Η χρυσή πεντάδα του “Συγγραφέα”: “Η παράσταση μας δεν θέλει να την χειροκροτήσεις!”
Στο Θέατρο του Νέου Κόσμου το έργο “Ο Συγγραφέας” του Τιμ Κράουτς, παρουσιάζεται από τις 5 Οκτωβρίου σε ομαδική σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη και των τεσσάρων ηθοποιών της παράστασης. Το καστ είναι εξαιρετικό: Κατερίνα Λυπηρίδου, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιάννος Περλέγκας και Χρήστος Σαπουντζής.συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Ο “Συγγραφέας” είναι ένα σύγχρονο αγγλικό έργο, του 2007. Σ’ ένα θέατρο χωρίς σκηνή, οι θεατές κάθονται σε δύο αντικριστές κερκίδες, η μία πάρα πολύ κοντά στην άλλη. Οι ηθοποιοί του Συγγραφέα βρίσκονται ανάμεσά τους! Αφηγούνται την εμπειρία τους από μια παράσταση που έχει παιχτεί στο πρόσφατο παρελθόν.
Τα πρόσωπα του έργου είναι ο συγγραφέας εκείνης της παράστασης, οι δύο ηθοποιοί που έπαιζαν και ένας θεατής που την έχει δει. Οι προσωπικές τους ιστορίες, σε σχέση μ’ αυτή την παράσταση μπλέκονται σιγά-σιγά και καταλήγουν σε μια σοκαριστική και βίαιη σύγκρουση, η οποία στόχο έχει να εμπλέξει και τον ίδιο τον θεατή, να μην τον αφήσει απλό «εξωτερικό παρατηρητή» και τελικά να τον κάνει μέρος της παράστασης.
Παρακολούθησαμε την τελευταία πρόβα μίας από τις πιο “προωθημένες” προτάσεις της φετινής θεατρικής σεζόν, με ένα πολυέπιπεδο και εμπνευσμένο κείμενο, το οποίο εν πολλοίς καθοδηγεί την συν-σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη και των τεσσάρων ηθοποιών. Και όσα μας είπαν οι 5 πρωταγωνιστές – συνδημιουργοί της παράστασης για αυτό το σημαντικό έργο ήταν εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
Μιλήστε μου λίγο για την παράσταση “Ο συγγραφέας”.
Μάκης Παπαδημητρίου:- Είναι ένα έργο γραμμένο το 2007. Είναι ένα έργο της γενιάς των σαρανταπεντάρηδων στην Αγγλία. Μιλάει για τη βία σε πρώτο επίπεδο και για την ενδοοικογενειακή κακοποίηση. Αλλά στην ουσία αναφέρεται στη βία που κρύβουμε ο καθένας μέσα μας, αλλά και στην ηδονοβλεπτική διάθεση που έχουμε, βλέποντας τη βία γύρω μας. Είτε στο οικογενειακό μας περιβάλλον, είτε στην καθημερινότητά μας. Ακόμα και τη δυνατότητα που μας παρέχουν οι τεχνολογίες της εποχής μας να την έχουμε κοντά μας.
Το έργο (ακατάλληλο για ανηλίκους) αντιμετωπίζει τον κόσμο με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Τί αντιδράσεις περιμένετε;
Μ. Παπαδημητρίου: Εμείς -ως ελληνικό κοινό- δεν έχουμε συνηθίσει τέτοιου είδους έργα, πιο προχωρημένα. Δεν γίνεται το αντίστροφο. Να πάει ένα ελληνικό έργο, με τέτοια διάταξη θεατών, στην Αγγλία, να δούμε πώς θα το αντιμετωπίσουν οι Άγγλοι θεατές. Και αυτό μας βάζει πάντα ένα βήμα πίσω με τα αγγλικά έργα, γιατί δεν ξέρουμε πώς θα αντιδράσει το ελληνικό κοινό. Όχι ότι δεν έχουν δει τα μάτια μας εκατομμύρια πράγματα. Αλλά αυτό νομίζω δεν έχει ξαναγίνει. Να φέρνει σε αντιπαράθεση δύο κερκίδες και ο κάθε θεατής να έχει το δικαίωμα να μιλήσει. Άλλα έργα το κοινό το βγάζουν απ’ έξω. Είναι σαν να βλέπεις τηλεόραση.
Γιαννος Περλέγκας: Ως προς την ευθύνη του θεατή, ο ίδιος ο συγγραφέας μας είχε πει πέρσι ότι ένα έναυσμα για να γράψει το έργο ήταν το βιβλίο του Ρολάν Μπαρτ “Ο θάνατος του συγγραφέα“. Μιλάει για το πώς ως αστικοί αναγνώστες είμαστε συνηθισμένοι να διαβάζουμε κάτι, να καταναλώνουμε κάτι και να μην ενεργοποιούμαστε. Ζητάει να γεννηθεί μια νέα γραφή, στην οποία ο συγγραφέας θα απουσιάσει, θα “σκοτωθεί”, προκειμένου να γεννηθεί ο αναγνώστης. Να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης ότι είναι συνδημιουργός, από την στιγμή που πιάνει κάτι. Αυτό τελικά πάει και στον θεατή. Με έναν τρόπο το έργο ζητάει από τον θεατή να μην καταναλώσει το έργο, να μην το δεχτεί, να μην το χειροκροτήσει. Η επιδίωξη του είναι να γίνει ένα θέατρο, όπως είναι στα Πανεπιστήμια.
Πόσα περιθώρια αφήνει “ο συγγραφέας” στον σκηνοθέτη, για να κάνει… τα “δικά του”;
Παντελής Δεντάκης: Η παράσταση βασίζεται στο έργο. Ο συγγραφέας είναι σαν να σκηνοθετεί σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό την ίδια την παράσταση, όπου κι αν παιχτεί και από όποιους κι αν παιχτεί. Σαφώς θα μπορούσε ένας σκηνοθέτης να κάνει ό,τι θέλει. Αν και ο ίδιος ο συγγραφέας ζητάει πολύ συγκεκριμένα πράγματα, για να δώσει το έργο. Και σε μας άρεσε πολύ το ότι κινηθήκαμε σε αυτούς τους αυστηρούς κανόνες. Και νομίζω ότι αν τους ανατρέψεις, αποδυναμώνεις το κείμενο. Οποιονδήποτε κανόνα, το πώς κάθονται οι θεατές, ότι οι ηθοποιοί κάθονται μέσα στους θεατές, το πώς λειτουργούν τα φώτα, οι παύσεις, οι μουσικές… Κι εμείς, που μερικές έχουμε αλλάξει και τα “φώτα” σε κλασικά κείμενα, νιώσαμε μεγάλη απόλαυση το ότι κινηθήκαμε σε τόσο στενά πλαίσια. Και, ξέρεις, είναι πολύ απελευθερωτικό… Και τα παιδιά που παίζουν, νιώθουν πολύ ελεύθερα μέσα σε αυτόν… τον χαλκά.
Το έργο βασίζεται πολύ στην αλληλεπίδραση ηθοποιών και κοινού. Οι ηθοποιοί κάθονται ανάμεσα στο κοινό και σου μιλούν για το έργο και νομίζεις ότι είναι αλήθεια. Ωστόσο, όταν μιλάνε με αγγλικά ονόματα ή αναφέρονται στο Royal Theater, δεν χάνεται αυτή η ταύτιση του ελληνικού κοινού;
Μ. Παπαδημητρίου: Υπάρχει μια σημείωση: Το έργο διαδραματίζεται στο Royal Court ακόμα κι αν παίζεται οπουδήποτε αλλού. Και ο συγγραφέας θα λέγεται Τιμ Κράουτς.
Γ. Περλέγκας: Αυτό που λες ότι σε πετάει έξω, είναι και στόχος του έργου. Δεν είναι κάτι πραγματικό. Θέατρο παίζουμε. Φαντάσου πως είμαστε στην Αγγλία!
Μ. Παπαδημητρίου: Όταν τον συναντήσαμε, μας είπε αυτό: “Not a true story“. Στην Αγγλία, ο ίδιος έπαιζε με το όνομά του, ο Βικ όντως λεγόταν Βικ και η Άντριαν λεγόταν Άντριαν. Εκεί είχε μια διαφορετική αντιμετώπιση ο κόσμος. Αλλά εδώ δεν μπορεί να γίνει αυτό. Θα ήταν λίγο ύπουλο να παίρναμε ένα αγγλικό έργο και να το εξελληνίζαμε, προκειμένου να πετύχουμε την ταύτιση του κοινού. Ας γράψουμε ένα άλλο στην τελική!
Ο Τιμ Κράουτς ανήκει στην σχολή του “In yer face” ή την παρωδεί με τον “Συγγραφέα”;
Γ. Περλέγκας: Είναι η αμέσως επόμενη γενιά από τους συγγραφείς του in yer face, όπως η Σάρα Κέιν. Και μοιάζει να πηγαίνει τελείως κόντρα. Αυτοί οι συγγραφείς θέλουν την αναπαράσταση. Την επιδιώκουν. Ενώ αυτός, όντας και ηθοποιός και ακόμα παίζει και στα έργα του, είναι σαν να πρεσβεύει ένα τελείως διαφορετικό θέατρο. Ένα θέατρο καθαρά βηματικό.
Π. Δεντάκης: Είναι σαν να το προβοκάρει κιόλας.
Υπάρχει κι ένα σατυρικό στοιχείο στο έργο;
Μ. Παπαδημητρίου: Αυτό είναι ένα τρίτο επίπεδο του έργου, για το πώς δουλεύουν οι ηθοποιοί. Για το πώς μπορεί αυτό, που στην ουσία είναι η δουλειά τους, να αναπαριστούν πράγματα για να τα δει το κοινό, να επηρεάσει και τους ίδιους.
Γ. Περλέγκας: Και το τι επιδιώκουν οι σκηνοθέτες και οι συγγραφείς μέσω της αναπαράστασης της βίας. Ο Κράουτς ειρωνεύεται λίγο το μύθο ενός συγγραφέα, ο οποίος ζει στο τώρα, ζει σε μία αστική ευμάρεια, έχοντας μία γυναίκα, η οποία μαγειρεύει. Και ταυτοχρόνως με όλη αυτή τη ζωή, γράφει ένα έργο που θέλει να σοκάρει και να μιλήσει σκληρά για κάτι. Και τελικά αναπαριστά και αναπαράγει όλη τη βία και την σαβούρα που μπορεί να έχει δεχθεί…
Π. Δεντάκης: Αναφέρεται στα σκοτεινά στοιχεία που έχει ο καθένας μέσα του… Ακριβώς το αυτάρεσκο που είπαμε πριν, έγκειται στο ότι σου δίνεται το πεδίο να βγάζεις αυτά τα σκοτεινά σημεία. Κι επειδή αυτό εσένα μπορεί να σε λυτρώνει, νιώθεις αυτό σαν να το ερωτεύεσαι, σαν να το επιθυμείς, ως ένα βαθμό. Κι επίσης, νομίζεις ότι το να σοκάρεις είναι πολλές φορές το ζητούμενο. Σου αρέσει ότι το προκαλείς. Αυτά είναι σημεία, τα οποία ο συγγραφέας σχολιάζει.
Αυτό δεν γίνεται ακόμα πιο αντιληπτό, όταν ένας “θεατής” (ο Μάκης Παπαδημητρίου) περιγράφει τις συνέπειες που έχει το έργο πάνω του;
Μ. Παπαδημητρίου: Φυσικά. Και όχι μόνο στο θεατή, αλλά και στους δύο ηθοποιούς. Η βία βέβαια παρουσιάζεται σε μας με καλές προθέσεις. Ότι αυτό το πράγμα, από τη στιγμή που υπάρχει γύρω μας, εγώ πρέπει να το δείξω και προσπαθώ να σοκάρω. Το θέμα όμως ποιό είναι; Παράλληλα, το έργο μιλάει για την ευθύνη που έχει ο θεατής. Κάποιοι θα αντιληφθούν τον τρόπο, με τον οποίο προσπαθεί να σοκάρει το έργο, αλλά το διαγράφω. Και θα υπάρξουν και άλλοι θεατές που θα πουν ότι δεν καταλαβαίνω ποιός είναι ο στόχος σε αυτό το έργο. Αλλά, όπως κάθε καλό έργο, έτσι κι αυτό δεν γίνεται διδακτικό στο τέλος. Αναδεικνύει μια συμπεριφορά που έχει ο κόσμος.
Ένα θέμα του έργου είναι η αναπαράσταση της βίας στο θεάτρο. Ποιές είναι οι διαφορές της βίας στον κινηματογράφο και στο θέατρο;
Μ. Παπαδημητρίου: Βλέπεις μια αμερικάνικη ταινία και είναι ο σίριαλ κίλερ, που σκοτώνει τόσους ανθρώπους. Και δε σου κάνει τίποτα. Τρως πατατάκια εκείνη την ώρα. Παίζει και διαφημίσεις. Η ζωή σου κυλάει τελείως παράπλευρα με αυτό το πράγμα. Δεν σε επηρεάζει τόσο πολύ. Και πας και βλέπεις το ίδιο πράγμα στο θέατρο και λες πως αυτό δεν είναι ωραίο! Γιατί το κάνουν αυτό; Είναι η συνήθεια.
Μία φράση μέσα στο έργο έλεγε ότι η “τέχνη στα άκρα”. Συμφωνείτε με αυτή τη ρήση;
Γ. Περλέγκας: Κατά τη γνώμη μου, η τέχνη λειτουργεί στα άκρα, όχι με τον τρόπο ότι πρέπει να κάνεις κάτι ακραίο. Λειτουργεί, επειδή κάτι το διογκώνεις. Αν το αναπαραστήσεις στεγνά, φωτογραφικά, συνήθως δεν λειτουργεί. Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι ακραίο, με την έννοια της ηθικής.
Μ. Παπαδημητρίου: Είναι τελείως προσωπικό αυτό που θα πω, αλλά ανεβάσματα στο θέατρο, που προσπαθούν να με πείσουν ότι είναι απολύτως ρεαλιστικά, πέφτουν τελείως έξω. Με αυτή την έννοια η τέχνη λειτουργεί και στα άκρα. Θα μπορούσε να μην λειτουργεί και στα άκρα… Όμως εξαρτάται πώς αντιμετωπίζεις τα θέματα, με τα οποία καταπιάνεσαι. Ας πούμε, αν θες να μιλήσεις για τον έρωτα, στο Ρωμαίος και Ιουλιέτα, δεν είναι ανάγκη να αυτοκτονήσουν δύο ηθοποιοί επί σκηνής…
Π. Δεντάκης: Η τέχνη λειτουργεί πολύ στα άκρα στα κλασικά κείμενα, στην αρχαία τραγωδία. Αυτή η φράση τελικά πάει παντού.
Μια άλλη φράση κλειδί, που επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς τρόπους, είναι το “Είμαστε τυχεροί”. Που αναφέρεται ο συγγραφέας;
Π. Δεντάκης: Σχολιάζει το ότι εμείς νιώθουμε τυχεροί όταν βλέπουμε το χειρότερο δίπλα μας και δεν συμβαίνει σε μας, δόξα τω Θεώ. Και μπορούμε να νιώσουμε οίκτο.
Η παράσταση παίζεται έως τις 29/1 στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου
Πληροφορίες για τις ημέρες και ώρες παραστάσεων