον χρησμό αυτό μας μιλάει για το οριστικό τέλος του αρχαίου θεάτρου, αλλά και του αρχαίου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού εν γένει, το οποίο έρχεται, ελέω χριστιανισμού. Κι επειδή οι χρησμοί δεν είναι απαραίτητο να μιλούν μόνο για το κοντινό μέλλον, αλλά και για το μακρινό, ο Φασουλής βρίσκει την ευκαιρία, μέσω της μαντείας, να κάνει ένα μεγάλο άλμα στο χρόνο και να κάνει το σχόλιο του για τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονοι σκηνοθέτες παρουσιάζουν- ή και κακοποιούν τα αρχαία δράματα. Το πρόβλημα είναι ότι για πολλούς θεατές, με την συγκεκριμένη παράσταση, ο σκηνοθέτης γίνεται ένας από τους σκηνοθέτες, τους οποίους σαρκάζει.
Στους Σκηνοβάτες εμφανίζεται ένα μεγάλο σύνολο γνωστών ηθοποιών, όπως η Νένα Μεντή, Σοφία Φιλιππίδου, Νίκος Κουρής, Τάνια Τρύπη, Ελένη Κοκκίδου, Μάκης Παπαδημητρίου, Ευαγγελία Μουμούρη, Θανάσης Αλευράς κ.α. Από αυτούς, κυρίως, ξεχώρισαν η Σοφία Φιλιππίδου και ο Νίκος Κουρής, όχι τόσο γιατί ήταν καλύτεροι ερμηνευτικά από τους υπόλοιπους, αλλά μάλλον γιατί είχαν τις πιο αβανταδόρικες σκηνές.
Γιώργος Σμυρνής