Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: “Στις μέρες μας η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία!”
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη δεν χρειάζεται συστάσεις. Η καριέρα της στο θέατρο, στον κινηματογράφο και την τηλεόραση και η συνεπής της στάση στην υποκριτική τέχνη, μιλούν από μόνες τους.Συνέντευξη στον Γιώργο Σμυρνή
Η μεγάλη ηθοποιός ξεκίνησε την πορεία της στις αρχές της δεκαετίας του 80. Παιδί της μεταπολίτευσης συμμετείχε σε θεατρικές ομάδες του πειραματικού θεάτρου. Αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές για να επιβιώσει σε μια διαδρομή δύσκολη, η οποία όμως, χάρη στη συνέπεια και το ταλέντο της στέφθηκε με την επιτυχία και την αγάπη του κοινού.
Η ηθοποιός δεν επαναπαύεται στις δάφνες της και συνεχίζει να εξερευνά τους ρόλους της. Αναγνωρίζει ότι ο καλλιτέχνης έχει μεγάλη ευθύνη απέναντι στο κοινό και δεν πρέπει να “ξεπουλιέται”, αλλά να προσπαθεί να αφυπνίσει. Συνεχίζει για τρίτη χρονιά την Τσούνγκα, ένα έργο για τις ζωές ανθρώπων φτωχών και περιθωριακών, το οποίο έχει γίνει ακόμα πιο επίκαιρο σήμερα, σε σχέση με το 2009, όταν πρωτοανέβηκε. Παράλληλα, κάνει πρόβες με την ομάδα ΝΑΜΑ για το έργο “Κίεβο”.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μας παραχώρησε μια συνέντευξη “ποταμό”, στην οποία μας μίλησε για την ηθική διάσταση της ηρωίδας της στο Λα Τσούνγκα, αλλά και το θάνατο του life style, το οποίο χαρακτήρισε μια φούσκα της δεκαετίας του 90 που καλλιέργησε καταστροφικά πρότυπα. Παράλληλα, μίλησε με μεγάλη κοινωνική ευαισθησία για τις ευθύνες του καλλιτέχνη σε σχέση με τον κόσμο, στον οποίο ζει, τις δυνατότητες της τέχνης να αφυπνίζει, αλλά και την επιθυμία της να συνεργαστεί με κάποιον μεγάλο ξένο σκηνοθέτη.
– Παίζετε για τρίτη χρονιά στο Λα Τσούνγκα στο Επί Κολωνώ. Μιλήστε μου λίγο για το έργο αυτό.
Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα είναι ο πασίγνωστος Περουβιανός συγγραφέας, που το 2010 είχε πάρει και το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Είναι μυθιστοριογράφος, βασικά. Το Λα Τσούνγκα είναι ένα από τα λίγα θεατρικά που έχει γράψει. Ήταν ένα έργο άπαιχτο στην Ελλάδα. Μία παράσταση που αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο. Πήρε εξαιρετικές κριτικές. Βραβεία. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε για τρίτη χρονιά, ίσως μέχρι τον Ιανουάριο, δεδομένου ότι υπάρχει ένα μέρος του κοινού που δεν κατάφερε να έρθει.
Είναι μία πολύ μεγάλη εμπειρία το να είσαι για τρίτη σεζόν σε μία παράσταση. Εγώ δεν το έχω ξανακάνει. Αισθάνεσαι ότι με το χρόνο οι ρόλοι ωριμάζουν. Απελευθερώνεσαι ως ηθοποιός μέσα στο χαρακτήρα αλλά και στη συνθήκη τη θεατρική με τους άλλους συναδέλφους. Ανακαλύπτεις πράγματα, τα οποία δεν είχες δει σε πρώτη ματιά. Αυτό είναι το αιφνιδιαστικό της τέχνης: ότι δεν τελειώνει ποτέ και ότι συνεχώς προχωράς και ανακαλύπτεις πράγματα.
Εξάλλου και οι εξωτερικές συνθήκες αλλάζουν. Το Σεπτέμβρη του 2009 ξεκινήσαμε τις πρόβες γι’ αυτό το έργο, το οποίο μιλάει για τη φτώχεια και τη δύσκολη ζωή ανθρώπων που ζουν χωρίς δουλειά, στο περιθώριο, με πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση. Και μέσα σε δύο χρόνια το έργο έχει γίνει πολύ πιο επίκαιρο, συμβαδίζει πλέον πολύ περισσότερο με την κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας.
– Στην κριτική μου για την παράσταση είχα συσχετίσει, ως ένα βαθμό, τον χαρακτήρα της Τσούνγκα με την καντιανή ηθική φιλοσοφία, η οποία απαιτεί να αντιμετωπίζεις τον άλλο άνθρωπο ως σκοπό και όχι ως μέσο. Η Τσούνγκα, ενώ στην αρχή χρησιμοποιεί την Μέτσε σαν μέσο, στη συνέχεια τα δίνει όλα αφιλοκερδώς, για να βοηθήσει την Μέτσε να εξελιχθεί ως άνθρωπος. Γίνεται λοιπόν η Μέτσε σκοπός. Η Τσούνγκα, μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον εξελίσσεται σε χαρακτήρα με ηθικό ανάστημα. Τι σας δίνει η ερμηνεία αυτού του ρόλου, σαν εμπειρία;
Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να κάνω την παρατήρηση ότι δεν την χρησιμοποιεί. Ίσως αφήνεται αυτή η εντύπωση στο θεατή, γιατί η ιστορία αποδίδεται μέσα από τις φαντασιώσεις του κάθε χαρακτήρα. Η πρώτη σκηνή, η ερωτική, είναι όπως νομίζει ότι έγινε ο Χοσέ, ο ηδονοβλεψίας της υπόθεσης. Όπως και οι άλλες δύο φαντασιώσεις που ακολουθούν. Πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι οι τελευταίες σκηνές του έργου. Προφανώς, έγινε η ερωτική συνάντηση των δύο γυναικών, αλλά όχι με την μορφή ενός ανθρώπου που χρησιμοποιεί ένα σώμα, αλλά σαν ανάγκη για τρυφερότητα και για ένα χάδι ανθρώπινο της Τσούνγκα, η οποία είναι εντελώς μοναχική, ανέραστη… Ξέρει, όμως, πολύ καλά ότι η σχέση της με την Μέτσε είναι θνησιγενής. Δεν μπορεί να έχει μέλλον σε αυτό το σκληρό περιβάλλον, στο οποίο ζει. Γι’ αυτό και ανιδιοτελώς αποφασίζει να σώσει αυτό το κορίτσι, του οποίου η προδιαγεγραμμένη πορεία είναι προς την πορνεία. Η ίδια δεν πρόκειται να σωθεί. Κι αυτό για μένα είναι ένα μήνυμα αυταπάρνησης. Το να παραμερίζεις τον εαυτό σου και να βάζεις σε πρώτο επίπεδο ένα άλλο πλάσμα, που βρίσκεται σε μια κατάσταση μεγαλύτερης ανάγκης από σένα. Η ανταμοιβή της Τσούνγκα είναι ότι έχει σώσει αυτό το κορίτσι. Κι ενώ θα περίμενε κανείς από την Τσούνγκα να είναι εξισωμένη σε αυτό το σκληρό περιβάλλον και να έχει αυτήν την βάρβαρη χυδαιότητα, η ψυχή της γίνεται ένα σπάνιο λουλούδι.
– Αυτή η βάρβαρη χυδαιότητα των ανδρών σε κάποια σημεία ήταν ενοχλητική, σε κάποια άλλα έβγαζε κι ένα χιούμορ. Υπήρχε στο κείμενο; Ήταν σκηνοθετική επιδίωξη;
Ήταν και σκηνοθετική επιδίωξη, αλλά και επιδίωξη του συγγραφέα. Ο ίδιος στον πρόλογό του στο έργο μιλάει γι’ αυτούς τους ανθρώπους με κατανόηση, αγάπη και τρυφερότητα. Ξέρει ότι είναι παιδιά αμόρφωτα, λούμπεν στοιχεία, του υποκόσμου, ότι για να επιβιώσουν θα κάνουν βρομοδουλειές, ο ένας είναι και προαγωγός. Έχει όμως ένα μάτι κριτικό, αλλά τους λυπάται και τους κατανοεί. Είναι κι αυτοί θύματα ενός συστήματος. Κι αυτοί , μέσα στο τέλμα που ζουν, δεν έχουν διέξοδο, παρά μόνο την φαντασία τους. Κι αυτό είναι θλιβερό, για οποιαδήποτε ύπαρξη. Όπως τους παρουσιάζει, κάνει τον θεατή τελικά να τους λυπάται.
Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει και χιούμορ. Γιατί αν απλώς δείχνεις μια πολύ σκοτεινή εικόνα, αυτό το πράγμα είναι και δυσάρεστο. Το κωμικό είναι και η άλλη όψη του τραγικού. Χρειάζονται τέτοιες νότες για να επικοινωνεί ο θεατής με τον κόσμο τον σκηνικό καλύτερα. Εξάλλου και η ζωή έτσι είναι. Θα συναντήσεις στοιχεία κωμικά στην πιο δραματική στιγμή.
-Το έργο έχει γυμνό. Θεωρείτε ότι αυτό μπορεί να αποξενώνει την παράσταση από μια πιο συντηρητική μερίδα του κοινού;
Εντάξει, το γυμνό είναι για μια στιγμή. Δεν είναι πια και τόσο πολύ. Ήταν απαραίτητο για να δείξει το σώμα της κοπέλα, που ήταν ένα αντικείμενο αγοραπωλησίας. Εκείνη την ώρα ένας χαρακτήρας φαντασιώνεται ότι η Τσούνγκα γίνεται προαγωγός- κάτι που δεν ισχύει, είναι φαντασίωση. Σε αυτή την σκηνή η Τσούνγκα πλένει αυτό το κορίτσι, με τρόπο σκληρό, άγαρμπο, χωρίς ωραιοποιήσεις. Πιάνει αυτό το σώμα, σαν να είναι ένα αντικείμενο. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουμε την ευτελή αξία της ανθρώπινης ύπαρξης σε τέτοιες καταστάσεις. Γενικά, και στις μέρες μας, κάνοντας την αναγωγή, βλέπει κανείς ότι η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία. Πολύ εύκολα τη θυσιάζουν οι κερδοσκόποι στο βωμό του κέρδους και της εξουσίας.
Το γυμνό ήταν, συνεπώς, απαραίτητο. Από εκεί και πέρα, δεν μας εκδήλωσε κανένας την ενόχλησή του. Τώρα, αν κάποιοι άνθρωποι ενοχλούνται, λυπούμαστε πολύ, αλλά δυστυχώς η τέχνη δεν μπορεί να τους ικανοποιήσει όλους. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους, επιτελεί τον δικό της ρόλο. Από εκεί και πέρα, είναι δικό του θέμα αν θα του αρέσει κάτι ή θα ενοχλείται από αυτό. Πάντως, δεν μας έχουν πει κάτι τέτοιο.
-Οι περισσότεροι ρόλοι, έχετε πει, ότι δεν ζητούν από σένα να είσαι ωραίος και λαμπερός. Αυτή είναι και η περίπτωση της Τσούνγκα;
Εννοείται! Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται τόσος λόγος για την εξωτερική εμφάνιση. Το life style έχει πεθάνει! Πρέπει να το καταλάβουμε όλοι. Ήταν μια φούσκα των 90’s και των πρώτων χρόνων του 2000. Από τα χρόνια της κρίσης και μετά, είναι ντεμοντέ. Είναι απαράδεκτο να ασχολείται κανείς με αυτά! Είναι σημεία ενός συστήματος που θέλει τον άνθρωπο υποταγμένο στους νόμους της αγοράς και της κατανάλωσης. Είναι ψευδές και απατηλό! Δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα να το έχουμε, αφενός. Και αφετέρου, δημιουργεί τόσο λάθος πρότυπα. Οι διαφημίσεις, τα gloss περιοδικά, τα μοντέλα, ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν έναν συγκεκριμένο σωματότυπο… Δεν έχουν πεθάνει και μέσα στα χειρουργεία για μια λιποαναρρόφηση; Είναι φοβερό αυτό που σου πουλάνε!
Υπό αυτήν την έννοια, για μένα ήταν μια ευκαιρία να πω ότι η ομορφιά του ανθρώπου είναι μέσα στην ψυχή και το πνεύμα του και όχι στην εξωτερική του εικόνα. Βλέπεις πανέμορφες κούκλες, που μέσα τους είναι κενές και δυστυχισμένες, γιατί κάνουν μια ζωή τόσο κενόδοξη- έχουν ξεπουληθεί για το χρήμα. Πού αντλούν αυτές οι γυναίκες ομορφιά για την ψυχή τους; Εμένα οι ηρωίδες μου είναι οι γυναίκες του μόχθου, που δουλεύουν σκληρά, για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και είναι με το χαμόγελο και τα βγάζουν πέρα. Και γνωρίζουν την αξία της προσφοράς. Και η Τσούνγκα μόνο έτσι θα μπορούσε να εμφανίζεται στην σκηνή. Άβαφη, με τον αυστηρό αυτό κότσο. Εάν επέλεγα μία άλλη εμφάνιση, για να ικανοποιήσω το ναρκισσισμό μου, θα πρόδιδα το ρόλο μου.
-Είχατε πει κάποτε ότι ήσασταν στο παρελθόν πιο φανατική και πιστεύατε ότι ένας καλλιτέχνης καλύτερα να πεινάσει, γιατί έχει ευθύνη απέναντι στο κοινό. Αυτό πλέον το αναθεωρείτε, χρησιμοποιώντας τη λέξη φανατική; Και ποια είναι η ευθύνη του καλλιτέχνη απέναντι στο κοινό;
Η ευθύνη του καλλιτέχνη είναι ότι και ο ίδιος είναι πολίτης μιας χώρας και δεν μπορεί να είναι έξω από αυτά που συμβαίνουν στο κοινωνικό σύνολο. Δεν μπορεί να είναι κλεισμένος σε έναν γυάλινο τοίχο και να είναι εκτός πραγματικότητας. Η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλά μπορεί να αφυπνίσει συνειδήσεις. Δεν μπορείς να συμμετέχεις ως ηθοποιός σε πράγματα που αποβλακώνουν τον κόσμο. Κατεβάζουν το πνευματικό του επίπεδο. Γιατί είναι κι αυτό είναι ένα ζητούμενο της εξουσίας. Να κρατάει τους πολίτες σε χαμηλό πνευματικό επίπεδο, για να μην σκέφτονται. Να είναι άβουλα καταναλωτικά όντα. Δεν μπορείς, ως καλλιτέχνης, να παίξεις κι εσύ αυτό το παιχνίδι, γιατί αλίμονό σου. Δεν είσαι καλλιτέχνης. Υπό αυτήν την έννοια, έχω αρνηθεί πολλές φορές να συμμετέχω σε σειρές, οι οποίες ήταν αποβλακωτικές.
Ως προς το πρώτο μέρος της ερώτησής σας, όταν είναι κανείς νέος, έχει τη νεανική του ορμή και είναι πιο εύκολο να επιβιώνει. Κι εγώ πολλές φορές έκανα άλλες δουλειές, σε καιρούς που ήμουν σε παραστάσεις, αλλά δεν πληρωνόμουν από αυτές, γιατί ήταν πειραματικές, νεανικές ομάδες. Όμως, μεγαλώνοντας και αντιλαμβανόμενη ότι άλλοι άνθρωποι εξαρτώνται από σένα, κατάλαβα ότι δεν είναι εύκολο να βρει κανείς και άλλη δουλειά, όταν το μόνο που ξέρει να κάνει είναι η ηθοποιία. Οπότε, έχω γλυκάνει λίγο ως προς την κατανόηση των συμβιβασμών που αναγκάζεται να κάνει ένας άνθρωπος, μέσα στο σκληρό παιχνίδι της επιβίωσης.
-Θα θέλατε να συνεργαστείτε με κάποιον ξένο μεγάλο σκηνοθέτη;
Ποιός Έλληνας ηθοποιός δεν θα ήθελε να έχει αυτήν την εμπειρία; Και κυρίως τα τελευταία χρόνια -μέσα απ’ την εκπληκτική δουλειά που κάνει το φεστιβάλ Αθηνών, που μας φέρνει παραστάσεις, τις οποίες, για να δεις, θα έπρεπε να πας στο εξωτερικό και να ξοδέψεις πολλά χρήματα- έχουμε δει πού πάει το θέατρο. Βλέπεις παραστάσεις τις οποίες ζηλεύεις και ότι οι άνθρωποι είναι πολύ πιο “προχωρημένοι”.
-Μιας και αναφέρατε το Φεστιβάλ Αθηνών: Ήσασταν μία από τις προσωπικότητες του θεάτρου που είδα ανάμεσα στους θεατές στις περισσότερες παραστάσεις που είχα παρακολουθήσει. Και θα ήθελα να μου πείτε ποια παράσταση σας έκανε φέτος τη μεγαλύτερη εντύπωση.
Οι «Ναυαγοί της Χαμένης Ελπίδας» της Αριάν Μνουσκίν. Ήταν ένα ταξίδι μαγικό, μέσα σε έναν κόσμο φαντασίας, ποίησης, δημιουργίας από τη μία μεριά, αλλά και πολιτικού προβληματισμού από την άλλη. Με ένα ισχυρό μήνυμα για τον άνθρωπο και το πώς πρέπει να διαχειρίζεται τη ζωή του μέσα σε συνθήκες που μας επιβάλλει το σύστημα. Οι άνθρωποι αυτοί, στο τέλος, είχαν τουλάχιστον έναν φάρο, για να σώζονται τα πλοία. Και του Βαρλικόφσκι η παράσταση μου άρεσε πολύ και του Φορσάιθ. Και η Μαγγί Μαρέν, ενώ ήμουν από τα άτομα στα οποία άρεσε και ο Καστελούτσι.
-Μιλήστε μου για τα επόμενα σχέδιά σας.
Αυτή τη στιγμή κάνουμε πρόβες με την ομάδα ΝΑΜΑ πάνω στο σύγχρονο έργο “Κίεβο” του Ουρουγουανού συγγραφέα Σέρχιο Μπλάνκο, το οποίο όμως το αλλάζουμε αισθητά. Εμπνεόμαστε από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ενώ το έργο ξεκινάει από τους λατινοαμερικάνικους προβληματισμούς. Το έργο είναι μια συνέχεια του Βυσσινόκηπου του Τσέχοφ. Έναν αιώνα μετά παρακολουθούμε κάποιους απόγονους μιας από εκείνες τις οικογένειες που αγόρασε ένα κομμάτι από εκείνο τον κήπο. Και στην εποχή του Βυσσινόκηπου ήμασταν κοντά στο τέλος ενός πολιτικού συστήματος, αλλά και τώρα είμαστε κοντά στην αλλαγή ενός πολιτικού συστήματος- θέλω να πιστεύω. Τα πράγματα, βέβαια, είναι συμβολικά. Ο κήπος δεν είναι στη Ρωσία. Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Και το Κίεβο, το οποίο αναφέρεται στο έργο, έχει έναν συμβολισμό. Μας λέει κάποια στιγμή “η πόλη ξυπνάει νεκρή”. Κι αυτό έχει να κάνει με το τι συμβαίνει σήμερα γύρω μας. Όλοι είμαστε ένα Κίεβο. Το Κίεβο μπορεί να είναι η Αθήνα. Όλη η ανθρωπότητα είναι υπό το κράτος ενός τεράστιου κινδύνου! Και μόνο αν αφυπνισθούμε, θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε αυτόν τον κίνδυνο.