MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Σλουθ: Μαύρη κωμωδία μεταμορφώσεων

“Στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται” λένε οι Γάλλοι. Ωστόσο, στην περίπτωση του θεατρικού έργου Σλουθ του Άντονι Σάφερ, όπου όντως όλα επιτρέπονται, δεν ξέρουμε αν αυτό γίνεται για τον πόλεμο ή για τον έρωτα. Ίσως είναι πόλεμος για τον έρωτα, ίσως έρωτας για τον πόλεμο. Πάντως, σίγουρα είναι έρωτας για το παιχνίδι, ένα παιχνίδι που παίρνει διαστάσεις τέτοιες, που θυμίζουν πόλεμο.

author-image Γιώργος Σμυρνής

Για να γίνει ένα παιχνίδι χρειάζονται παίχτες. Στον Σλουθ, που ανεβαίνει για τρίτη σεζόν στο θέατρο Αθηνών,  αυτοί είναι ο Άντριου Γουάικ και ο Μίλον Τιντλ, τους οποίους ερμηνεύουν ο Γιώργος Κιμούλης και ο Κώστας Μαρκουλάκης αντίστοιχα.

Ο Άντριου Γουάικ είναι ένας φτασμένος ηθοποιός, ο δεύτερος καλύτερος στην Αγγλία, μετά τον Λώρενς Ολίβιε, όπως αφήνει να εννοηθεί η παράσταση (μια έξυπνη αναφορά στο γεγονός ότι ο μέγας Ολίβιε έχει ερμηνεύσει αυτόν τον ρόλο). Ο ίδιος βέβαια πιστεύει ότι είναι ο πρώτος και ότι απολαμβάνει την μοναξιά της κορυφής. Ο άλλος είναι ένας φέρελπις, πλην όμως άνεργος και φιλοχρήματος ηθοποιός. Οι δύο άντρες έρχονται σε αντιπαλότητα για τον έρωτα μιας γυναίκας. Η σύζυγος του Γουάικ τον εγκαταλείπει για τον νεότερο και λιγότερο ματαιόδοξο κι εγωπαθή Τιντλ.

Η υπόθεση του έργου βασίζεται πολύ στην φάρσα. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως φαρσοκωμωδία. Ο βετεράνος ηθοποιός αποφασίζει να εφαρμόσει στην πράξη τις υποκριτικές του τεχνικές, προκειμένου να παγιδέψει τον εραστή της γυναίκας του. Από εκείνη την στιγμή ξεκινά ένα παιχνίδι μεταξύ ανδρών που δοκιμάζει τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους, στην υποκριτική τέχνη (με κυρίαρχο στοιχείο την πειστικότητα), στην φαντασία (επινοητικότητα στην φάρσα),στην ικανότητα να διεισδύουν στο μυαλό του αντιπάλου (για να του προκαλέσουν τον μεγαλύτερο δυνατό φόβο ή πόνο) και στις ψυχικές αντοχές (ποιος έχει το στομάχι να αντέξει περισσότερα).

Αλλά, αυτό το παιχνίδι, με τον καθένα από τους δύο αντιπάλους να προσπαθεί να κυριαρχήσει με την πιο σκληρή φάρσα, γίνεται ανελέητο. Γίνεται ένα παιχνίδι μυαλού, ανελέητο, όπως η πλύση εγκεφάλου! Καθένας από τους δύο θέλει να κυριαρχήσει πάση θυσία. Και το έργο ποτέ δεν θυμίζει τελικά φαρσοκωμωδία, γιατί οι φάρσες είναι τόσο πειστικές, που νομίζεις ότι αυτό που παρουσιάζουν, είναι η πραγματικότητα. Έτσι, το έργο μοιάζει με σκοτεινό θρίλερ όλη την ώρα, όπου το σασπένς και το τρομαχτικό συγκρούονται συνέχεια με το κωμικό.

Παράλληλα, ένα άλλο στοιχείο του έργου είναι η μεταμόρφωση και το διονυσιακό στοιχείο. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος “παίχτης”, σαν Διόνυσος στις Βάκχες, αναγκάζει τον αντίπαλο του να ντυθεί γυναίκα, λες και είναι ο Πενθέας. Όλα είναι μες το παιχνίδι της φάρσας. Στον πόλεμο αυτό όλα επιτρέπονται. Η μάχη του παλιού με τον νέο. Η μάχη του φτασμένου με τον φέρελπι. Η μάχη του μοναχικού με τον άνθρωπο που έχει διεξόδους στη ζωή του. Ο Γουάικ (Κιμούλης) στο τέλος ξεγυμνώνεται από το όποιο όστρακο της σοβαροφάνειας και του κύρους του και φτάνει στα όρια του, από την ανάγκη του να συνεχίζει το παιχνίδι επ’ αόριστον. Γιατί μόνο μέσα από αυτό το παιχνίδι βρίσκει την δικαίωση και την πληρότητά του. Όμως, το παιχνίδι κάποια στιγμή τελειώνει. Και αυτό γίνεται με πολύ σκληρό τρόπο. Τον τρόπο, με τον οποίο μας προϊδέαζε σε όλη την διάρκεια της παράστασης.

Η παράσταση είχε έναν γρήγορο ρυθμό και συνεχείς ανατροπές. Το κωμικό στοιχείο της φάρσας εναλλάσσεται με το σασπένς και ο θεατής είναι συνέχεια σε υπερένταση. Το δίδυμο Κιμούλη- Μαρκουλάκη συνεργάζεται άψογα και υπηρετεί καλά αυτό το κείμενο, παίζοντας με μια άνεση και μια φυσικότητα κινηματογραφική, θα λέγαμε. Από την άλλη, όταν ο Σέιφερ προσπαθεί να δώσει στο έργο ένα μεγαλύτερο βάθος, προσπαθώντας να προσεγγίσει την μοναδικότητα της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας ή του ταλέντου με έναν αποδομητικό, ως ένα βαθμό, τρόπο, υποκύπτει αρκετά στον πειρασμό του να γίνεται “από σκηνής φιλόσοφος”, ή -θα έλεγα- και αμπελοφιλόσοφος. Σε εκείνο το σημείο, θεωρώ ότι το έργο κάνει κοιλιά. Όμως είναι οργανικό σημείο ενός έργου γεμάτου ιδιοφυείς ανατροπές, καθώς προετοιμάζει περίτεχνα το φινάλε.

Το έργο αιφνιδιάζει διαρκώς το θεατή κι έχει έντονο χιούμορ, αλλά και σημαντικές αναφορές στην ιστορία του θεάτρου και της τέχνης γενικότερα (Διονυσιασμός- Μεταμόρφωση). Ο Μαρκουλάκης είναι απολαυστικός σε κάποια από τις μεταμορφώσεις του, ενώ ο Κιμούλης δείχνει το ταλέντο του, το οποίο είχε από νέος, αλλά και την άνεση, με την οποία μπορεί να ερμηνεύσει τέτοιους ρόλους.

Το “Σλουθ” σχοινοβατεί με επιτυχία ανάμεσα στο σκοτεινό και το ανάλαφρο. Όμως δεν νομίζω ότι καταφέρνει να γίνει τραγικό, παρά τις σκοτεινές και αντιφατικές πλευρές του ανθρώπου και του πολιτισμού, τις οποίες αναδεικνύει. Ίσως να ήταν και αναπόφευκτο κάτι τέτοιο, καθώς η ικανότητα του έργου να επιδεικνύει ελαφρότητα μες το σκοτάδι της ανθρώπινης ύπαρξης είναι και ο λόγος που η συγκεκριμένη παράσταση είναι τόσο επιτυχημένη.

Γιώργος Σμυρνής

[iframe width=”420″ height=”315″ src=”http://www.youtube.com/embed/K_HI70pLYhc” frameborder=”0″ allowfullscreen ]

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις