“Πόλη- Κράτος” του θίασου Κανιγκούντα: Ιστορία μου, αμαρτία μου!
Μαθήματα ιστορίας σχετικά με την πόλη της Αθήνας, τη νέα ελληνική κυρίως, παρέδωσε από σκηνής ο θίασος Κανιγκούντα συνδυάζοντας διάφορες θεατρικές τεχνικές, χορογραφίες, video-wall και , φυσικά, απαγγελία. Η παράσταση “Πόλη-Κράτος” ανεβαίνει αυτήν την περίοδο στο θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν.
Η υπόθεση είναι η εξής: Ένας μυστηριώδης χρηματοδότης (αποδεικνύεται στο τέλος ότι είναι ένα πρόσωπο εμπλεκόμενο σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που απασχόλησαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια) οργανώνει μια θεατρική παράσταση. Υποχρεώνει τα πρόσωπα της παράστασης να θυμηθούν την ιστορία της πόλης τους, της Αθήνας. Το μάθημα ξεκινά με την αναφορά στα βασικά χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής πόλης-κράτους: ελευθερία, αυτονομία, αυτάρκεια. Έπειτα έρχεται το αίμα, η πολεοδομία, ο πληθυσμός, τα υλικά οικοδομής, οι κατακτητές.
Το κείμενο της παράστασης ήταν συρραφή διαφόρων συγγραφέων Ελλήνων και ξένων (όπως ο Ντοστογιέφσκι) και ιστορικών ντοκουμέντων και άρθρων, αλλά και κειμένων του ίδιου του θιάσου. Πρωταγωνιστές η παράσταση είχε απλούς ανθρώπους, το φάντασμα της Μύρτις που πέθανε διψώντας από τη μεταδοτική ασθένεια που έπληξε την Αθήνα τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά και τους πολιτικούς Κωνσταντίνο Καραμανλή (ή εθνάρχη) και Γιώργο Παπανδρέου (τον νυν πρωθυπουργό).
Ένα σενάριο- συγκόλληση πολλών και τελείως διαφορετικών κειμένων μεταξύ τους παρουσιάζει έλλειψη συνοχής, αλλά κι ενός θεματικού πυρήνα. Ίσως οι ευθύνες των πολιτικών “για τα χάλια μας” να είναι το επίκεντρο της παράστασης, αλλά δεν μένει εκεί. Γυρίζει πίσω στον εμφύλιο, στα δεκεμβριανά, στην αντιπαροχή και στην τσιμεντοποίηση της Αθήνας, σε αρχικές εκτιμήσεις του Καραμανλή και του Τσάτσου για την δικτατορία, που σίγουρα μετά δεν θα τους έκαναν να νιώθουν περήφανοι, στους μαυραγορίτες της κατοχής και σε πολλά άλλα ιστορικά δεδομένα, τα οποία παρουσιάζονται άναρχα και- μοιραία- αντιεπιστημονικά. Και παράλληλα, για να πιάσουν το πνεύμα της εποχής, παίζουν χρεωκοπία, ΔΝΤ, Γιώργο Παπανδρέου, που διακωμωδείται αρκετά, αλλά και παρουσιάζεται με κάποια τραγικότητα. Την τραγικότητα του μοναχικού ηγέτη, με τις ευθύνες που του αναλογούν, αλλά δεν τις παραδέχεται. Τα ίδια χαρακτηριστικά εμφανίζει, στον τρόπο που παρουσιάζεται, και ο Κ. Καραμανλής.
Αυτό είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στο σημερινό θέατρο: το να χρησιμοποιούνται δηλαδή ιστορικές πληροφορίες μέσα σε σκηνές θεατρικών έργων, για να δίνουν, ίσως, πιο ισχυρή οντότητα στην άποψη της παράστασης ή απλά να ψαρώνουν θεατές που δεν έχουν μεγάλη ιστορική κατάρτιση. Και ο Βαρλικόφσκι στην (A)pollonia το έκανε, βάζοντας τον Αγαμέμνονα να μετράει πόσοι άνθρωποι σκοτώνονταν ανά δευτερόλεπτο τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου στο ανατολικό μέτωπο (αυτό, στο οποίο είχε εμπλακεί η πατρίδα του, η Πολωνία). Και στη “Μέδουσα” το είδαμε σε ακόμα μεγαλύτερη έκταση, όταν οι αφηγητές- ηθοποιοί βομβάρδιζαν το κοινό με αμέτρητες- κυρίως άχρηστες- ιστορικές πληροφορίες.
Και στην πόλη-κράτος γίνεται κάτι αντίστοιχο. Πέρα από το γεγονός ότι δεν υπάρχει συνοχή στην χρήση του ιστορικού υλικού, το κείμενο πέφτει συχνά σε αντιφάσεις. Ξεκινά θαυμάζοντας -δεν ξέρω για ποιό λόγο- το ιδανικό της αυτάρκειας της αρχαιοελληνικής πόλης και ιδίως της Αθήνας. (Πάντως, ο σπουδαίος Γάλλος ιστορικός Φ. Μπροντέλ στις “Μνήμες της Μεσογείου” το αναιρεί αυτό, δηλώνοντας ότι σημείο καμπή στην ανάπτυξη της Αθήνας ήταν η είσοδος του φτηνού αιγυπτιακού σιταριού στην πόλη με τα αθηναϊκά πλοία, γεγονός που έδωσε στους Αθηναίους καλλιεργητές να εγκαταλείψουν τις σιτοκαλλιέργειες και να δώσουν έμφαση σε πιο αποδοτικές καλλιέργειες, για τα δεδομένα της αττικής γης ). Κι ενώ η παράσταση σχεδόν υμνεί την αποφασιστικότητα των ελληνικών πόλεων να μην εκχωρούν κομμάτι της γης τους σε ξένους ποτέ, από την άλλη κατηγορεί τους σύγχρονους εθνικιστές για την συμπεριφορά τους απέναντι στους μετανάστες. Λες και οι μετανάστες δεν γίνονται ποτέ ιδιοκτήτες!
Ίσως θα πρέπει οι θεατρικοί θίασοι, αν τους ενδιαφέρει τόσο πολύ η ιστορική επιστήμη, να χρησιμοποιούν επιστημονικούς συμβούλους, ώστε να υπάρχει τουλάχιστον μια λογική στο υλικό που πραγματεύονται, διότι η αντικειμενική ακρίβεια είναι εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.
Από εκεί και πέρα, άλλα ευρήματα της παράστασης έπιασαν, άλλα όχι. Κοιλιές υπήρχαν αρκετές, ενώ οι ερμηνείες δεν ήταν όλες εξίσου καλές. Κάποιοι πιο προικισμένοι ηθοποιοί κατάφερναν να κάνουν πιο ενδιαφέρουσα την παράσταση, μέσα από τον τρόπο που ερμήνευαν. Ξεχώρισα την Ανθή Ευστρατιάδου, που μου άρεσε πολύ σχεδόν σε ό,τι κι αν έπαιζε, αλλά και τον Γιώργο Φριντζήλα, τον οποίο βρήκα απολαυστικό κατά διαστήματα στο ρόλο του Γ. Α. Παπανδρέου. Το σκηνικό ήταν αρκετά φτωχό για τον όγκο δεδομένων της παράστασης.
Σε γενικές γραμμές, ήταν μια φιλότιμη προσπάθεια, που δεν απέδωσε, εξαιτίας των υπερβολικά φιλόδοξων στόχων της, αλλά και της έλλειψης συνοχής ενός ακόμα έργου, που αποτελεί συρραφή πολλών διαφορετικών έργων. Το πολιτικό περιεχόμενο πνίγηκε στην ευκολία της καταγγελίας των πολιτικών, που έχει και μεγάλη πέραση, ειδικά στην εποχή μας, αλλά και στην αδυναμία να προσεγγίσει πιο κοινωνιολογικά τα ζητήματα. Κυρίως, όμως, το παιχνίδι χάθηκε, διότι προσπάθησαν να πιάσουν τα θέματα σε ιστορικό βάθος, το οποίο δεν μπορούσαν να διαχειρισθούν.
Γιώργος Σμυρνής
[iframe width=”560″ height=”315″ src=”http://www.youtube.com/embed/h5ODzgvEuQQ” frameborder=”0″ allowfullscreen ]