MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

The Pillowman στο Θέατρο Ν. Κόσμου: «Μη μου τους κύκλους τάραττε»

Όταν η πόλη των Συρακουσών έπεσε στους Ρωμαίους, ένας στρατιώτης μπήκε στο σπίτι του Αρχιμήδη την ώρα που μελετούσε κάποιο γεωμετρικό πρόβλημα. Ο μέγας μαθηματικός και εφευρέτης είπε το περίφημο “Μη μου τους κύκλους τάραττε”. Δεν τον ένοιαζε αν κινδύνευε η ζωή του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι υπολογισμοί του, οι κύκλοι του, τα γεωμετρικά του σχέδια.

author-image Γιώργος Σμυρνής

To ίδιο ισχύει στο θεατρικό έργο Pillowman με τον πρωταγωνιστή Κατούριαν Κατούριαν (το όνομα είναι έτσι από το αγγλικό κείμενο του Ιρλανδού συγγραφέα Μάρτιν Μακντόνα.)

Ο Κατούριαν είναι συγγραφέας κι έχει συλληφθεί από τους αστυνομικούς ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Το αποτέλεσμα της ανάκρισης θα καθορίσει αν θα μείνει ζωντανός τόσο ο ίδιος, όσο και ο αδερφός του. Ωστόσο, όπως καταλαβαίνουμε από την εξέλιξη του έργου, τον Κατούριαν πιο πολύ τον ενδιαφέρει αν θα σωθούν τα έργα του.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο γραφείο της αστυνομίας. Παράλληλα, εκτυλίσσεται και στα φύλα χαρτιού με τις ιστορίες του Κατούριαν, οι οποίες διαβάζονται μία- μία. Είναι παραμύθια με σκοτεινό περιεχόμενο και κατάμαυρο τέλος.

Γρήγορα ο θεατής καταλαβαίνει ότι δεν είναι μια ακόμα κριτική στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, που πιάνουν και βασανίζουν αθώους συγγραφείς ή συγγραφείς επαναστάτες. Ήδη μέσα από τις ιστορίες και από τις ερωτήσεις των αστυνομικών και διάφορα υπονοούμενα που αφήνουν τόσο το κείμενο, όσο και η σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου, ότι το πράγμα πάει αλλού. Η αστυνομία δεν ψάχνει για αντικαθεστωτικούς, αλλά προσπαθεί να εντοπίσει – και μέσα από τα έργα του συγγραφέα- έναν σίριαλ κίλερ.

Το σασπένς, πάντως, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι αυτοσκοπός. Αν ήταν, τότε θα παιδευόμασταν και εμείς και οι κεντρικοί χαρακτήρες πολύ περισσότερο να εντοπίσουμε τους δολοφόνους μέσα από τις μικρές ιστορίες του Κατούριαν. Κάποια στιγμή ο Μακντόνα μας δίνει τους εγκληματίες στο πιάτο. Κι ασχολείται πλέον με τα παράλογα κίνητρα, τους τρομερούς μηχανισμούς που φτιάχνουν εγκληματίες και την τραγική μοίρα των ενόχων, μέσα σε ένα σύστημα που κάνει ό,τι θέλει χωρίς να τηρεί τα προσχήματα. Όλο αυτό αναμεμειγμένο με βαρύτατα τραυματισμένες παιδικές ηλικίες, που έχουν κακοφορμίσει και στάζουν νευρώσεις και ψυχοπάθεια. Η επιστροφή στην παιδικότητα των ανθρώπων, δεν είναι νοσταλγική. Είναι «διακοπές στον εφιάλτη.» Και μαζί έρχονται τα βάρη της καταπίεσης από τους μηχανισμούς της θρησκείας, της οικογένειας και του ολοκληρωτισμού. Και μια συνεχής εναλλαγή ύφους και ειδών, με το διήγημα να μπλέκει με το θεατρικό έργο και το αστυνομικό θρίλερ με την καφκική αλληγορία και την παρωδία.

Εκεί κάπου «η μπάλα χάνεται».

Η Lyn Gardner για την εφημερίδα “The Guardian” γράφει για τον Pillowman:

«Σε ένα έργο που είναι πιο ζοφερό και από τον ζόφο (και από τους αδερφούς Grimm), ο Μακντόνα θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Οι ευθύνες του συγγραφέα απέναντι στην κοινωνία και τον εαυτό του, η επικίνδυνη ισχύς της λογοτεχνίας και η ιδέα πως οι συγγραφείς είναι κατεστραμμένοι, όλα με ευκολία ρίχνονται στο ίδιο καζάνι, έως ότου, τρεις ώρες αργότερα ο συγγραφέας μας πληροφορεί ότι το γράψιμο και οι συγγραφείς είναι πράγματα καλά, για τα οποία αξίζει να μας σπάσουν τα χέρια.»

Συμφωνώ σε αρκετά σημεία. Το πρόβλημα του έργου είναι ότι ο ιδιοφυής Μακντόνα το έχει παραφορτώσει με ζόφο. Αφέθηκε στην σκοτεινή φαντασία του, σε τέτοιο βαθμό που η αποκρουστικές περιγραφές για τη βαρβαρότητα της ζωής να γίνονται αβάσταχτες. Παράλληλα, μπλέκει τόσο πολύ τα είδη, για να δείξει την ευελιξία του, που δεν μπορείς να καταλάβεις τι είναι το έργο αυτό. Η πλοκή, γεμάτη ανατροπές, κάνει δύσκολο για τον θεατή να εστιάσει στα νοήματα. Πόσο μάλλον όταν τα νοήματα αυτά συχνά αλληλοεξουδετερώνονται. Και για να προσφέρει κάποιες ελάχιστες «ρομαντικές» αναπνοές από την φρίκη ο συγγραφέας, επενδύει στην αφέλεια μας.

Το αφελές επιμύθιο φαίνεται να είναι ότι αξίζει τον κόπο η εφαρμογή πολλών διεστραμμένων σχεδίων και η κατασκευή πολλών κατεστραμμένων (και διεστραμμένων) ανθρώπων, προκειμένου να βγει μια «ωραία» ιστορία. Αξίζει κάθε τίμημα, προκειμένου το έργο τέχνης να διασωθεί μετά το θάνατο του δημιουργού του. «Αμάρτησα για τα έργα μου» φωνάζει ο Κατούριαν με τις ενέργειές του.

Το θέμα της ανάγκης του δημιουργού να ολοκληρώσει ένα έργο, ενώ ο θάνατος τον πλησιάζει, το έχει πραγματευθεί και ο Μπόρχες. Στο διήγημά του «Το μυστικό θαύμα» μιλάει για έναν συγγραφέα που τον έχουν στήσει στον τοίχο, ενώ δεν έχει ολοκληρώσει το έργο του και για τη χάρη, που ζητάει αυτός από το Θεό. Ο τίτλος είναι αμφίσημος. Μυστικό θαύμα είναι αυτό που κάνει ο Θεός– και δεν το μαθαίνει κανένας- καθώς παγώνει τον χρόνο για όσο διάστημα χρειάζεται στον συγγραφέα, προκειμένου να τελειώσει μέσα στο κεφάλι του το μυθιστόρημά του. Και επίσης «μυστικό θαύμα» είναι το ίδιο το έργο, το οποίο πεθαίνει μαζί με τον δημιουργό του, ακριβώς την στιγμή που ολοκληρώνεται. (Με το που βάζει και την τελευταία τελεία ο συγγραφέας, ο χρόνος ξεπαγώνει και το απόσπασμα τον εκτελεί.)

Πιο ορθολογικός ο Μπόρχες, έχει λύσει το Γόρδιο Δεσμό. Θεωρεί δεδομένο ότι σημασία έχει μόνο η δημιουργία. Το τι μένει πίσω είναι συχνά συγκυριακό. Και στην τελικά, για τον Αργεντίνο συγγραφέα, και αδιάφορο.

Ως προς την σκηνοθετική πλευρά της αναπαράστασης του κειμένου, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου τόνισε τα ποιητικά και τα δραματικά στοιχεία του έργου, τόσο με την ερμηνεία των ηθοποιών, όσο και με έξυπνες οπτικοποιήσεις, που έκαναν πιο καθαρό και πιο ζωντανό το κείμενο σε αρκετά σημεία. Η παράσταση είχε ένταση και καλό ρυθμό. Οι ερμηνείες ήταν αρκετά καλές συνολικά. Εκείνη που ξεχώριζε ιδιαίτερα ήταν του πιο έμπειρου και πολύ ταλαντούχου Γιώργου Βαλαή, ο οποίος, στο ρόλο του ενός από τους δύο αστυνομικούς, (αυτού που σκέφτεται) έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας.

Συνολικά, πάντως, βρίσκω τον Pillowman υπερβολικό. Δεν μπορώ να πω ότι είναι κακογραμμένος. Όμως το ποιητικό όραμα του Μακντόνα ήταν αβάσταχτα ζοφερό και ενίοτε αντιφατικό, ενώ νομίζω ότι οι εμμονές του σε λεπτομέρειες τον εμπόδισαν να δει τη γενική εικόνα.

Γιώργος Σμυρνής

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις