MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
25
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

“La Chunga” στο Επί Κολωνώ – Yes We… Kant!

“Δε θα μου το κάνετε εδώ μέσα αμέρικαν μπάρ” έλεγε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, παίζοντας το ρόλο του αστυνομικού διοικητή στη Βίλα των Οργίων του Ψαθά. Έπρεπε να δω το “La Chunga” στο θέατρο Επι Κολωνώ, του νομπελίστα Μάριο Βάργκας Λιόσα, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, για να καταλάβω τι πάει να πει αμέρικαν μπαρ- ή, μάλλον, λατίνο… αμέρικαν μπαρ (ακόμα χειρότερα δηλαδή).

author-image Γιώργος Σμυρνής

Το La Chunga διαδραματίζεται σε ένα περιθωριακό καφενείο- μπαρ μιας παραγκούπολης της Λίμα. Ήρωες η ιδιοκτήτρια, η ιδιοκτήτρια Τσούνγκα (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) , καθώς και τέσσερις θαμώνες. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, καθώς κάνει πολλές παρεκβάσεις χρονικές, ενώ εστιάζει σε συγκεκριμένα σημεία της σκηνής, λες και τα σημαδεύει με μια αόρατη κάμερα (σε αυτό βοηθάνε οι φωτισμοί και τα slow motion, όπως τα παίζουν οι ηθοποιοί του σημείου της σκηνής που μένει στο περιθώριο).

Εκτός του ότι η αφήγηση δεν είναι γραμμική, δεν υπακούει πάντα σε συμβάσεις ρεαλισμού. Υπάρχουν κομμάτια της αφήγησης, τα οποία εκ των πραγμάτων αποδεικνύονται φανταστικά. Το σκηνικό χωρίζεται σε δύο και σε τρία σημεία, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις μεγάλες αφηγηματικές απαιτήσεις.

Κεντρική ηρωίδα είναι η Τσούνγκα, η οποία είναι μια σκληρή αντρογυναίκα, με αμφιλεγόμενες σεξουαλικές προτιμήσεις και μισανθρωπικές τάσεις. Μόνο έτσι, άλλωστε, θα μπορούσε να επιβιώνει και να εργάζεται σε αυτό το σκληρό περιβάλλον. Πνίγοντας κάθε ίχνος ανθρωπιάς, καταφέρνει να καταπίνει τις αμέτρητες προσβολές των χοντροκομμένων θαμώνων του καφενείου- μπαρ της. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να μην την φεσώνουν και να μην πλακώνονται μεταξύ τους. Από εκεί και πέρα, οι θαμώνες είναι φτωχοί άνθρωποι του περιθωρίου που πίνουν, παίζουν ζάρια και λένε χοντράδες όλη την ώρα. Το κοντράστ με μια μεγαλοαστική τάξη μιας πόλης που βρίσκεται εκεί κοντά, αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τη μιζέρια τους. Άνθρωποι χωρίς προοπτικές και με ελάχιστη ανθρωπιά- φαινομενικά.

Η δράση γυρίζει πίσω στο χρόνο και περιστρέφεται γύρω από έναν θεματικό άξονα- αυτόν της καυτής Μέτσε. Ένας από τους 4 πελάτες, ο Χοσεφίνο, “κηνυγός ταλέντων” για το πορνείο της περιοχής (Πράσινο Σπίτι), κουβαλάει την Μέτσε μαζί του στο καφέ της Τσούνγκα. Αμέσως γίνεται το αντικείμενο του πόθου όλων- και της Τσούνγκα! Ο νταβατζής που υποκρίνεται τον έρωτα στις γυναίκες, για να τις “υποδουλώνει” και να τις “βγάζει στο κλαρί” χάνει στα ζάρια και τελικά πουλάει την κοπέλα του στην Τσούνγκα, αλλά όχι σε κάποιον άντρα.

Γύρω από τη Μέτσε, ως πραγματικό αντικείμενο, σώμα με σάρκα, αλλά και ως αντικείμενο του πόθου ξεδιπλώνονται ιστορίες και φαντασιώσεις όλων των πρωταγωνιστών του δράματος. Οι καυτές σκηνές της συχνά γυμνής Μέτσε με την αντρογυναίκα Τσούνγκα, οι διαστροφικές, fem dom σκηνές των δύο γυναικών με έναν από τους θαμώνες, που κουβαλάει πάνω του την ενοχή ενός βιασμού, διάφορα στοιχεία φροϋδικα, δίνουν έναν kinky χαρακτήρα στην παράσταση, ενώ  αναδεικνύουν τις σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου, του περιθωρίου και της σεξουαλικότητας. Ωστόσο, πολλές από τις σκληρές σκηνές είναι φανερό ότι εκτυλίσσονται στην φαντασία των πρωταγωνιστών.

Από ό,τι φαίνεται, πάντως, η μάλλον πραγματική διάσωση της εξαφανισμένης μετά από εκείνη τη νύχτα Μέτσε (αν και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτα σε αυτό το έργο) δίνει έναν ανθρωπιστικό τόνο (ένα μελλοδραματικό happy end) στην παράσταση. Έτσι η αδυσώπητη Τσούνγκα μετατρέπεται σε έναν φορέα της καντιανής ηθικής. Ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant στην ηθική του φιλοσοφία θεωρούσε ότι “ο άνθρωπος πρέπει να είναι σκοπός και όχι μέσο“. Η Τσούνγκα μεταχειρίζεται αρχικά τη Μέτσε σαν μέσο, προκειμένου να ικανοποιηθεί σεξουαλικά, με τη σύμφωνη γνώμη της όμορφης κοπέλας πάντα- αφού της το ζήτησε ο Χοσεφίνο. Όμως στη συνέχεια, καθώς την συμπαθεί, τη μεταχειρίζεται ως σκοπό, παρέχοντας της ΑΦΙΛΟΚΕΡΔΩΣ όλα τα μέσα που είναι απαραίτητα για τη διάσωσή της, που θα την οδηγήσει σε μια φυσιολογική ζωή και όχι εκείνη της πόρνης.

Περίτεχνα ο συγγραφέας μεταχειρίζεται αυτό το εύρημα, βάζοντας την Τσούνγκα να δηλώνει: “Αν δεν ήσουν τόσο όμορφη, δεν θα σε συμπαθούσα τόσο”- ώστε να την βοηθήσει να ξεφύγει. Η Τσούνγκα, μετατρεπόμενη σε φορέα της καντιανής ηθικής, αρνείται προσωρινά στον εαυτό της τα εργαλεία με τα οποία επιβίωνε τόσα χρόνια σε αυτό το σκληρό περιβάλλον. Η Μέτσε, από την πλευρά της, εξαφανίζεται. Ο Χοσεφίνο -νιώθοντας ηττημένος- κάνει σαν να μη συνέβη τίποτα. Στο τέλος του οι τέσσερις θαμώνες- τους οποίους είδαμε για όλο το έργο να βγάζουν πάνω στην σκηνή όλα τους τα τραύματα και τα ασυνείδητα απωθημένα- φεύγουν ουρλιάζοντας σαν όχλος και πανηγυρίζοντας, ξέχειλοι από τη χαρά της ζωής και τρέχοντας όλοι μαζί στο “Πράσινο σπίτι”! Αυτή η σκηνή, όπως και άλλες σκηνές του σκληρού χαβαλέ αυτών των ανδρών, δίνει έναν χιουμοριστικό και κάπως απελευθερωτικό τόνο στο σκληρό έργο.

Η σκηνοθεσία και η σκηνογραφία βοήθησαν το κείμενο και οι επιλογές τους ήταν λειτουργικές. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ήταν καλή σε έναν ρόλο δύσκολο για το ταμπεραμέντο της. Σε άλλα σημεία ήταν περισσότερο φυσική- και πειστική- από άλλα, αλλά συνολικά απέδωσε με ακρίβεια τον ρόλο και τις αντιφάσεις του. Οι τέσσερις θαμώνες, σε γενικές γραμμές, έπαιξαν καλά. Και είχαν κάτι, το οποίο βρίσκω σημαντικό σε έργα που αναφέρονται στο περιθώριο- σκληρές φάτσες! Ξεχώρισε ο Δημήτρης Λάλος (Χοσεφίνο), ίσως γιατί είχε και τον πιο αβανταδόρικό ρόλο, έναν ρόλο που παίζει ανάμεσα σε γοητεία, σκληράδα και αλητεία. Όσο για την Ηλιάνα Μαυρομάτη (Μέτσε), αν και έδωσε έναν έντονα hot τόνο στο έργο, νομίζω ότι έκανε πιο πολλές “ζουζουνιές” από όσο χρειαζόταν.

Σχετικά με το εύρημα του αφηγητή με την ηλεκτρική κιθάρα, νομίζω ότι ήταν too slow. Όσο για τα slow motion, άλλοτε λειτούργησαν καλά, άλλοτε όχι- αυτό είχε να κάνει με τον συγχρονισμό των ηθοποιών. Ωστόσο, πάντα αυτές οι “κινηματογραφικές” αναπαραστάσεις δείχνουν λίγο ψεύτικες στο σανίδι. Ήταν όμως εξαιρετικά λειτουργικές για την αφήγηση.

Συνολικά, το La Chunga είναι ένα σκληρό έργο, με κάποιες αλέγκρο νότες μέσα στον βαρύ και έντονα φαλλοκρατικό κόσμο του περιθωρίου, που μαστίζεται από την κοινωνική αδικία. Το κείμενο του Μάριο Βάργκας Λιόσα υπηρετήθηκε σωστά από την θεατρική ομάδα, με το αποτέλεσμα να είναι μια πολυσύνθετη παράσταση πάνω σε ένα δύσκολο θέμα.

Γιώργος Σμυρνής

[iframe width=”420″ height=”315″ src=”http://www.youtube.com/embed/qVqLBCs1_BM” frameborder=”0″ allowfullscreen ]

[iframe width=”560″ height=”315″ src=”http://www.youtube.com/embed/h5ODzgvEuQQ” frameborder=”0″ allowfullscreen ]

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις