MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Ηρακλής μαινόμενος: Εξουσία και τρέλα- Σκοτάδι και φως!

Ένα από τα πιο βίαια έργα- σήμα κατατεθέν, άλλωστε του Ευριπίδη- τον Ηρακλή Μαινόμενο παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού. Το έργο παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο και μετά σε διάφορα θέατρα, με τεράστια προσέλευση του κοινού. Εγώ το παρακολούθησα στο θέατρο Άλσους Νέας Σμύρνης.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Το καστ αποτελούσαν πολλά μεγάλα ονόματα, όπως ο Νίκος Καραθάνος, ο Μηνάς Χατζησάββας, η Καριοφυλλιά Καραμπέτη, η Στεφανία Γουλιώτη, ο Θοδωρής Αθερίδης, ο Γιώργος Γάλλος.

Ο Ηρακλής (Νίκος Καραθάνος) βρίσκεται στον κάτω κόσμο, στην δυσκολότερη αποστολή της ηρωικής του καριέρας, τη σύλληψη του τρικέφαλου τέρατος, που φυλάει τις πύλες του Άδη, του Κέρβερου. Όντας μεταξύ ζωντανών και νεκρών, υφίσταται τη μοίρα των μεταναστών. Όπως ένας Έλληνας της Γερμανίας είναι Έλληνας για τους Γερμανούς και Γερμανός για τους Έλληνες, έτσι και ο Ηρακλής είναι νεκρός για τους ζωντανούς και ζωντανός για τους νεκρούς!

Το έργο, όμως, του Ευριπίδη δεν είναι νεκυΐα, αλλά υπαρξιακή και πολιτική τραγωδία. Επομένως, επικεντρώνεται στους ζωντανούς και στον κόσμο του φωτός. Ο Ηρακλής για τους ζώντες είναι νεκρός και δεν πρόκειται να γυρίσει ποτέ. Θα μείνει μόνιμα στα σκοτάδια του Άδη, από εκεί που ποτέ κανείς δεν γύρισε, όπως λέει κι ο Άμλετ.

Η πατρίδα του, η Θήβα, μένει χωρίς τον πανίσχυρο προστάτη της. Και τότε, ο σφετεριστής Λύκος (Γιώργος Γάλλος) βρίσκει την ευκαιρία και αρπάζει την εξουσία. Για να είναι σίγουρος ότι δεν θα υπάρξουν διεκδικητές του θρόνου, επιχειρεί να κάνει κάτι που πολλές εξουσίες έχουν εφαρμόσει. Εκτός από το να εξοντώσει τον Βασιλιά της Θήβας, καταδικάζει σε θάνατο και τους πιθανούς διαδόχους του. Ο Ηρακλής έχει παντρευτεί την κόρη του Βασιλιά της Θήβας, τη Μεγάρα (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), κι έχει δύο γιους μαζί της. Αυτοί πρέπει να εξοντωθούν. Το ίδιο και η Μεγάρα, όπως και ο Αμφιτρύωνας (Μηνάς Χατζησάββας), που μεγάλωσε τον Ηρακλή, αν και πατέρας του ημίθεου είναι ο Δίας.

Πολύ μοιρολόι και δράμα, από τους μελλοθάνατους, αλλ΄α και  κυνισμός της εξουσίας από την άλλη, από έναν Λύκο που πραγματικά, με τη ρητορική του και το ύφος του θυμίζει τους πιο κυνικούς βασιλείς και δικτάτορες της ιστορίας. Αυτό που μπορεί και αυτό που τον συμφέρει είναι αυτό που θα γίνει! Ηθική, ανθρωπιστικές αξίες, θεϊκοί νόμοι δεν έχουν καμία ισχύ γι’ αυτόν. Η μόνη ισχύς είναι αυτή της εξουσίας του.

Υπολόγιζε όμως αυστηρά ορθολογιστικά σε ένα μυθολογικό σύμπαν κι αυτό ήταν το λάθος του. Ο ημίθεος κάνει την υπέρβαση και επιστρέφει από τον Άδη, φέρνοντας μαζί του όχι μόνο τον Κέρβερο, αλλά και τον ηρωικό βασιλιά των Αθηνών, τον Θησέα. Φτάνει, θα λέγαμε, την κατάλληλη στιγμή, όταν το δράμα κλιμακώνεται και όλοι αναμένουν την φρικτή εκτέλεση της οικογένειάς του.

Στήνει ενέδρα στον Λύκο και τον εξοντώνει. Θα μπορούσε εδώ να τελείωνε το έργο. Η δικαιοσύνη αποδόθηκε. Η κυνική εξουσία τιμωρήθηκε. Ο κατακτητής πέθανε. Ο προστάτης της Θήβας θριάμβευσε και οικογένειά του διασώθηκε. Happy end- Αποτελεσματική, νόμιμη βία στην παράνομη βία της εξουσίας.

Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Για να παραφράσω τον Γκάτσο, είναι πικρές οι βουλές των Θεών και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων. Πάνω που ο κόσμος ετοιμάζεται να πανηγυρίσει, καταφθάνουν δύο σκοτεινές θεότητες, η Ίρις (Στεφανία Γουλιώτη) και η Λύσσα (Θεοδώρα Τζήμου). Οι θεότητες αυτές, που θυμίζουν πολύ δαιμονικά πλάσματα των μανιχαϊστικών θρησκειών, δουλεύουν για την Ήρα, που μισεί τον Ηρακλή, ως “μπάσταρδο” του συζύγου της. Ενσταλάζουν την τρέλα στο κεφάλι του ήρωα. Κι ο ημίθεος από προστάτης γίνεται φονιάς των παιδιών του και της συζύγου του. Η μοίρα της οικογένειάς του ήταν προδιαγεγραμμένη. Την γλίτωσαν από τον κακό… Λύκο και εσφάγησαν από τον καλό Ηρακλή.

Η μανία του δεν ελέγχεται. Ετοιμάζεται να σκοτώσει και τον ίδιο του τον πατέρα. Όμως, αυτό, στην πατριαρχική αθηναϊκή και αρχαιοελληνική κοινωνία, είναι το απόλυτο no-no, όπως θα έλεγαν και οι Άγγλοι. Παρεμβαίνει, για να αποτρέψει ένα τόσο ανόσιο έγκλημα, μια γυναικεία θεότητα, η Αθηνά και με μια κοτρώνα ρίχνει αναίσθητο τον Ηρακλή. Όσο είναι λιπόθυμος, τον δένουν, για να αποτρέψουν κάποιο νέο του έγκλημα.

Σιγά- σιγά επανέρχεται από την τρέλα στη λογική- ένα μοτίβο που το βλέπουμε και στην Αγαύη των Βακχών, όταν συνειδητοποιεί ότι σκότωσε το γιο της, τον Πενθέα. Ο Ηρακλής αντιλαμβάνεται τα εγκλήματά του, βουλιάζοντας στην ντροπή και στην απελπισία. Τότε εμφανίζεται ο Θησέας, ο ήρωας της Αθήνας και προσφέρει άσυλο στον πληγωμένο ήρωα. Ως γνωστόν, αθηναϊκοί κύκλοι δεν υπήρχαν και οι τραγικοί, ίσως για λόγους προπαγάνδας, ίσως για να προκαλέσουν μεγαλύτερη ταύτιση του αθηναϊκού κοινού με το έργο τους, συχνά έβαζαν στο τέλος κάποιο μυθικό πρόσωπο από την Αθήνα ή κάποιον αθηναϊκό θεσμό (Άρειος Πάγος στην Ορέστεια), για να δώσει μια κάποια λύση στο δράμα.

Η σκηνοθεσία ήταν εμπνευσμένη και σύγχρονη. Περιλάμβανε πολλούς αναπαραστατικούς συμβολισμούς, για να τονίσει την ποίηση του κειμένου, η οποία είναι κορυφαία και παίζει πολύ με τις αντιθέσεις, με κυρίαρχες αυτές του φωτός και του σκότους, καθώς και του ανθρώπινου και του υπερφυσικού, της λογικής και της τρέλας, της πολιτικής και της ηθικής. .

Επίσης, οι ερμηνείες ήταν υψηλού επιπέδου. Σαφώς ξεχώριζε ο Νίκος Καραθάνος, με την εμβληματική ερμηνεία του. Καλοί ήταν η Καραμπέτη και ο Χατζησάββας, ενώ μου άρεσε στον ρόλο του κυνικού- τόσο ευριπίδειου- ηγέτη, ο Γάλλος. Η Γουλιώτη, με την ερμηνεία της ως Ίριδα, συνδύαζε ένα σκοτεινό σεξ απίλ με μια φονική αγριότητα, που θυμίζει τα πιο σκληρά, υπερφυσικά θρίλερ- δείχνοντας ότι μπορεί να παίξει τα πάντα.

Η χρήση του χορού, σε συνδυασμό με την βαλκανικού τύπου μουσική (όπου κυριαρχούσαν βιολί και ακορντεόν), αλλά και τις χορογραφίες του Κωνσταντίνου Ρήγου, ήταν ευρηματική. Χωρίς να τον καταργήσει, τον εκσυγχρόνισε τόσο, ώστε να τον κάνει λειτουργικό κομμάτι ενός σύγχρονου έργου.

Από την άλλη μεριά, θα ήθελα το έργο να είναι πιο συμπαγές και πιο συμπυκνωμένο. Ο ρυθμός θα έπρεπε σε κάποια σημεία να είναι πιο γρήγορος. Επίσης, τα σκηνικά θα τα περίμενα πιο εμπνευσμένα, πιο σύγχρονα και λιγότερο λιτά. Ακόμα, περισσότερα θα περίμενα από τους φωτισμούς, που πραγματικά δεν έδωσαν τίποτα στο έργο, από το να φωτίζουν την σκηνή όλη την ώρα. Όμως σε ένα τέτοιο δράμα της ψυχής, με προχωρημένα σκηνοθετικά ευρήματα, οι φωτισμοί θα μπορούσαν να κάνουν την διαφορά.

Τέλος, τα κοστούμια των ηθοποιών παραήταν λιτά. Μόνο στην περίπτωση της Γουλιώτη έκαναν τη διαφορά, με το πολύ αποκαλυπτικό φουστάνι που φορούσε. Αυτό επειδή η ηθοποιός έχει πολύ ωραίο σώμα, αλλά και το ρούχο ήταν ιδιαίτερο. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ήταν απλά, καθημερινά ρούχα. Ίσως η πρόθεση να ήταν η ανάδειξη της διαφοράς ανάμεσα στο καθημερινό και συνηθισμένο του κόσμου των θνητών και το απόκοσμο και διαφορετικό του κόσμου των υπερφυσικών δυνάμεων που αντιπροσωπεύουν η Ίριδα και η Λύσσα. Πάντως, σε γενικές γραμμές δεν εντυπωσίασαν.

Γενικά, πρόκειται για μια σύγχρονη μεταφορά αρχαίου δράματος, με καλή σκηνοθεσία, χορογραφία και ηθοποιούς πρώτης γραμμής. Οπότε, το πολύ καλό αποτέλεσμα ήταν σχεδόν εξαρχής προδιαγεγραμμένο. Αν, μάλιστα, είχαν προσεχθεί κάποιες λεπτομέρειες, θα το έκαναν πραγματικά έξοχο.

Γιώργος Σμυρνής

[iframe width=”420″ height=”315″ src=”http://www.youtube.com/embed/qVqLBCs1_BM” frameborder=”0″ allowfullscreen ]

[iframe width=”560″ height=”315″ src=”http://www.youtube.com/embed/h5ODzgvEuQQ” frameborder=”0″ allowfullscreen ]

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις