“Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης”- Σαν καλό σινεμά!
Ξεκαρδιστικός μεταμοντέρνος σουρεαλισμός είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που παρουσίασε ο Γιάννης Κακλέας στο θέατρο Μικρό Παλλάς με την διασκευή της ταινίας του Πέντρο Αλμοδοβάρ “Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης”.
Ο μεταμοντερνισμός έχει ταυτισθεί, τουλάχιστον στον χώρο του ελληνικού θεάτρου, με την αποδόμηση. Από αυτήν την άποψη ο Κακλέας και η παράσταση που παρουσίασε δεν έχει τίποτα το μεταμοντέρνο. Σέβεται το έργο του Αλμοδοβάρ και κρατάει το πνεύμα του και δεν τον αποδομεί. Άλλωστε ο σκηνοθέτης είναι δηλωμένος θαυμαστής του Ισπανού δημιουργού.
Όμως ο μεταμοντερνισμός, ως καλλιτεχνικό ρεύμα, δεν είναι μόνο αποδόμηση. Έχει πολλά άλλα στοιχεία, τα οποία βλέπουμε κατά κόρον στην συγκεκριμένη παράσταση… Την παιχνιδιάρικη διάθεση, το ανακάτεμα των ειδών, το χιούμορ, την άρνηση της σοβαροφάνειας και του ελιτισμού.
Σε σχέση με τον σουρεαλισμό, αυτός είναι σήμα κατατεθέν της ταινίας και γενικότερα των Ισπανών δημιουργών (βλέπε Νταλί, Μπονουέλ και άλλους). Η θεατρική διασκευή των Jeffrey Lane και David Yazbek, αν και λιγότερο avant garde, παραμένει μια σουρεαλιστική κωμωδία.
Τα στοιχεία που κυριαρχούν στην παράσταση είναι τρία:
-Ο μαξιμαλισμός: Η σκηνή είναι σχεδόν συνέχεια γεμάτη με ερεθίσματα, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορεί ο θεατής να παρακολουθήσει… Η λιτότητα είναι το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τον σκηνοθέτη. Το πρώτο είναι να μην πλήξει ο θεατής. Το δεύτερο είναι να δημιουργήσει μια πλούσια παρέλαση της ζωής, στην οποία διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και άνθρωποι κάνουν την εμφάνιση τους, δίνουν το ηχηρό τους “παρών” και φεύγουν.
– Στο πλαίσιο αυτό υπάρχει ένας φρενήρης ρυθμός, που προσπαθεί να κυνηγήσει τόσο τον κινηματογραφικό παλμό, αλλά και την αλμοδοβαρική “τρέλα”… Ο Κακλέας σκηνοθετεί ένα ελεγχόμενο χάος μέσα στην σκηνή του θεάτρου. Είναι εκπληκτικό ότι το καταφέρνει κρατώντας πάντα τον έλεγχο κι επιβάλλοντας την αισθητική του άποψη. Οι περισσότερες σκηνές βγάζουν κυρίως ομορφιά – σε αυτό βοηθάει και το σκηνικό.
– Το κυριότερο στοιχείο της παράστασης είναι η κινηματογραφική αίσθηση. Αυτό είναι, θα λέγαμε, το σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη. Οι φωτισμοί, οι ρυθμοί, τα video από τις οθόνες, οι σινεφίλ αναφορές, η όμορφη μουσική που είναι σαν soundtrack, το υπέροχο σκηνικό, που διαρκώς μεταμορφώνεται… Οι ηθοποιοί στήνονται με τέτοιο τρόπο, σαν να βρίσκονται μέσα σε κινηματογραφικό κάδρο. Σε αυτό το κομμάτι, ο Κακλέας πραγματικά “ζωγραφίζει”.
Μία άλλη πρόθεση αυτής της παράστασης είναι να παίξει με το σέξι. Και δεν το κάνει μόνο με τις συνήθεις ύποπτες Ντορέττα Παπαδημητρίου (η οποία, στην σκηνή που παίξει μια πόρνη είναι πραγματικά sexy as Hell!) και την Σμαράγδα Καρύδη, αλλά ακόμα και με την Βίκυ Σταυροπούλου.
Οι γυναίκες στο έργο είναι έρμαια της ερωτικής τους επιθυμίας και αυτό τις φέρνει όχι μόνο στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, αλλά τις εξαναγκάζει να είναι και να φαίνονται αισθησιακές. Ο ερωτισμός εξερευνάται από διάφορες οπτικές- από τις καυτές, έως τις κωμικές- αλλά δεν παρωδείται ποτέ, ούτε κρίνεται ως κάτι ανήθικο. Στο ελευθέριο, ηδονιστικό σύμπαν που δημιουργείται, στα πρότυπα της ταινίας του Αλμοδοβάρ, ο έρωτας είναι ακαταμάχητος.
Ο Αντώνης Φραγκάκης είναι το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου για την πρώην σύζυγό του (Αριέττα Μουτούση) και για την ερωμένη του (Σμαράγδα Καρύδη). Ένας άνθρωπος με ελάχιστη μνήμη και ακόμα λιγότερες ενοχές. Ερωτεύεται με πάθος και ξεχνάει την επόμενη στιγμή. Και οι γυναίκες- που θυμούνται, που βιώνουν, που παθιάζονται- τρέχουν από πίσω του, κάνουν παράλογες πράξεις, φτάνουν στα πρόθυρα του εγκλήματος. Τίποτα, όμως, δεν κρίνεται ως υπερβολικό και τίποτα δεν δαιμονοποιείται. Ο χαρακτήρας του έργου είναι απενοχοποιητικός και απελευθερωτικός. Ο “λάθος άντρας” φαντάζει τελικά η αυτονόητη επιλογή για μια γυναίκα, διότι στο σύμπαν αυτής της ταινίας το λάθος είναι πιο σωστό από το σωστό. Συν του ότι προωθεί την πλοκή, πράγμα που είναι το νο ένα για μια αφήγηση.
Στην πλούσια παρέλαση της ζωής της παράστασης, βλέπουμε συχνά παιχνίδια με τις αντιθέσεις. Η θεούσα με την πόρνη, ο ερωτικός πατέρας (ο λάθος άντρας) με τον ξενέρωτο γιο (το καλό παιδί), η φεμινίστρια με τον φαλλοκράτη, τα νιάτα και η ωριμότητα, οι καθωσπρέπει της υψηλής ή της μεσοαστικής κοινωνίας με τους ανθρώπους του μεροκάματου ή και του περιθωρίου, η όρεξη για ζωή και η κατάθλιψη…
Οι αντιθέσεις γνωρίζουν συνθέσεις. Στον πόλεμο της τρέλας με τη λογική, κυριαρχεί συνήθως η τρέλα. Ωστόσο, η πρωταγωνίστρια Καρύδη, η οποία σε όλη την διάρκεια του έργου κυριαρχείται από το ερωτικό της δαιμόνιο, στο τέλος κρατάει την αξιοπρέπειά της, δημιουργώντας το πρότυπο μιας ανεξάρτητης γυναίκας, που αντέχει να πει “όχι” στον μοιραίο άντρα.
Η ίδια η Σταυροπούλου, ένα μοντέλο για χοντρές, αποτελεί η ίδια μι α φορητή αντίφαση. Αποτελεί την πιο κωμική φιγούρα του έργου, μαζί με τον ταξιτζή (Βαγγέλη Χατζηνικολάου) Είναι μια κοπέλα από τον κόσμο του θεάματος, η οποία μπλέκει με έναν τρομοκράτη (άνθρωπο που ζει στα σκοτάδια της παρανομίας). Και σαν να μην έφτανε αυτή η αντίθεση, έρχεται και μια δεύτερη, ακόμα πιο ισχυρή. Ο τρομοκράτης μοιάζει με μοντέλο ενώ η Βίκυ Σταυροπούλου- που είναι μοντέλο- δεν μοιάζει καθόλου.
Η, δε, Ντορέττα Παπαδημητρίου, στον βασικό της ρόλο στο έργο, παίζει μια δικηγόρο φεμινίστρια. Υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών τελικά “μπλέκει” με αυτόν που δεν θα έπρεπε να τα φτιάξει. Ακολουθεί, τελικά, το δρόμο του έρωτα, υποτάσσεται στο ερωτικό της όνειρο και ξεχνάει καριέρα και ιδεολογία.
Αυτή η παράσταση φέρνει το σινεμά- κι ένα ποιοτικό σινεμά- στο θέατρο. Θα ικανοποιήσει τους φανς του Αλμοδοβάρ κι ακόμα περισσότερο τους φανς του Γιάννη Κακλέα. Μερικές σκηνές, μάλιστα, είναι τόσο όμορφα στημένες, που είναι κρίμα το ότι δεν τα απαθανατίζει ένας κινηματογραφικός φακός και θα χαθούν, όταν αυτή η παράσταση σταματήσει να παίζεται.
Γιώργος Σμυρνής